Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Η 25η Μαρτίου “μου”

Η ΜΝΗΜΗ, σε καιρούς άστατους λιμών, λοιμών, πανδημιών και ιστορικών επετείων προσφεύγει σε αλλοτινούς χρόνους. Αποδρά από τα παρόντα και -βαυκαλίζεται πως- παρηγοριέται με τα περασμένα, τα θεωρούμενα πάντα ως “καλύτερα”!
ΟΙ ΜΕΡΕΣ που διανύουμε είναι “ιερές”, βαριές. Μεγάλες. Διακόσια (200) χρόνια από το 1821, ελεύθερο δημοκρατικό βίο και ανεξαρτησία, δεν είναι λίγα. Έστω κι αν οι τωρινές μέρες είναι εγκλωβισμένες σε “κατά συνθήκη” καταστάσεις ανελευθερίας! Όλοι ποθούμε να ξαναδούμε μια πατρίδα “λεύτερη” από τις αναπάντεχες τωρινές “εικονικές” σκλαβιές της.

ΔΙKΑΙΑ εφέτος η λέξη “Ελευθερία” έχει ιδιαίτερη σημασία. Δεν είναι μονοσήμαντη.
…ΜΑΘΗΤΟΥΔΙΑ στην παιδόπολη “Καλή Παναγιά” (Βέροια), στα πρώτα μετεμφυλιακά χρόνια, περιμέναμε πώς και πώς την 25η Μαρτίου. Δεν ήταν μόνο η αλλαγή της ρουτίνας των ημερών (μπαίναμε στην άνοιξη που μας πλημμύριζε με μεθυστικά αρώματα της μακεδονικής φύσης). Ήταν κι οι ρυθμοί ζωής που άλλαζαν: λιγότερα μαθήματα, περισσότερες πρόβες στις τάξεις (“σκετς”, ποιήματα, τραγούδια), δοκιμαστικές παρελάσεις στην αυλή/γήπεδο του σχολείου, χορωδίες, κυκλικοί χοροί (τσάμικος, καλαματιανός, κρητικός), θεατρικές (ανα)παραστάσεις. Η παιδόπολη, στα 130 χρόνια από το 1821, έπλεε στο γαλανόλευκο: με τα “Ζήτω…” καρφιτσωμένα στις σχολικές αίθουσες, τα σημαιάκια παντού, τους δαφνοστολισμούς ηρώων. Περιμέναμε τις Κυρίες των Τιμών και τους επισήμους που θα έρχονταν από την πόλη: νομάρχης, δήμαρχος, δεσπότης, πολιτικές/στρατιωτικές αρχές, λαός. Η γιορτή των παιδοπολιτών εκείνης της χρονιάς (1951) αποτελούσε το γεγονός της μέρας!

ΤΡΙΤΑΚΙΑ του Δημοτικού ζηλεύαμε τα μεγάλα παιδιά που θα απέδιδαν τα θεατρικά σκετς καθώς και το “εικονοποιημένο” συγκλονιστικό ποίημα “Ματρόζος” του Γ. Στρατήγη, με το άκρως δραματικό τέλος του: τον εναγκαλισμό Κανάρη-Ματρόζου! Προηγούνταν οι ύμνοι (“Ευαγγελίζου γη χαράν Μεγάλη…”, εθνικός), τα κλέφτικα, κυρίως το βαλαωρίτειο “Ο Γερο-Δήμος πέθανε”! Όλη η μέρα ήταν ένα πανηγύρι. Η φαντασία μας ταξίδευε στα “Μεγάλα Χρόνια”, όταν στη μεγάλη αίθουσα εκδηλώσεων της Παιδόπολης (τεράστια για τα παιδικά μας μάτια!) αντικρίζαμε τους ήρωες στους τοίχους.

ΓΙΑ ΜΑΣ εκείνη η γιορτή ήταν η σπουδαιότερη από όλες, επειδή ήταν διπλή, όπως το έλεγε κι ο ύμνος που ακούγαμε από τη σχολική χορωδία. Ύμνος συνθεμένος από τον βαθιά θρησκευόμενο ποιητή, τον Γ. Βερίτη (Αλ. Γκιάλας). Θυμάμαι τους πρώτους στίχους:

«Χαρείτε αδέλφια
τη μεγάλη μας γιορτή.
Είν’ η γιορτή της πίστης
και της λευτεριάς[…]».

ΠΡΙΝ αρχίσει η τελετή, εμείς τα μικρά χαζεύαμε τους ήρωες σε φανταστικές απεικονίσεις του ρομαντικού Γερμανού ζωγράφου Πέτερ Φον Ες (Peter Von Ess, 1792-1871): τα “μπούστα” ήταν στο βαθύ μπεζ χρώμα, αποτυπωμένα σε ένα πολύ χοντρό χαρτόνι με μια τρύπα στην κορυφή, για να κρεμιούνται στον τοίχο. Στεκόμασταν μπροστά στον, με το δασύτριχο στήθος και το πυκνότατο μουστάκι, αγριωπό Οδυσσέα Ανδρούτσο και μας έπιανε δέος! Ο φοβερός αγωνιστής της Γραβιάς, παλιός αρματολός, αποτελούσε ένα κρυφό πρότυπο ανδρείας, παλικαριάς, πατριωτισμού και οργιώδους φαντασίας για μας:

«Σα βράχος είν’ οι πλάτες του
σα κάστρο η κεφαλή του
και τα πλατιά τα στήθη του
τοίχος χορταριασμένος»!

Δε χορταίναμε τις μυθικές ιστορίες που μας έλεγε, αργότερα στις μεγάλες τάξεις ο δάσκαλός μας, ο κ. Σπύρος. Ότι μέσα στο μουστάκι του έκρυβε σπαθί(!), πως με μια γροθιά σκότωνε δυο Τούρκους, ήταν άτρωτος από τις σφαίρες, στην έξοδο από το Χάνι σκότωσε εκατοντάδες Τούρκους! Θυμάμαι πως μας επεσήμανε και το άλλο θλιβερό: ότι τον γκρέμισε από την Ακρόπολη το πρωτοπαλίκαρό του, ο Γκούρας, και πως κάθε επανάσταση ακολουθείται από “τυφλούς” εμφυλίους…

ΜΠΡΟΣΤΑ στον γλυκύτατο Αθανάσιο Διάκο, αισθανόμασταν λύπη και αγανάκτηση για τον τραγικό του θάνατο. Μα, και κρυφή περηφάνεια για την απάντησή του στον Ομέρ Βρυώνη, όταν έσπασε το σπαθί του στην Αλαμάνα και τον συνέλαβαν οι “μουρτάτες”. Του ζήτησε ο Τούρκος να αλλαξοπιστήσει. Θαυμάζαμε την απάντησή του:

«Πάτε κι εσείς κι η πίστη σας
μουρτάτες, να χαθείτε.
Εγώ γραικός γεννήθηκα,
γραικός θε’ ν’ αποθάνω!»,

Τέτοια περιφρόνηση στον θάνατο, τέτοια δυνατή αγάπη για τη λευτεριά!
ΑΝΤΙΚΡΙΖΟΝΤΑΣ την επιβλητική μορφή τού κορυφαίου των οπλαρχηγών της Επανάστασης, του Θ. Κολοκοτρώνη, με τις μύριες λαϊκές ιστορίες και μύθους, ε, εκεί πελαγώναμε κυριολεκτικά:

«Του Λεωνίδα το σπαθί,
Κολοκοτρώνης το φορεί
Τούρκοι σαν το είδαν,
στα μαύρα εντυθήκαν»!

μας έλεγε, ανάμεσα στα ωραία του ο κ. Σπύρος. Το πιο εντυπωσιακό με τον Κολοκοτρώνη ήταν ένα μικρό κείμενο του Σπύρου Μελά (1) που μας διάβαζε ο δάσκαλος, για να μας δώσει την έννοια του φόβου και του τρόμου που προκαλούσε και το άκουσμα μόνο του ονόματος “Κολοκοτρώνης” στα τουρκάκια:

“Κολοκοτρώνα! Κολοκοτρώνα! Έτσι λέγανε τα τουρκάκια, στα βάθη της Ασίας καί το αίμα τους πάγωνε. Η φαντασία τους έπλαθε τεράστιο γίγαντα με τρία μάτια. Το μεσανό, πελώριο, απάνω από τη μύτη, στο κούτελο. (…)

ΣΤΗΝ Στ’ τάξη, λοιπον, ο δάσκαλος -διαπιστώνοντας πως, με το Μάκη τον καρδιακό φίλο και συμμαθητή μου (γιο αντάρτη), ήμασταν οι πρώτοι στα μαθήματα- μας ανέθεσε την απαγγελία ποιήματος! Άμιλλα στο ποιος θα έλεγε καλύτερα το “Εις τον Ιερόν Λόχον” (Ωδή Τέταρτη, στοφή α’ και β’) του Ανδρέα Κάλβου. Ο Μάκης το έλεγε σταθερά, χωρίς δισταγμούς, σωστά τονίζοντας τα τελικά νι:

«Ας μη βρέξη ποτέ
το σύγνεφον, και ο άνεμος
Σκληρός ας μη σκορπίση
Το χώμα το μακάριον
Πού σας σκεπάζει.
Ας το δροσίση πάντοτε
Με τ’ αργυρά της δάκρυα
Η ροδόπεπλος κόρη
Κι αυτού ας ξεφυτρώνουν
Αιώνια τ’ άνθη». (…) (2)

Αντίθετα, όταν ανέβαινα εγώ στην έδρα -ήμουν από τη φύση μου πολύ ντροπαλός- το έλεγα μεν σωστά, αλλά γεμάτος άγχος και συγκίνηση! Η απαγγελία μου εντυπωσίαζε τους συμμαθητές μου, όχι όμως το δάσκαλο που ήθελε στόμφο, δύναμη, πατριωτική έξαρση. Αν με επέλεγε, δεν θα ακουγόμουν στην αίθουσα! Τόσο χαμηλόφωνος ήμουν! Όμως, οι συμμαθητές μου ήθελαν να το πω… εγώ, γιατί είχα τρεμάμενη φωνή!

ΟΧΙ! Δεν πληγώθηκα που το ποίημα θα το έλεγε ο Μάκης. Ίσα ίσα, χαιρόμουν γιατί ήταν ο καλύτερός μου φίλος: ένας πραγματικός “αδελφός” μου στην παιδόπολη. Εξάλλου, κατά βάθος δεν ήθελα να κάνω απαγγελία γιατί φοβόμουν μη τα χάσω στη σκηνή και φέρω σε δύσκολη θέση το δάσκαλό μας… Κι όμως, ο δάσκαλος, αφού μου έκανε μερικές επίμονες πρόβες, ώστε να “δυναμώσω και να σταθεροποιήσω” αρκετά τη φωνή μου, αποφάσισε την πρώτη στροφή να πει ο Μάκης, τη δεύτερη εγώ! Τώρα κρίνω πόσο σοφή ήταν η απόφασή του, γιατί έτσι μου ενίσχυσε την αυτοπεποίθηση που “ανορθωμένη” με βοήθησε πολύ στην κατοπινή ζωή.

ΜΕ ΑΥΤΟΥΣ τους τρόπους διαμορφωνόταν τότε το εθνικό -και όχι μόνο- φρόνημα. Έτσι διαπλαθόταν ο κόσμος, ο χαρακτήρας, τα πιστεύω μας: αγαπώντας ισόρροπα μια πατρίδα («όλο αίματα γιομάτη»), πλούσια σε αγώνες και ιστορία. Με πρώτες αξίες τη φιλία και τη συναδελφικότητα, το δικαίωμα για έκφραση, το σεβασμό και τη βαθιά αγάπη στην ατομική και συλλογική ελευθερία. (19-3-21)

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

-(1) Από τον πρόλογο του βιβλίου “Ο Γέρος του Μοριά”, του Σπ. Μελά, έκδ. Μπίρης, 1957.

-(2) Ανδρέα Κάλβου, Άπαντα, Εισαγωγή Κωνσταντίνου Τσάτσου, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1979.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα