Παρασκευή, 18 Οκτωβρίου, 2024

8η Δεκεμβρίου: Η ημερομηνία που “μαυροφόρεσε” τα Χανιά

Ημέρα διπλού πένθους για τα Χανιά η 8η Δεκεμβρίου, καθώς αποτελεί την επέτειο από δύο τραγωδίες που συγκλόνισαν όλη την Ελλάδα. Το ναυάγιο του “Ηράκλειον” στη Φαλκονέρα το 1966 και τρία χρόνια μετά η συντριβή του αεροσκάφους της Ολυμπιακής που εκτελούσε δρομολόγιο Χανιά – Αθήνα. Στο “Ηράκλειον” χάθηκαν περισσότεροι από 250 άνθρωποι και μόλις 47 διασώθηκαν. ΣΤην μοιραία πτήση που συνετρίβη στην Κερατέα, έχασαν τη ζωή τους 90 άνθρωποι.

 

«Πήγα στον άλλο κόσμο και γύρισα»

Ο κ. Σταύρος Λαγωνικάκης κρατά στα χέρια του την εφημερίδα "Παρατηρητής" με το ρεπορτάζ του τραγικού ναυαγίου
Ο κ. Σταύρος Λαγωνικάκης κρατά στα χέρια του την εφημερίδα “Παρατηρητής” με το ρεπορτάζ του τραγικού ναυαγίου

« Το καράβι ήταν να φύγει στις 8 το απόγευμα όμως επειδή ένα φορτηγό που ξεφόρτωσε και ξαναφόρτωσε για να έρθει, καθυστέρησε περίπου μισή ώρα η αναχώρηση. Αυτό ήταν και όλη η αιτία του ναυαγίου.  Διότι το φορτηγό λόγω της καθυστέρησης δεν πήγε κανονικά στην θέση του μέσα στο καράβι, ούτε το δέσανε καλά. Μόλις μπήκε το φορτηγό το βάλανε απέναντι στις δύο πόρτες του πλοίου, έπνεαν 9 Μποφόρ και μπαλατσάριζε το καράβι. Στην διαδρομή το φορτηγό άρχισε να φεύγει από την θέση του, γλυστρούσε πάνω στο πάτωμα και στο κάθε μπαλατζάρισμα χτυπούσε την μία πόρτα του πλοίου και μετά την άλλην, με δύναμη. Σε κάποιο από τα χτυπήματα που έκανε το φορτηγό πέταξε την πόρτα ( του πλοίου) και μπαίνανε ποσότητες νερού..» μας αφηγείται ο κ. Σταύρος Λαγωνικάκης, ένας εκ των επιζώντων του τραγικού ναυαγίου.
« Όταν το καράβι ήδη είχε πάρει μεγάλη κλίση, βάρεσε και ο συναγερμός του πλοίου το οποίο άρχισε με πολύ γρήγορο να παίρνει τούμπα… Στο καράβι ήμουν μαζί με τον κουνιάδο μου ο οποίος και πνίγηκε μετά. Πόσοι επιβάτες ήταν μέσα κανείς δεν ξέρεις. Πάντως δεν ήταν μόνο οι 250 που είχαν καταγραφεί αγοράζοντας εισιτήριο. Μέσα ήταν πολύ περισσότεροι! Γιατί εκείνες τις εποχές ο κόσμος έμπαινε στο καράβι την τελευταία στιγμή και εν πλώ  5-6 ελεγκτές-εισπράκτορες, έκοβαν μέσα εισιτήρια.Όμως αυτοί οι ειπράκτορες με τα στοιχεία των εισιτηρίων που είχαν κόψει μέσα στο πλοίο, πήγανε στο βυθό της θάλασσας μαζί με τους υπόλοιπους επιβάτες. Γι΄ αυτό και δεν ξέρει κανείς τίποτα» μας λέει σχεδόν με βεβαιότητα ο κ. Λαγωνικάκης.
« Όταν ξύπνησα μέσα στη νύχτα και καράβι είχε πάρει ήδη  μεγάλη κλίση και βούλιαζε, άρχισα έρποντας να πηγαίνω προς το σαλόνι… Σκαρφαλώνοντας  στο σαλόνι είδα 4-5 άτομα μπροστά μου τον Βαρανάκη, τον Φθενάκη και τον Καλαμαρίδη οι οποίοι βρισκόταν σε απόσταση 4-5 μέτρα από εμένα και προσπαθούσανε να ισορροπήσουν όμως τους τραβούσε προς τα κάτω η κλίση του καραβιού και τους είδα να πέφτουνε μέσα στο νερό που ήταν μέσα στο σαλόνι 2 μέτρα στο ύψος. Βγαίνοντας έξω για να μην με πάρει τούμπα το καράβι, που δεν θα γλύτωνα, πιάνομαι από τα κάγκελα και πάω στο πίσω μέρος του καραβιού… Εκεί άκουγα άλλος να φωνάζει : “Γιώργο” , άλλος “Μανώλη’’…  Έκανα μια βουτιά όσο πιο μακρυά μπορούσα, μη κρατώντας σωσίβιο… Απομακρύνομαι λίγο και όταν πήγα στα 15 μέτρα γυρίζω πίσω να δω το καράβι και το βλέπω τελείως ανάποδα» μας διηγείται ο κ. Λαγωνικάκης.
Και συνεχίζοντας την συγκλονιστική αφήγηση του μας λέει: « πριν ξημερώσει, τα κύματα ήταν πολύ μεγάλα αλλά κάποιες στιγμές επειδή είχε αστροφεγγιά, μπορούσα να δω σε απόσταση 25 μέτρων και αντιλήφθηκα κάτι να επιπλέει. Άρχισα να φωνάζω: “ Είναι κανείς ; Είναι κανείς ;”. Κολύμπησα μέχρι εκεί. Ήταν ένα κασόνι από τα αυτά που έχουν τα σωσίβια πάνω στο κατάστρωμα από το οποίο είχε πιαστεί η Άννα η Σαραντάκη και ο Κουκουνάκης μέσα στο κασόνι επειδή δεν ήξερε μπάνιο. Πριν ξημερώσει βρίσκεται άλλος ένας ο Μπελώνης που ήρθε και κρατήθηκε από το κασόνι, και γίναμε τέσσερις. Η Άννα η Σαραντάκη είχε παγώσει και δεν αισθανόταν εάν ακουμπούσε ή όχι το κασόνι. Εγώ είμαι δίπλα της και προσπαθούσα να την αγκαλιάσω, κρατώντας παράλληλα το κασόνι, για να μην την πάρει το κύμα. Την κράταγα από το πρωί μέχρι το μεσημέρι».
«Κατά την διάρκεια της νύχτας, ένα πτώμα ήρθε και ακούμπησε πάνω μου…  Δεν είχα το κουράγιο να το σπρώξω αλλά το άφησα να ακουμπάει πάνω μου. Κάποια στιγμή φεύγει από πάνω μου και ακουμπάει πάνω στην γυναίκα. Αυτή λέει: “κάτι με ακούμπησε”. Της απάντησα ότι δεν είναι τίποτα και τότε βρήκα την ψυχραιμία και με το ένα χέρι μου έσπρωξα το πτώμα και έφυγε από κοντά μας. Το μεσημέρι, κάποια στιγμή, εξαντλημένη όπως ήταν η γυναίκα, το κύμα την πήρε μακρυά, προσπάθησα να την συγκρατήσω αλλά δεν τα κατάφερα και πνίγηκε μπροστά στα μάτια μου…».
Τελικά τους ναυαγούς, διέσωσε το απόγευμα το αρματαγωγό «Σύρος». Ρωτάμε τον κ. Λαγωνικάκη αν αυτή η εμπειρία άλλαξε την ζωή του: « από τότε άλλαξε ολόκληρη η φιλοσοφία μου. Αυτό που θέλω είναι  να είμαι καλά με όλον τον κόσμο, γιατί δεν ξέρεις πότε θα έρθει το τέλος. Εγώ πήγα στον άλλο κόσμο και γύρισα…».

 

TZIGOUNAKI
Η κα Αναστασία Τζιγκουνάκη αφηγείται την συγκλονιστική ιστορία του πατέρα της Μαν. Τζιγκουνάκη

Γλύτωσε στη Φαλκονέρα  και σκοτώθηκε στην Κερατέα

Απίστευτα τραγική η ιστορία του Μανούσου Τζιγκουνάκη που κυριολεκτικά γλύτωσε την τελευταία στιγμή την επιβίβασή του στο “Ηράκλειον” και το ναυάγιο που ακολούθησε στις 8 Δεκέμβρη του 1966. Ωστόσο τρία χρόνια μετά η τύχη τον εγκατέλειψε καθώς επέβαινε στο αεροσκάφος που στις 8 Δεκεμβρίου του 1969 φεύγοντας από τα Χανιά έπεσε στην Κερατέα λίγο πριν την Αθήνα! Συμπτώσεις, συγκυρίες και τραγικότητα συνθέτουν την συγκλονιστική ιστορία του που μας αφηγείται η κόρη του Αναστασία Τζιγκουνάκη Προϊσταμένη της Εφορίας Αρχαιοτήτων Ρεθύμνου : «Ο πατέρας μου  δεν είχε ταξιδέψει τελικά με το συγκεκριμένο πλοίο γιατί το παιδί που του έβγαλε τα εισιτήρια είχε κάνει λάθος και αντί του “Ηράκλειον” του έβγαλε εισιτήρια με το “Φαιστός”».
Αυτό το λάθος του έδωσε μια παράταση ζωής τριών χρόνων. Γιατί τρία χρόνια αργότερα, στις 8 Δεκεμβρίου του 1969, ο Μανούσος Τζιγκουνάκης θα έχανε την ζωή του στο αεροπορικό δυστύχημα στην Κερατέα. « Στην Αθήνα ο πατέρας μου είχε πάει με το αεροπλάνο για δουλειές. Κάποια στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν ένας συγγενής και ρωτούσε εάν ήταν κανείς δικός μας στο αεροπλάνο που απογειώθηκε από τα Χανιά καιο έπεσε στην Κερατέα. Τότε ξύπνησα και άκουσα τις φωνές, τα κλάματα… Από τότε άλλαξε όλος ο τρόπος ζωής μας» μας λέει η κα Τζιγκουνάκη.
«Ο πατέρας μου είχε κάνει εξορία, είχε φυλακιστεί στην Μακρόνησο, στο φρούριο Ιτζεδίν κ.α. Τρία χρόνια μετά το ναυάγιο του «Ηράκλειον» από το οποίο γλύτωσε,  έφυγε τελεσίδικα στο αεροπορικό δυστύχημα στην Κερατέα. Την ημέρα της κηδείας με πλησίασε μια κυρία και μου έδωσε μια μικρή καρτούλα που επάνω ήταν ζωγραφισμένο ένα φρούριο με σινική μελάνι. Μου είπε πως της την είχε στείλει ο πατέρας μου όταν ήταν φυλακισμένος στις φυλακές Καλαμίου, στο Φρούριο Ιτζεδίν και προτιμούσε να την κρατήσω εγώ. Ήταν ζωγραφισμένο πάνω στην κάρτα ένα φρούριο. Το φρούριο Ιτζεδίν. Θυμάμαι του άρεσε να ζωγραφίζει και αναγνώρισα τα σχέδια του… Πέρυσι, μετά από ένα σχετικό αφιέρωμα των “Χ.Ν’’ για το ναυάγιο “Ηράκλειον”, με πήρε τηλέφωνο ένας κύριος λέγοντας ότι είχε κι εκείνος μια καρτούλα από τον μπαμπά μου και ήθελε να μου την στείλει ως δώρο. Μου την ταχυδρόμησε και όταν την έπιασα στα χέρια μου είδα ότι ο πατέρας μου είχε σχεδιάσει ένα καράβι που έβγαινε μέσα από μία στενοπό…. συμβολίζοντας την ελπίδα. Η κάρτα έγραφε “1951”

Ο πόνος των συγγενών

Η κα Αργυρώ Βαρανάκη, αγκαλιά με την κόρη της Αγάπη
Η κα Αργυρώ Βαρανάκη, αγκαλιά με την κόρη της Αγάπη

«Πήγαινα Τετάρτη Δημοτικού και ενώ κάναμε μάθημα στο σχολείο, ξαφνικά μπαίνει ο δάσκαλος μέσα και μας λέει: “παιδιά, χάθηκε το Ηράκλειον, αύτανδρο. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Εκείνη την εποχή στα Αναγνωστικά μαθαίναμε άγνωστες λέξεις. Κι είχαμε μάθει μόλις αυτή την λέξη. Επειδή ήξερα τι σήμαινε, αρχίζω το κλάματα μαζί με την συμμαθήτρια μου την Αναστασία την Τζιγκουνάκη. Κι έκλαιγε κι αυτή κι εγώ γιατί ξέραμε πως οι μπαμπάδες μας ταξίδευαν με το Ηράκλειον» μας λέει η Αργυρώ Βαρανάκη, κόρη του Ευάγγελου Βαρανάκη, επιβάτη του Ηράκλειον. Το πτώμα του δεν βρέθηκε ποτέ…
« Ο μπαμπάς μου χάθηκε, πνίγηκε όταν τον πήρε προς το κάτω η δίνη του πλοίου. Μας το είπε ο Στ. Λαγωνικάκης που σώθηκε και είχε έρθει στο σπίτι μας για να μιλήσει στην μάνα μου. Δεν θα ξεχάσω την στιγμή… Ήρθε στο σπίτι μας και τις αφηγούνταν εκείνες τις τελευταίες στιγμές. Εγώ κρυβόμουν πίσω από την μισόκλειστη πόρτα του σαλονιού και άκουγα σιωπηλή τον Λαγωνικάκη. Τον ρωτούσε η καημένη η μάνα μου τι έγινε και πώς έγινε… Αυτό το καταραμένο βράδυ! Θα το θυμάμαι πάντα» μας αφηγείται η κα Βαρανάκη και προσθέτει πως οι πιο δύσκολες ήταν οι μέρες που ακολούθησαν: «τις πρώτες μέρες, εμένα και την αδερφή μου μας απομάκρυναν από το σπίτι μας και μέναμε σε μια θεία μας. Φύγανε τα αδέρφια της μάνας μου και ο αδερφός του πατέρα μου στην Αθήνα για την αναγνώριση των πτωμάτων στο νεκροτομείο μήπως και βρίσκανε τον πατέρα μου αλλά δεν τον βρήκανε. Δεν βρέθηκε ποτέ».
Τραγική ειρωνεία; « Ο πατέρας μου είχε μπει στο πλοίο για να ταξιδέψει στην Αθήνα με προορισμό να αλλάξει κάποια πλακάκια του σπιτιού που χτίζαμε. Τελικά τα πλακάκια “πήγανε” με το “Φαιστός” το βράδυ, κι αυτός που διάλεξε να μπει το στο “Ηράκλειον”  δεν έφτασε ποτέ. Η μέρα αυτή έφερε τα πάνω- κάτω στην ζωή μας. Έπειτα η ορφάνια. Μας ρωτούσαν στα σχολειά μας, “τι δουλειά κάνει ο μπαμπάς σου;”. Και απαντούσαμε ότι “έφυγε” στο Ηράκλειον. Ε, δεν ήταν ό,τι και πιο ευχάριστο… ».

Μαύρες κορδέλες

Η κα Χρυσή Ταμπακάκη, σήμερα προεδρεύει στον Σύλλογο Θυμάτων του Οχηματαγωγού "Ηράκλειον"
Η κα Χρυσή Ταμπακάκη, σήμερα προεδρεύει στον Σύλλογο Θυμάτων του Οχηματαγωγού “Ηράκλειον”

«Γυρνώντας πίσω στο χρόνο, την ημέρα εκείνη αισθάνομαι ακόμη τον πανικό του κόσμου. Εγώ τότε ήμουν 9 χρονών και αρχικά δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι μέσα σε αυτούς που χάθηκαν ήταν και ο πατέρα μους» μας λέει η 60χρονη σήμερα κα Χρυσή Ταμπακάκη, κόρη του Μανώλη Ταμπακάκη που χάθηκε στο τραγικό ναυάγιο.
«Ο κόσμος περνούσε από το μαγαζί της μαμάς μου και της έλεγαν: “Κι ο Μανώλης ήταν μέσα (στο Ηράκλειον); Οι θείοι μου πήγαν στην Αθήνα να κάνουνε την λεγόμενη αναγνώριση του πτώματος το οποίο όμως δεν βρέθηκε ποτέ… Εκείνη την εποχή, υπήρχε το έθιμο όταν ένα σπίτι πενθούσε, να βάζουν μια μαύρη κορδέλα στην πόρτα όταν δεν υπήρχε φέρετρο… Έτσι έγινε και στο σπίτι μας αλλά και σε πολλά άλλα σπίτια στα Χανιά. Εικόνες που δεν σβήνουν από το μυαλό».
Μια ακόμη τραγική ειρωνεία της τύχης κρύβεται και σε αυτήν την ιστορία του Μ. Ταμπακάκη όπως μας διηγήθηκε η κόρη του: «ο πατέρας μου πρόκειτο να φύγει με το αεροπλάνο το πρωί αλλά σκέφτηκε ότι δεν θα τον έφτανε ο χρόνος και προτίμησε να φύγει με το καράβι. Ήταν από τους τελευταίους που έβγαλαν εισιτήρια έξω από το καράβι και πρόλαβε να μπει μέσα στο “Ηράκλειον” την ώρα που σηκωνόντουσαν οι σκάλες του πλοίου…».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα