«Με ενοχλούσε αφάνταστα ότι πολλοί συμπατριώτες μου μετά τον πόλεμο προσπαθούσαν να πείσουν τον κόσμο ότι δεν γνώριζαν τίποτα για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και τα εκατομμύρια που υπέφεραν εκεί», λέει ο 44χρονος Κωνσταντίνος Φίσερ, ο Γερμανός πολίτης που εδώ και 20 χρόνια ζει μόνιμα στα Χανιά.
Πριν από μερικά χρόνια, μαζί με ένα Αυστριακό Τζορτζ Λάντερς βρήκαν 22 Χανιώτες πρώην σκλάβους στα ναζιστικά στρατόπεδα εργασίας, από τους ελάχιστους που είχαν καταφέρει να επιζήσουν από τη φρίκη και τους βοήθησαν να συμπληρώσουν τα αιτήματα αποζημίωσης από το γερμανικό κράτος για τα όσα δεινά υπέστησαν.
«Μόλις μάθαμε ότι υπάρχει ένα πρόγραμμα αποζημιώσεων, μετά από κάποιες καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος της Γερμανίας από δικαστήρια στην Αμερική, ξεκινήσαμε μαζί με τον Τζόρτζ Λάντερς. Συνολικά βρήκαμε 22 άτομα σε διάφορα σημεία μέσα στα Χανιά και σε χωριά. Ολοι πήραν μια αποζημίωση 7.000 ευρώ, με εξαίρεση τρεις εξ αυτών που δεν πήραν ολόκληρο το ποσό. Επτά χιλιάδες ευρώ για έναν χρόνο στα στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι ψίχουλα, μηδαμινό ποσό», μας εξηγεί ο Κωνσταντίνος που στα χρόνια που ζει στα Χανία έχει αναπτύξει σημαντική κοινωνική και πολιτιστική δράση με τη δημιουργία βιβλιοθηκών, εικαστικών εκθέσεων.
Από τους χιλιάδες Ελληνες, που βρέθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα εργασίας προκειμένου να δουλέψουν ως σκλάβοι σε εργοστάσια κατασκευής όπλων και πυρομαχικών αλλά και σε μεγάλες βιομηχανίες της Γερμανίας, ελάχιστοι επέζησαν. Η εξαντλητική εργασία, οι χωρίς τέλος ξυλοδαρμοί, η σχεδόν ανύπαρκτη σίτιση είχαν ως αποτέλεσμα να είναι ελάχιστοι όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν και να παραμένουν εν ζωή ακόμα και σήμερα.
Για τον ίδιο τον Κώστα δεν υπήρξε καμία οικονομική απολαβή, κανένα όφελος υλικό από αυτήν την προσπάθεια, ίσα – ίσα μόνο έξοδα. Ωστόσο το κίνητρο ήταν ισχυρό. «Πολλοί συμπατριώτες μου Γερμανοί προσπάθησαν να πείσουν ότι δεν γνώριζαν γι’ αυτά που γίνονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αυτό πάντα με ενοχλούσε. Μετά τον πόλεμο για τα μάτια του κόσμου, κάποιοι Ναζί την πλήρωσαν, πολλοί όμως συνέχισαν να υπηρετούν στις θέσεις τους και δεν απομακρύνθηκαν ποτέ από αυτές», επισημαίνει.
Εχοντας ζήσει τα τελευταία 20 χρόνια στην Ελλάδα, ο Κώστας, όπως τον λένε οι πολλοί φίλοι του, εκτιμά τον απλό, καθημερινό τρόπο ζωής που συνεχίζουν να έχουν πολλοί Ελληνες και Κρητικοί. «Αυτό που με κράτησε εδώ ήταν ο απλός τρόπος ζωής, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης. Από το σχολείο κιόλας είχα πάρει ως μάθημα επιλογής τα Αρχαία Ελληνικά και πάντα με συνάρπαζαν αυτές οι αξίες. Δεν μου άρεσε η ´δυτικοποίηση´, ο αμερικανοποιημένος τρόπος ζωής, το συνεχές τρέξιμο, το άγχος και η αγωνία για τα λεφτά, για το πώς να τα οικονομήσεις. Αυτό ήταν κάτι που ξεκίνησε στη Γερμανία το 1980. Τότε και εμείς στη Γερμανία, ως νέοι, κοροϊδεύαμε τους συνομηλίκους μας που επέλεγαν τα Οικονομικά ως σπουδές και τελικά αυτοί είναι τώρα που μας κυβερνούν μέσα από το τραπεζικό σύστημα, αυτοί κερδοσκοπούν και βγάζουν απίστευτα χρήματα», εξηγεί.
Ο ίδιος βλέπει την Ευρώπη να εξελίσσεται ως μια οικονομική υπόθεση από όλες τις χώρες της. «Οι Ελληνες βλέπουν την Ε.Ε. ως ένα τρόπο για να βρουν χρήματα, οι Γερμανοί τη χρησιμοποιούν για να πουλάνε τα προϊόντα τους, ξεχνάμε και την πολιτική διάσταση αλλά και την πολιτιστική αυτού που λέμε Ευρώπη», καταλήγει εκφράζοντας την έντονη ανησυχία του για την αύξηση του εθνικισμού σε Ελλάδα, Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
«Χωρίς τους ανθρώπους αυτούς…»
Την ευγνωμοσύνη του απέναντι στον Κ. Φίσερ και στον Τ. Λάντερς είχε εκφράσει και ο κ. Χαράλαμπος Βιδάκης, ένας εκ των επιζώντων των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης. «Χωρίς τη στήριξη αυτών των ανθρώπων δεν θα είχαμε κάνει τίποτα γιατί κανείς δεν μας είχε ενημερώσει για το πρόγραμμα των αποζημιώσεων. Πήραμε κάποιο ποσό μετά από χρόνια, μηδαμινό βέβαια μπροστά σε όσα είχαμε υποστεί», είπε υπογραμμίζοντας πως οι Ελληνες και άλλοι λαοί που βρέθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα εργασίας υπέστησαν τα πάνδεινα.