´Σκύβω με αφοσίωση σε ό,τι κάνω κι ό,τι προκύπτει στη συνέχεια, το εισπράττω ως δώρο´
Της ΕΛΙΑΣ ΚΟΥΜΗ
Λιγόλογη αλλά ουσιαστική, με μια πορεία ζωής πιστή στην Τέχνη της και τις αξίες της, η Μαρινέλλα Βλαχάκη, με αφορμή την αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου της ´Σιλάνς σιλβουπλέ´ και την μετατροπή του σε κινηματογραφική ταινία, μιλάει στις ´διαδρομές´ για τη διαδικασία της συγγραφής, για τους κανόνες του κινηματογράφου, για τη σημασία της παιδείας και τον αντίκτυπο τής κρίσης στην κοινωνία μας.
´Σιλάνς σιλβουπλέ´, σε νέα αναθεωρημένη έκδοση. Πότε τελειώνει η συγγραφή ενός βιβλίου;
Κατά τη γνώμη μου όταν ο συγγραφέας αισθανθεί ότι το έργο έχει ολοκληρωθεί μέσα του, έχει ´ενηλικιωθεί´ και μπορεί να φύγει από τα δικά του χέρια και να πάει στα χέρια των αναγνωστών. Στην συγκεκριμένη περίπτωση με το ´Σιλάνς σιλβουπλέ´ έγινε ένας δεύτερος κύκλος εξαιτίας της συγγραφής του σεναρίου. Χρειάστηκε να ξαναμπώ στη διαδικασία, να ανακαλέσω μνήμες και να συμπληρώσω πληροφορίες. Ετσι όπως βρέθηκα με ανοιχτά τα χαρτιά μου πάνω στο γραφείο, ξαναδούλεψα και την επανέκδοση. Αυτή τη φορά βέβαια ήταν πιο εύκολο, γιατί είχε κάνει κάποια διαδρομή από το 2006, είχε διαβαστεί και είχε αγαπηθεί, όποτε ήμουνα πολύ πιο χαλαρή απέναντι στο υλικό μου. Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία είδα ξανά τους ανθρώπους μου, τους άκουσα πάλι να μιλούν, πρόσεξα πιο προσεχτικά τι φορούσαν, πως περπατούσαν. Ηταν μία περιπλάνηση στο μέσα κόσμο μου αλλά και στα σοκάκια του Κεφαλά όπως ήταν πριν σαράντα – πενήντα χρόνια. Σήμερα όταν περπατώ στο τόσο αλλαγμένο τοπίο του χωριού μου, βλέπω παράλληλα με το σήμερα, σαν σε ασπρόμαυρο φιλμ και το χθες. ´Ολα δικά μας με τη μνήμη μας´ λέει ο Ρίτσος.
Το ότι περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία κάνει πιο δύσκολο τον ´απογαλακτισμό´ του;
Μάλλον έτσι είναι… εξαρτάται πολύ από το χρόνο που καταπιάνεσαι με ένα τέτοιο εγχείρημα και ποια είναι η πρόθεσή σου. Εγώ το δούλεψα σε ώριμη ηλικία, με την απαραίτητη απόσταση και διαύγεια. Καταπιάστηκα με αυτό το υλικό επειδή πίστευα ότι έχει κάτι να πει. Μ’ ενδιέφερε η λογοτεχνική του αξία κι όχι η κατάθεση ενός προσωπικού βιώματος, γι’ αυτό και το πρότεινα ως μυθιστόρημα. Ενα βιβλίο πρέπει να έχει τη δύναμη να συγκινήσει, τον αναγνώστη του, ανεξάρτητα από το αν υπάρχει ή δεν υπάρχει κοινό βίωμα με το συγγραφέα. Μ’ ενδιαφέρει και μου δίνει αίσθημα ασφάλειας ότι το βιβλίο ως βιβλίο μένει αναλλοίωτο μέσα στο χρόνο και όπου και να το βρεις, θα είναι όπως ακριβώς έχει γραφτεί.
Σύντομα θα δούμε το βιβλίο σας και σε ταινία, με σκηνοθέτη τον Θοδωρή Παπαδουλάκη. Σε τι βαθμό θα συμμετάσχετε στην ταινία;
Ηδη η συμμετοχή μου είναι αρκετή, αφού η ταινία βασίζεται στο βιβλίο μου και δούλεψα μαζί με το σκηνοθέτη και το σενάριο. Αν θα συμμετέχω κι ως ηθοποιός δεν το ξέρω κι είναι αλήθεια ότι δεν με έχει απασχολήσει. Είναι θέμα του σκηνοθέτη αν νομίζει ότι μπορώ να κρατήσω κάποιο ρόλο.
Σίγουρα όμως δε μ’ ενδιαφέρει να είναι πρωταγωνιστικός, γιατί προτιμώ να κρατήσω απόσταση.
Ενα από τα χαρακτηριστικά του βιβλίου είναι ο ιδιαίτερος τρόπος γραφής του, σε μικρά, ανεξάρτητα αποσπάσματα. Αυτό είναι κάτι που θα μπορούσε να αποδοθεί στην ταινία;
Η διασκευή ενός βιβλίου σε σενάριο είναι μία δύσκολη και απαιτητική δουλειά. Εχει κανόνες και χρειάζεται συγκεκριμένη δομή. Οπότε δουλέψαμε από την αρχή.
Το βιβλίο μου είναι πυκνοκατοικημένο σε κάθε κειμενάκι έχει και μια διαφορετική ανθρώπινη ιστορία. Κι είναι πολλές αυτές οι ιστορίες. Ομως τα περιθώρια μιας ταινίας είναι πολύ περιορισμένα. Δεν είναι όπως το σίριαλ με 30 -40 ωριαία επεισόδια Στην ταινία πρέπει μέσα σε 90 λεπτά να έχεις πει την ιστορία σου. Γι’ αυτό κι αξιοποιείται μέρος του βιβλίου που εξυπηρετεί τις δραματουργικές ανάγκες ενός σεναρίου. Εστιάζει στο κορίτσι και στο πολύ-πολύ στενό του περιβάλλον.
Πόσο εύκολο είναι για έναν συγγραφέα να αφήνει κάποιον άλλο να μετατρέψει το έργο του σε εικόνες;
Για μένα ήταν προϋπόθεση να υπάρχει κοινή αισθητική και δυνατότητα συνεννόησης μεταξύ μας. Κι είναι αλήθεια ότι στάθηκα πολύ τυχερή γιατί όλες αυτές οι προϋποθέσεις υπήρχαν, αφού ο Θοδωρής Παπαδουλάκης είναι πάνω απ’ όλα άνθρωπος αλλά και εξαιρετικός καλλιτέχνης.
Γενικά, όμως, η μεταφορά ενός βιβλίου στη μεγάλη οθόνη είναι πάντα ένα στοίχημα που άλλοτε κερδίζεται, άλλοτε όχι. Ο αναγνώστης διαβάζοντας ένα βιβλίο φτιάχνει τις δικές του εικόνες. Ο σκηνοθέτης στη συνέχεια με τη δύναμη της τέχνης του, έρχεται να τις αλλάξει και να ´επιβάλει´ τις δικές του εικόνες, να δημιουργήσει ένα ισχυρό σημείο αναφοράς όπου θα συνδέσει μια για πάντα την ταινία με το βιβλίο.
Πέρα από την παιδικότητα και την αθωότητα που διαφαίνεται στον τρόπο που είναι γραμμένο το βιβλίο, πρόκειται για ένα κείμενο αρκετά σκληρό και σκοτεινό. Εχοντας, λοιπόν, κυκλοφορήσει το ίδιο βιβλίο για πρώτη φορά πριν από την κρίση και για δεύτερη τώρα, εν μέσω της κρίσης, μπορείτε να εντοπίσετε διαφορές ως πως τον τρόπο με τον οποίο δέχεται ο αναγνώστης το περιεχόμενό του;
Δεν έχω εντοπίσει διαφορές. Ισως επειδή το βιβλίο αγγίζει βαθύτερα στρώματα της ανθρώπινης φύσης.
Μιλάει για τη σκληρότητα και την τρυφερότητα, για την
ευγένεια και την χυδαιότητα, για τα κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα και τις δυσκολίες των σχέσεων μέσα στην οικογένεια, που λίγο πολύ υπάρχουν σ’ όλες τις εποχές και
σ’ όλες τις κουλτούρες. Αλλάζει μόνο το εξωτερικό ένδυμα τίποτε άλλο.
Ισως μια διαφορά που υπάρχει στην εποχή μας είναι η σύγχυση, λόγω της υπερβολικής πληροφόρησης και της αδυναμίας επεξεργασίας της πληροφορίας. Στην εποχή που περιγράφει το βιβλίο, πολλοί άνθρωποι υπόγραφαν με σταυρό, ήταν αγράμματοι. Ομως κατάφερναν να επιβιώσουν μέσα στη στέρηση, και να στήσουν οικογένεια, να προστατεύουν τα παιδιά τους και να μαθαίνουν μια τέχνη για να ζήσουν. Σήμερα υπογράφουμε όλοι κανονικά, είμαστε εγγράμματοι αλλά ψάχνουμε σε αστρολόγους και ´έξυπνα´ βιβλία με συνταγές ζωής πώς να πορευτούμε. Κι ενώ έχουμε -ή τέλος πάντων είχαμε μέχρι χθες-
καλύτερες συνθήκες ζωής και δυνατότητα μόρφωσης, δεν αποχτήσαμε το βασικότερο, που είναι η παιδεία…
Ασχολείστε με την ποίηση, τη λογοτεχνία και την ηθοποιία. Το ότι ζείτε στην επαρχία διευκόλυνε την πορεία σας ή περιόρισε τις επιλογές σας;
Πορεύομαι χρόνια πολλά, σε μια διαδρομή μοναχική κι επίπονη παράλληλα με την έγνοια της επιβίωσης όπως όλοι οι άνθρωποι. Σκύβω με αφοσίωση σε ό,τι κάνω χωρίς ασφάλειες και βεβαιότητες κι ό,τι προκύπτει στη συνέχεια, το εισπράττω ως δώρο. Δε σκέφτηκα ποτέ ότι ίσως αλλού να είχα περισσότερες ευκαιρίες.
Μου αρκεί που έχει δημιουργηθεί ένα κοινό μεγάλο ή μικρό, που επιλέγει να παρακολουθήσει τις παραστάσεις μου και να διαβάσει τα βιβλία μου. Μεγάλα όνειρα και μακρόπνοα σχέδια δεν έκανα ποτέ. Αισθάνομαι ευτυχής που μπορώ και μοιράζομαι τη δουλειά μου.
Τι είναι αυτό που σας τρομάζει περισσότερο σε αυτήν την κρίση που ταλαιπωρεί τη χώρα μας;
Η κρίση υπήρχε εδώ και αρκετά χρόνια. Μιλώ για την βαθιά πολιτισμική και ηθική κρίση. Αυτό φοβάμαι περισσότερο κι από το οικονομικό αδιέξοδο. Την ηθική κατάπτωση. Αυτή την καλλιεργούσαν εντατικά, προβάλλοντας στην TV ανάμεσα σε ανούσια και γελοία κοινωνικά σχόλια και διαφημίσεις, τα σκάνδαλα και τις διαπλοκές σαν κάτι εντελώς φυσικό και ατιμώρητο. Πέτυχαν την απευαισθητοποίηση του κόσμου, χαλάρωσαν την υπευθυνότητα. Οι κυβερνόντες με το παράδειγμά τους μάς έκαναν εντατικά μαθήματα οχαδερφισμού. Κι έπειτα με τρεις υπογραφές, μας παραδώσανε στους δανειστές, οι οποίοι μας πέρασαν τη θηλιά στο λαιμό και τώρα σφίγγουν μεθ’ ηδονής.
Ο κοινός νους λέει ότι αν ήθελαν να μας σώσουν θα φρόντιζαν την ανάπτυξη και μέσω αυτής θα έπαιρναν τα χρήματά τους πίσω. Τώρα πλήττονται, μένουν στο δρόμο κι εξαθλιώνονται μεγάλες κοινωνικές ομάδες, που δεν έφταιξαν σε τίποτα. Οσο για τους δανειστές, το μόνο που βλέπω να παίρνουν στο τέλος είναι τα κουφάρια μας. Αλλά μήπως αυτός ήταν κι ο στόχος τους τελικά;
Υπάρχει κάποιο από τα ποιήματά σας που θα μπορούσε να βρει τη θέση του ως επίλογος σε αυτήν τη συνέντευξη;
ΠΕΡΙ ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑΣ
´Πανάκριβος ο φεγγίτης στο υπόγειο´…