Κενό γράμμα, αποτέλεσε για την ΕΑΣ Κυδωνίας-Κισάμου, το πόρισμα των ελεγκτών της Διεύθυνσης Οικονομικού Ελέγχου και Επιθεώρησης του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης. Ενα πόρισμα που προέκυψε
από εμπεριστατωμένους ελέγχους της Υπηρεσίας μετά από οδηγία του τότε γενικού γραμματέα
του Υπουργείου.
Ενα πόρισμα που έφτασε σε όλα τα βουλευτικά γραφεία, ήλθε εις γνώση φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης και φυσικά των διοικήσεων των Ενώσεων χωρίς όμως να υπάρξει κάποια ανταπόκριση. Σχεδόν 5 χρόνια μετά την έκδοση του πορίσματος η κατάσταση φαίνεται να παραμένει ίδια, διαιωνίζοντας την άσχημη κατάσταση του συνεταιριστικού κινήματος που ελπίζει τώρα να κάνει μια νέα αρχή μέσα από τη συνένωση των περισσότερων ενώσεων κάτω από τη “Σταφιδική Ενωση Χανίων”.
Οι υπάλληλοι του Υπουργείου πραγματοποίησαν ελέγχους στα λογιστήρια των τεσσάρων Ενώσεων (Μάλεμε, Χανίων, Κολυμβαρίου και Κισάμου), συγκέντρωσαν οικονομικά στοιχεία, μίλησαν με στελέχη των Ενώσεων και όχι μόνο.
Στα συμπεράσματά τους, οι λογιστές ανέφεραν μεταξύ άλλων:
«Ενα μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν και οι τέσσερις Ενώσεις είναι η δυσλειτουργία των λογιστηρίων τους με συνέπεια η λογιστική τους ενημέρωση να είναι ελλιπέστατη. Ο έλεγχος για την εξακρίβωση της λογιστικής ακρίβειας των διαχειριστικών πράξεων, της ακριβούς και ομαλής τήρησης των λογαριασμών καθώς και η έρευνα της νομιμότητας της διαχείρισης είναι πάρα πολύ δύσκολος.
Ισολογισμοί δεν έχουν συνταχθεί, οπότε δεν έχουμε ακριβή εικόνα των απαιτήσεων-υποχρεώσεων αυτών.
Είναι αδύνατον να ελεγχθούν οι πελάτες και οι προμηθευτές (δεν έχει γίνει μεταφορά υπολοίπων από χρήση σε χρήση) και να γίνουν διασταυρωτικοί έλεγχοι. Οι Ενώσεις στην προσπάθειά τους να ασκήσουν κοινωνική πολιτική (υψηλές τιμές στον παραγωγό για αγορά ελαιολάδου-πορτοκαλιού απ? ό,τι ίσχυαν στην ελεύθερη αγορά, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος εργατικών λόγω υπεράριθμου προσωπικού) έχασαν την πιστοληπτική τους ικανότητα και δημιουργήθηκε πλήθος άλλων παρενεργειών με συνέπεια:
α) τη μείωση της ανταγωνιστικότητας των εμπορευμάτων (λιπάσματα, διάφορα εφόδια) και
β) από την πώληση των προϊόντων της (ελαιόλαδο, πορτοκάλι, κρασί) λόγω υψηλής τιμής αγοράς και εργατικών αναγκαζόταν να διενεργεί εμπορικές πράξεις στο κόστος ή και χαμηλότερα, δημιουργήθηκαν υπέρογκα χρέη.
Ειδικότερα στην ΕΑΣ Κολυμβαρίου η πίεση για την κάλυψη των υποχρεώσεων
είχε σαν αποτέλεσμα τη λήψη μη αποτελεσματικών αποφάσεων (πώληση λαδιού στον στρατό κάτω του κόστους προκειμένου να μπουν στο ταμείο μετρητά), μη διερεύνηση της πιστοληπτικής ικανότητας των πελατών (επισφαλείς πελάτες), μη σωστή τιμολογιακή πολιτική, πολλά πιστωτικά εκπτωτικά τιμολόγια από την πώληση ελαιολάδου κ.λπ.»
Στο πόρισμα σημειώνεται επίσης πως «το 2000 που έγινε η ρύθμιση χρεών, το σύνολο των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς την ΑΤΕ ανερχόταν στο συνολικό ποσό των 5.643.376.479δρχ.. Η ρύθμιση όμως αυτή δεν έλυσε, στην πράξη, την έλλειψη ρευστότητας διότι όπως προαναφέραμε η διαχείριση των προϊόντων-εμπορευμάτων που διακινούσαν οι τέσσερις Ενώσεις δεν άφηναν κέρδη για να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς την ΑΤΕ, αλλά ζημιά με συνέπεια να επιδεινώνεται η οικονομική τους κατάσταση».
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
Οι ελεγκτές κατέληγαν και σε τρεις προτάσεις:
α) Την αποκατάσταση χωρίς άλλη καθυστέρηση της λογιστικής οργάνωσης και των τεσσάρων Ενώσεων (αφού συνεχίζουν να εργάζονται με αυτοτελή λογιστική) αφού αυτή συνδέεται άμεσα με τη διαχειριστική τάξη και τον εσωτερικό έλεγχο αυτών.
β) Την άμεση σύνταξη των ισολογισμών των Ενώσεων για τον προ και μετά την συγχώνευση χρόνο λειτουγία των, διαφορετικά θα πρέπει να γίνει χρήση της παραγράφου 5 του άρθρου 34 του Ν.2810/2000 όπου προβλέπεται ποινή φυλάκισης από 1 μήνα μέχρι 1 έτος στα μέλη του Δ.Σ. και στους αρμόδιους υπαλλήλους αυτών.
γ) Τον άμεσο έλεγχο των ισολογισμών και λοιπών οικονομικών καταστάσεων από Ορκωτούς λογιστές.
Μετά την τακτοποίηση των ανωτέρω προβλημάτων να διενεργηθεί οικονομικοδιαχειριστικός έλεγχος για τη διαπίστωση τυχόν αξιόποινων πράξεων από τις εκάστοτε διοικήσεις και υπαλλήλους».
Ελάχιστα πράγματα έγιναν από όσα προβλέπει και προτείνει το πόρισμα των Ελεγκτών και που προφανώς θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψιν από τους δημιουργούς του νέου συνεταιριστικού σχήματος, το οποίο είναι αναγκαίο για την πραγματική στήριξη του αγρότη-παραγωγού.
ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΑΠΟ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥΣ
«Εν μέσω της δύσκολης τούτης εποχής, ένα θεμελιώδες εργαλείο του αγροτόκοσμου βρίσκεται σε κίνδυνο. Αυτό είναι η συνεταιριστική περιουσία: κινητή, ακίνητη μα και η πιο σημαντική, η ίδια συνεταιριστική ιδέα και ηθική. Στον νομό μας, από νωρίς έγιναν προσπάθειες να αντιμετωπιστούν οι ληστρικές διαθέσεις των έμπορων και να εξορθολογικοποιηθεί η αγροτική παραγωγή μέσω της δημιουργίας κοινών υποδομών και του ελέγχου της εμπορίας από αγροτικούς συνεταιρισμούς» λέει ο Γιώργος Πρεκατσάκης, γεωπόνος και αγρότης στην περιοχή του Αλικιανού. Οπως αναφέρει ο κ. Πρεκατσάκης: «Σχεδόν κάθε χωριό είχε την αποθήκη του όπου λιπάσματα και ζωοτροφές συγκεντρώνονταν για να αγοραστούν από τους παραγωγούς. Δυστυχώς κομματικοί μηχανισμοί και ιδιωτικά συμφέροντα με ρουσφέτια, πελατειακές σχέσεις καταχρήσεις απαξίωσαν και εξευτέλισαν κάθε έννοια συνεργασίας. Την εποχή που ο κάθε κομπιναδόρος έμπορος τα “κονομούσε”, οι συνεταιρισμοί συσσώρευαν χρέη. Κράτος και τράπεζες (ΑΤΕ) ήθελαν το συνεταιριστικό κίνημα καταχρεωμένο για να μπορούν να το ελέγχουν. Μάλιστα η ΑΤΕ αυτή τη στιγμή αρνείται κάθε χρηματοδότηση της ΣΕΚΑΠ, στην οποία και είναι μεγαλομέτοχος, μέχρι να ολοκληρωθεί πλήρως η ιδιωτικοποίηση της συνεταιριστικής καπνοβιομηχανίας. Ομως μεγάλη ευθύνη για το χάλι αυτό έχει και η αδιαφορία των παραγωγών, που άφησαν το ίδιο το σπίτι τους ορθάνοικτο στις ορέξεις του κάθε αρπακτικού. Η απώλεια κάθε συλλογικής αξίας και η προβολή του ατομικού δρόμου από το υπάρχον ανταγωνιστικό σύστημα ως αυτού που εγγυάται την επιτυχία, οδήγησαν στον κανιβαλισμό της ίδιας μας της σάρκας. Τώρα όμως που τα πράματα ζόρισαν πολύ, όλοι αυτοί που για δικά τους συμφέροντα συντηρούσαν αυτή τη φαυλότητα (πολιτικοί και τράπεζες) κουνάν με στόμφο το δάκτυλο τους στη φτωχομεσαία αγροτιά και ύπουλα
μεθοδεύουν το ξεπούλημα της συνεταιριστικής ιδιοκτησίας. Ποια πρέπει όμως να είναι η απάντηση των συνεταιρισμένων παραγωγών σε όλους αυτούς; Καταρχήν ό,τι χτίστηκε με τον ιδρώτα των αγροτών, δεν μπορεί παρά να αξιοποιηθεί από τους ίδιους στην κατεύθυνση ικανοποίησης των αναγκών τους. Οι ίδιοι οι παραγωγοί είναι αυτοί που πρέπει να αναλάβουν πρωτοβουλία και συλλογικά να οργανώσουν την παραγωγική δραστηριότητα σε συνεργασία πάντα με κοινωνικούς φορείς και άλλους συνεταιρισμούς. Στην κατεύθυνση αυτή, η περιουσία των συνεταιρισμών από καταφύγιο της άγριας και ενίοτε εξημερωμένης φύσης, θα μετατραπεί σε πολύτιμο κοινωνικό πλούτο. Συγκεκριμένα, στον νομό μας συναντιούνται τέσσερα συνεταιριστικής η δημόσιας ιδιοκτησίας συσκευαστήρια εσπεριδοειδών και αβοκάντο καθώς και μια βιομηχανία χυμών. Από τα συσκευαστήρια αυτά μόνο το ένα δουλεύει και μάλιστα πολύ κάτω από το μέγιστο των δυνατοτήτων του (Ε.Α.Σ ΜΑΛΕΜΕ), ενώ τα υπόλοιπα έχουν μετατραπεί σε περιστερώνες και αποθήκες ιδιωτών. Θα μπορούσε λοιπόν να εκσυγχρονιστεί πλήρως το ήδη λειτουργικό συσκευαστήριο με χρήματα που θα προέρχονταν από την αξιοποίηση των υπολοίπων. Για να μην παρεξηγηθώ όταν λέω αξιοποίηση σε καμία περίπτωση δεν εννοώ πούλημα. Οι αγρότες που τόσο πολύ ανάγκη έχουν ένα επιπλέον εισόδημα, πρέπει ορθολογιστικά και με κοινωνικά πάντα κριτήρια, να μετατρέψουν τις άχρηστες αυτές πλέον υποδομές σε χώρους που θα εξυπηρετούν τις συλλογικές τους ανάγκες και θα προσφέρουν εργασία στους πιο οικονομικά αδύναμους. Μεταποιητήρια αγροτικών προϊόντων, αγροτουριστικές και εκπαιδευτικής φύσεως Εκθέσεις, χώροι έκθεσης λαϊκής και σύγχρονης Τέχνης, ακόμα και χώροι συνεστιάσεων όπου οι αγρότες καθώς τα παιδιά και οι γυναίκες τους θα μπορούσαν δημιουργικά να απασχοληθούν. Σε κάθε περίπτωση, οι συνεταιρισμοί έχουν ακόμα τη δυνατότητα να παίξουν ένα πολύ σημαντικό ρόλο και για τούτο χρειάζονται όλο το δυναμικό και ακόμα περισσότερο, τόσο της υλικής μα και της ηθικής τους περιουσίας. Οι συνθήκες των προηγούμενων χρόνων, μας απομάκρυναν και επέβαλλαν αγοραίες σχέσεις που δυσκόλεψαν τη συνεργασία μεταξύ μας. Η εποχή μας απαιτεί
αφύπνιση των συλλογικών μας αξιών και μαχητική διεκδίκηση του κοινού μας πλούτου, όχι για να τον βάλουμε στον τόκο ούτε για να τον παίξουμε στο χρηματιστήριο μα για να τον δουλέψουμε εις όφελος όλων μας.