16.4 C
Chania
Πέμπτη, 24 Απριλίου, 2025

ΤΟ ΤΡΟΠΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΣΣΙΑΝΗΣ

Το πρωτότυπο κείμενο και η μετάφρασή του από τον Κωστή Παλαμά

του Χαράλαμπου Μπουρνάζου

Γράφαμε, πριν από δύο δεκαετίες περίπου, Μεγάλη Τρίτη και τότε, σ’ αυτήν εδώ τη στήλη: «Το τροπάριο της Κασσιανής αποτελεί αναμφισβήτητα μια ευτυχισμένη στιγμή της ελληνικής ποίησης, όπου ο παλμός, το πάθος, το γνήσιο αίσθημα, η ενάργεια των παρομοιώσεων και η δύναμη της ποιητικής εικόνας το φέρνουν πλάι στα μεγάλα αριστουργήματα της χριστιανικής υμνογραφίας: τον ´Ακάθιστο Ύμνο´, τη ´Ζωή εν Τάφω´, το ´H Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει´, ιδιόμελα που ακούγοντάς τα σε παλιό, σεμνό εκκλησιδάκι, νιώθεις την ψυχική ευφορία του ταπεινού Μελωδού (6ος αιώνας). ´Κυματούνται μου τα σπλάχνα ου χωρεί μου την χαράν η ψυχή´».
Η Κασσιανή, Κασσία ή Εικασία, γεννήθηκε περί το 810. Ο κορυφαίος Γερμανός ελληνιστής και βυζαντινολόγος Καρλ Κρουμπάχερ (1856-1909), μελετητής της ζωής και του έργου της αναφέρει: «Η Κασσιανή υπήρξε μια σοφή και μοναδική γυναίκα, που συνδύαζε μια λαμπρή συναισθηματικότητα και μια βαθιά θρησκευτικότητα με μια δραστήρια ειλικρίνεια…».
Η Κασσιανή έγινε βέβαια ευρύτερα γνωστή από το προσφιλές τροπάριο, το οποίο ψάλλεται απόψε στους ναούς της Ορθοδοξίας, μαζί με μερικά άλλα ιδιόμελα, από τα πιο λυρικά θρησκευτικά κείμενα της θρησκευτικής μας ποίησης, που κι αυτά αναφέρονται στις «εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσες» νέες -και ωραίες βέβαια. Αχ, αυτή η ομορφιά της γυναίκας!- κοπέλες, οι οποίες μετανοούν και ακολουθούν την οδό της αρετής. Καθένα από τα ιδιόμελα αυτά έχει τη δική του ποιητική ομορφιά και χάρη. Όλα ψάλλονται απόψε, πριν από το τροπάριο της Κασσιανής. Δείγματος χάριν, παραθέτομε εδώ τους πρώτους στίχους μερικών απ’ αυτά:
«Πόρνη προσήλθε σοι, μύρα συν δάκρυσι, κατακενούσα σου ποσί…»
«Η πόρνη εν κλαυθμώ ανεβόα, οικτίρμον, εκμάσσουσα θερμώς τους αχράντους σου πόδας…»
«Υπέρ την πόρνην, αγαθέ, ανομήσας, δακρύων όμβρους ουδαμώς σοι προσήξα…»
«Η πρώην άσωτος γυνή, εξαίφνης σώφρων ώφθη, μισήσασα τα έργα της αισχράς αμαρτίας και ηδονάς του σώματος…»
«Το πολυτίμητον μύρον η πόρνη έμιξε μετά δακρύων…»
«Η απεγνωσμένη διά τον βίον… το μύρον βαστάζουσα. Μη με την πόρνην απορρίψης ο τεχθείς εκ παρθένου…».

Ακολουθεί κατόπιν το τροπάριο της Κασσιανής:
 «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή την σην αισθανομένη θεότητα μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει.
Οίμοι! λέγουσα, ότι νύξ μοι υπάρχει οίστρος ακολασίας ζοφώδης τε και ασέληνος έρως της αμαρτίας.
Δέξαι μου τας πηγάς των δακρύων, ο νεφέλαις διεξάγων της θαλάσσης το ύδωρ· κάμφθητί μοι προς τους στεναγμούς της καρδίας, ο κλίνας τους ουρανούς τη αφάτω σου κενώσει.
Καταφιλήσω τους αχράντους σου πόδας, αποσμήξω τούτους δε πάλιν τοις της κεφαλής μου βοστρύχοις· ων εν τω Παραδείσω Εύα το δειλινόν κρότον τοις ωσίν ηχηθείσα, τω φόβω εκρύβη.
Αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους  τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου; Μη με την σήν δούλην παρίδης ο αμέτρητον έχων το έλεος».

Η Κασσιανή, «κόρη ωραιοτάτη», κατά τον χρονικογράφο, της οποίας το κάλλος της μορφής μπορούμε να το φανταστούμε αν λάβουμε υπόψιν ότι τότε, στα 830 μ.Χ. δηλαδή, το παλάτι της Κωνσταντινούπολης, προκειμένου να εκλέξει τη σύζυγο του νέου βασιλιά Θεόφιλου (βασίλεψε από το 829 ως το 842) προκήρυξε καλλιστεία σε όλες τις επαρχίες της αχανούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι ωραιότερες κοπέλες, οι οποίες ανεδείχθησαν στα καλλιστεία αυτά, στάλθηκαν στη Βασιλεύουσα και την καθορισμένη ημέρα συγκεντρώθηκαν στη μεγαλοπρεπή αίθουσα των Ανακτόρων το Τρικλίνιον. Ο Θεόφιλος, με το χρυσό μήλο στο χέρι, περιφερόταν ανάμεσά τους, για να διαλέξει την ωραιότερη, την οποία θα έπαιρνε για γυναίκα του, ώσπου έφτασε στην Κασσιανή, που τον μαγνήτισε το κάλλος της μορφής της· κι ενώ είχε ήδη καταλήξει ότι αυτή θα ήταν η μέλλουσα σύζυγός του, θέλοντας να την πειράξει, της είπε εκείνον τον προσβλητικό για τη γυναίκα λόγο: «Ως άρα διά γυναικός ερρύη τα φαύλα», υπαινισσόμενος την Εύα και το προπατορικό αμάρτημα.
Και εκείνη, εικοσάχρονη κοπέλα, που η δύναμη της ομορφιάς την έφερε πρώτη υποψήφια αυτοκράτειρα, απάντησε υπερήφανα, πετώντας του κατάμουτρα το αυτοκρατορικό στέμμα και διασώζοντας την τιμή και την υπερηφάνεια της γυναίκας: «Αλλά και διά γυναικός πηγάζει τα κρείττω», υπανισσόμενη τη Θεοτόκο.
Το χρυσό μήλο βέβαια και τον θρόνο της αυτοκράτειρας τα κέρδισε η Θεοδώρα. Η ποίηση όμως εκέρδισε μια Κασσιανή, που τη «νεουργεί» και την εμπλουτίζει:
* Το «Δοξαστικόν απόστιχον των αίνων», που ψάλλεται απόψε στους ναούς της Ορθοδοξίας.
* Το «Τετραώδιον» του Μεγάλου Σαββάτου.
* Το πρώτο «Δοξαστικόν του εσπερινού των Χριστουγέννων» («επεγράφημεν οι πιστοί / ονόματι θεότητος»).
* Και πλήθος άλλων δοξαστικών, όχι μόνο του Θεού, αλλά και του Ανθρώπου, που του δόθηκε αυτή η χάρη της δημιουργίας έργων τέτοιας πνοής, που ξεπετάνε την ψυχή «ως επικλάδων αγκάλαις».

Τρεις αιώνες πριν «η νιοχεύων την των κινουμένων πνοήν», εκείνος ο ταπεινός Ελληνοσύρος μάγος του λόγου είχε καταθέσει την εισφορά του, μάλαμα ατόφιο στην τράπεζα των θησαυρών του ενιαίου ελληνικού ποιητικού λόγου:
«Ήλθε γαρ τις πτερωτός
και έδωκέ μου τα μνήστρα
μαργαρίτας τοις ωσί μου».

Και, από τον θρήνο της Σάρρας για το παιδί της:
«Συ μου φάος·
συ αυγή
εμών βλεφάρων·
σε ώσπερ άστρον
βλέπουσα λαμπρύνομαι
ω τέκνον μου·
συ βότρυς περκάζων
ακμάσας εις αμπέλου.
Ραντίσω τοις δάκρυσι
πάσαν την γαίαν
και συ συν εμοί.
Ασπάσαί με,
Ισαάκ, την τεκούσαν
και των ωδίνων
μήπω απολαύσασαν
και αποτρέχετε».

Αυτή την ποιητική παράδοση αναπαρθένευσε ο «οίστρος» ο ποιητικός της Κασσιανής, «μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν».

Η «Κασσιανή», βέβαια, δεν μπορούσε ν’ αφήσει ασυγκίνητους τους ανθρώπους των ελληνικών Γραμμάτων και των Μουσών, τους κορυφαίους μάλιστα, όπως τον Κωστή Παλαμά και τον Θεόφιλο Βορέα, αλλά και τον Ιωάννη Πολέμη, μείζονες ή ελάσσονες, του ποιητικού και του πεζού νεοελληνικού λόγου. Οι οποίοι μετέφρασαν την «Κασσιανή» ή εμπνεύστηκαν από το έργο και τον θρύλο της μοναδικής αυτής ποιήτριας της θρησκευτικής μας υμνογραφίας.
Εμείς εδώ θα αναφερθούμε στη μετάφραση του τροπαρίου την οποία φιλοτέχνησε ο Κωστής Παλαμάς, δημοσιεύοντάς τη μετά το πρωτότυπο, που καμιά μετάφραση, κανείς Παλαμάς, Βορέας, Πολέμης κ.λπ. δεν μπορεί να διασώσει και να μας μεταδώσει εκείνον τον παλμό, τον οίστρο του πάθους, τον οδυρμό και τον σπαραγμό της νέας μοναχής γυναίκας. Ο Παλαμάς, ο «ερωτοπλάνταχτος γυναικολάτρης», κατά τον αυτοχαρακτηρισμό του, που η πολύτομη ερωτική του αλληλογραφία θυμίζει, κάποιες στιγμές, τον «πυρετώδη ηδονισμό», για να χρησιμοποιήσομε μια φράση που γράφτηκε για το «Όφις και Κρίνο», το πρώτο βιβλίο του Καζαντζάκη, όταν κι αυτός, τότε (1906), γαύρος και λαύρος για τη Γαλάτεια, το μόνο που ζητούσε από τον κόσμο ήταν: «την Γαλάτειαν και μίαν καλύβην»!
Γράφει ο Παλαμάς για τη μετάφραση του τροπαρίου της Κασσιανής: «Το στροφικά μετασχηματισμένο στ’ αργαστήρι μου τροπάρι της βυζαντινής καλόγριας, ψάλτρας [που] σφραγίζει τη σειρά [των ποιημάτων από τους «Βωμούς»], δίνοντας κασσιανισμός και τ’ όνομα στο περιοδικό παράδαρμα στον πλατειά ζοφερό κύκλο των κολασμένων για μένα τραγουδιών αυτών που αποτελεί κυριότατα το τιτλοφορημένο ατομικό στοιχείο του όλου μου τραγουδιού […] ονόμασα κασσιανισμό τον πυρετό που φλέγεται στα ποιήματα της σειράς».
Στους «Βωμούς» ο Παλαμάς περιλαμβάνει και τους εξής χαρακτηριστικούς στίχους:
«Με της Κασσίας καλόγριας
τα δάκρυα, τα τροπάρια
κλαίω, βρέχω, φιλώ τ’ άχραντα,
πόρνη, του θείου ποδάρια.
Ξεπλέκω ολόμαυρα ύστερα
μαλλιά, τα κρίματά μου,
για να σφουγγίσω τ’ άχραντα
ποδάρια του έρωτά μου».

Ιδού τώρα η μετάφραση του τροπαρίου της Κασσιανής, όπως το επεξεργάστηκε «στ’ αργαστήρι» του ο Παλαμάς:
«Κύριε, γυναίκα αμαρτωλή, πολλά
πολλά, θολά, βαριά τα κρίματά μου.
Μα Κύριε, πως η θεότης Σου μιλά,
μέσ’ στην καρδιά μου!

Κύριε, προτού σε κρύψ’ η εντάφια γη
από τη δροσαυγή λουλούδια πήρα
κι απ’ της λατρείας την τρίσβαθη πηγή
σου φέρνω μύρα.

Οίστρος με σέρνει ακολασίας… Νυχτιά
σκοτάδι, αφέγγαρο, ανάστερο με ζώνει,
το σκοτάδι της αμαρτίας, φωτιά
με καίει, με λιώνει.

Εσύ που από τα πέλαα τα νερά
τα υψώνεις νέφη, πάρε τα Έρωτά μου,
κυλάνε, είναι ποτάμια φλογερά
τα δάκρυά μου.

Γείρε σ’ εμέ. Η ψυχή μου πως πονεί!
Δέξου με Εσύ που δέχτηκες και γείραν
άφραστα ως εδώ κάτου οι ουρανοί
και σάρκα επήραν.

Στ’ άχραντά Σου πόδια, βασιλιά μου
Εσύ, θα πέσω και θα στα φιλήσω
και με της κεφαλής μου τα μαλλιά
θα στα σφουγγίσω.

Τ’ άκουσεν η Εύα μέσ’ στο αποσπερνό
της παράδεισος φως ν’ αντιχτυπάνε,
κι αλαφιασμένη κρύφτηκε… Πονώ,
σώσε, έλεος κάνε.

Ψυχοσώστ’ οι αμαρτίες μου λαός
τ’ αξεδιάλυτα ποιος θα ξεδιαλύσει;
Αμέτρητό Σου το έλεος, ο Θεός!
Άβυσσο η κρίση».
Αναγνώστες μου αγαπημένοι,
καλή Ανάσταση!


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα