Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Ποιητές και ριμαδόροι σχολιάζουν την επικαιρότητα

Εμβολιαστές
και αντιεμβολιαστές
Θα σας πω την άποψη μου, που μου φαίνεται σωστή
ό,τι λέει η επιστήμη πρέπει να εισακουστεί.
Η κυβέρνηση του τόπου, εις τον δύσμοιρο λαό
μόνο το καλό μας θέλει, όρκο παίρνω στον Θεό.
Μόνο για ψηφοθηρία ή για άλλο της συμφέρον,
για συμφέροντα του τόπου, τι θα έκανε δεν ξέρω.
Μα χωρίς και δίχως άλλο τάσσεται με τον λαό
στον αγώνα τον μεγάλο με τον κορωνοϊό
ήρθαν κάτι Τσαρλατάνοι, ως και λίγοι κληρικοί.
Κόντρα κάνανε ένα κόμμα “Αντιεμβολιακοί”
είναι αποδεδειγμένο, σίγουρα και δίχως άλλο
μόνο εμβόλιο αντιστέκει στον εχθρό μας τον μεγάλο.
Ίσως δεν τα καταφέρνει εκατό τοις εκατό
κι εφτακόσια τοις χιλίοις γίνεται δεχτό κι αυτό.
Γίνεται συχνά στις μάχες να υπάρχουν Εφιάλτες
μα και ήρωες υπάρχουν και κερδίζουνε τις μάχες.
Είναι αυτοί οι Εφιάλτες που αυξάνουν τα κακά
μα αρνητικά προσφέρουν κι όσοι δρουν παθητικά.
Όταν ένα τοις χιλίοις παρενέργεια υπάρχει,
τα εννιακόσια ενενήντα εννιά την κερδίζουνε τη μάχη.
Ό,τι λέει η επιστήμη πρέπει να το σεβαστούμε
και από τους τσαρλατάνους πρέπει ν’ απομακρυνθούμε.
Επιστήμη κι εκκλησία και κυβέρνηση μαζί
το εμβόλιο συνιστούνε, δεν το θέλουν οι χαζοί.
Ένας βλάκας πρώτα- πρώτα έριξε τρελή ιδέα,
μα χιλιάδες κι άλλοι βλάκες τη θεώρησαν σπουδαία.
Ό,τι λέει η επιστήμη πρέπει να’ ναι σεβαστό,
κι ό,τι είπε ένας βλάκας, το ‘βρηκαν πολλοί σωστό.

Κανάκης Ι. Γερωνυμάκης

Εραστής του απόλυτου

Εραστής του απόλυτου μια ζωή
απογοητεύομαι απ’ την πραγματικότητα.
Το σύμπαν του εγκεφάλου δουλεύει
ασταμάτητα κι όλο απειρίζεται.
Πάνω στο χαρτί είδα τους φόβους
και τις ανασφάλειες μου.
Μέσα μου, γκρίζα και νεφελώδης μέρα.
Πλέκω με τα δάκρυα μου απόχη
του πόνου, για να μαζεύω τους βυζαντινούς
ιχθύες και να παίρνω κουράγιο.
Το θυμικό μου είναι ευαίσθητο και
το επιθυμητικό ποθεί τον έρωτα.
Οι λογικοί μαθηματικοί θα περιμένουν
καθώς εγώ θ’ αποδεικνύω πως το αξίωμα
της επιλογής είναι λάθος.

Στυλιανός Γ. Ξενάκης

Κι όλο αναβάλλω…
Πώς να σου πω αντίο αγαπημένη
και πώς χωρίς εσένανε να ζήσω,
σαν πια δε θα μπορώ να τραγουδήσω
στου χρόνου τη φθορά υποταγμένη;

Δεν το περίμενα πως στην καρδιά μου
θα μπει να κάμει κατοχή ο χρόνος
παραμερίζοντας σε, κι αυτός μόνος
γύρω μου ν’ αφεντεύει και βαθιά μου.

Πίστευα πάντα πως θα τον νικήσω
πως δε θ’ αφήσω μες στα τρίσβαθα μου
να μπει και να με κάμει να σιωπήσω…

Μ’ αγάλι- αγάλι, με τραβά κοντά του
κουρσεύει την ψυχή μου, την καρδιά μου,
με το ψυχρό, το στείρο αγκάλιασμα του…

… Κι όλο αναβάλλω να σου πω αντίο
Μούσα γλυκιά, πιστή συντρόφισσα μου
μ’ ένα πικρό του χωρισμού ελεγείο…

Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη

Το κάδρο

Στο ίδιο κάδρο βρίσκονται
οι άνθρωποι στον κόσμο
μα ο καθένας του τραβά
τον εδικό του δρόμο.

Άλλοι ανεβαίνουνε ψηλά
κι άλλοι πιο κάτω μένουν.
Άλλοι πηγαίνουνε μπροστά
και άλλοι περιμένουν.

Και μες στο διάβα της ζωής
στη νύχτα και στη μέρα
χωρίσαμε τους δρόμους μας
δε λέμε καλημέρα!

Περήφανα βαδίζουμε
και κλέφτικα σφυράμε
κι αν συναντήσουμ’ άνθρωπο
τα μάτια αλλού γυρνάμε.

Μα πού θα φτάσ’ ο άνθρωπος
και πού θα καταλήξει;
Πότε θα βρει το δρόμο του
και ριζικά θ’ αλλάξει;

Αν λίγο- λίγο έγερνε
ο ένας εις τον άλλο
θα ήταν όλα όμορφα
με όφελος μεγάλο!

Τότε τα μάτια θα ‘σμιγαν
τα χείλια θα γελούσαν
θα σπαρταρούσαν οι καρδιές
γλυκά θα κελαηδούσαν.

Λουλούδια θ’ άνθιζαν παντού
σε κάμπους και λαγκάδια
και ένας ήλιος λαμπερός
θα ‘σβηνε τα σκοτάδια.

Όλος ο κόσμος θα ‘τανε
σφιχτά αγκαλιασμένος
σε ένα κάδρο όμορφο
με άνθη στολισμένο.

Δημήτρης Δασκαλάκης
συντ/χος δάσκαλος

Φάμπρικες

Φάμπρικες λέγαν οι παλιοί, μικρά ελαιουργεία,
π’ υπήρχαν σ’ όλα τα χωριά και με τελετουργία
άλεθαν τον καρπό τσ’ ελιάς και βγάζανε το λάδι,
που ‘τρώγαν οι προγόνοι μας και φέγγαν στο σκοτάδι.
Σαν όνειρο μου φαίνεται, όμως θυμούμ’ ακόμη,
εν λειτουργία μερικές, ώσπ’ άλλαξαν οι δρόμοι.
Τ’ ελαιουργεία ήρθανε κι αφήσανε στη μπάντα,
τις φάμπρικες που στα χωριά, ήταν’ μεγάλ’ αβάντα.
Κάθε μεγάλη γειτονιά, είχε και τη δική της,
όλους να τσ’ εξυπηρετεί, έγνοια μοναδική της.
Μέρα και νύχτα δούλευαν, για να τα καταφέρουν
και το λαδάκι ύστερα, στην πόρτα μας να φέρουν.
Με γαϊδουράκ’ η άλογο, το κουβαλούσαν σπίτι,
του καθ’ ενός παραγωγού, σήμερα μακαρίτη.
Σε ντίνες τ’ αποθήκιαζαν, αλλά και σε πιθάρια,
μα τώρα δεν ακολουθούν, των παλαιών τα χνάρια.
Ζώα κι ανθρώποι γύριζαν, ετότε το πασούλι,
που τους ντορμπάδες πίεζε κι έβγαζαν το… μαξούλι.
Το ‘βλεπες ολοκάθαρα, σιγά σιγά να τρέχει,
ότι τα μάθια σου θωρούν, άλλη αξία έχει.
Τώρα τα εργοστάσια, δουλεύουν μ’ άλλο τρόπο
και βγάζουνε το λάδι μας, χωρίς περίσσιο κόπο.
Τα σύγχρονα συστήματα, καμιά δεν έχουν σχέση,
με παλιστέρων εποχών, αρέσει δεν αρέσει.
Από πλυντήρια περνούν και καθαρίζουν πρώτα
και ύστερα αλέθονται, χωρίς πολύ ιδρώτα.
Ρόλο μεγάλο παίζουνε κι οι διαχωριστήρες,
καλά το καθαρίζουνε, να μην υπάρχουν φύρες.
Ζεστό καρβέλι βούταγαν, στη λίμπα με το λάδι
κι έτρωγε όλ’ η εργατιά, για κολατσιό και βράδυ.
Μα τον αγώνα να σκεφθείς, του εργοστασιάρχη,
να βγάλει όλων τις ελιές, όταν βεδέμ’ υπάρχει.
Από τσουνάτες ως λιανές, βρίσκουνται κάθε χρόνο,
υγεία και καλή καρδιά, αυτό να λέμε μόνο.

Εννιαχωριανός

 

Ήτονε χοχλιδοβραδιά

Βρέθηκα μιάν αργαδινή, απάνω σ’ Ακρωτήρι
εθάρρουνα πώς είμουνε σε σκόρπιο πανηγύρι.
Οι χοχλιδάδες ήτουνε σε ούλα τα χωράφια
στα χέρια τους βαστούσανε φακούς γη φαναράκια.
Ούλοι μαζώνανε χοχλιούς που λέμε σαλιγκάρια
πούχανε μετά τη βροχή στα βράχια στα κλωνάρια.
Πιάνανε ούλες τσι πλαγιές ετρώγανε τα φύλλα
εβγαίνανε και στσι μηλιές δοκίμαζαν τα μήλα.
Όπου ήτανε τα κηπικά τρώγανε τα μαρούλια
πράμα δεν τωνε γλύτωνε μόνο τα πελεκούδια.
Έτσι δα τσι μαζώνανε πολλοί χοχλιδολόοι
και εγλυτώναν τα φυτά τα κηπικά ντους ούλοι.
Κατέμε ούλοι οι χοχλιοί καλοί ‘ναι στην υγεία
μαζώνουνε και τρώνε τζοι σε κάθε ευκαιρία.
Χαντώ πως είν’ εισόδημα για όσους τσοι μαζώνουν
γιατί τσοι βάνουν στη δρόσια, ψήνουν γιατρούς γλυτώνουν.
Τα σαλιγκάρια τρώγουνται θαρρώ σ’ ούλες τσι χώρες
αυτά όμως δε βρίσκουνται όποιες τα θέλεις ώρες.
Επά τσι ψήνουν τσι χοχλιούς σύντομα στο τηγάνι
με λίγο ελαιόλαδο που ούλ’ η Κρήτη βγάνει.
Πολλά καλός είναι μεζές για νιούς και μερακλήδες
πού πίνουν ντόπιο κρασί μα δεν είναι μπεκρήδες.
Χοχλιοί που βρίσκουν επαδά έχουν λίγες θερμίδες
τρώγουνται και ξοδεύουνται από τσοί μουστερήδες.
Και επιστήμη χημικών εδούλεψε το είδος
κι εδά πολύχρονες γενιές, κάνουν δέρμα νεανίδος,

Μαδαρίτης


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα