Το Μιχαλιό δε τον έβανε ο τόπος ποθές. Όπου επήγαινε ακόμη και στο σπίτι ντου εκάθιζε λίγα-λίγα για να φάει, να πιεί κι απόεις έφευγε σαν και να τονέ κυνηγούσανε. Η γυναίκα ντου εκακόβανε και πως σε λιγάκι καιρό δε θα τονέ θωρεί να κείτεται δίπλα τση τσι νύχτες, ετσά λογιός που ελάλιε.
Οι κουβέντες του κι’ ευτές ήτονε, απού λιγιάς μισές και κακορίζηκες. Τσι λένε και τσι ξαναλένε για να τη κάμουνε να ξιπνήσει και να δεί την’ αλήθια. Πως’ οντέ γκαύγει για τη χώρα τονέ θορούνε να μπαινοβγαίνει, κορδιστός και χαμογελαστός σ’ ένα χαμόσπιτο, με μιαν’ αυλή γεμάτη με γιασεμιά και πολλών λογιό ροδαρές, απού κουζουλένουνε τσι περατάρηδες ετσά που λουλουδίζουνε και μυρίζουνε. Γι’ αυτό χάνετε ευτός αλλού κι’ αλλού κι’ αλλού αλωνεύει και είμαι σα να μην’ υπάρχω γι’ αυτόν; Οντέν’ είναι να τονέ ταίσω, να τονέ ποτίσω, να τονέ καληκώσω και να τονέ ξεγανιάσω με θορεί και με θυμάτε μόνο. Οι γωνιοί μου με τσουρίσανε, άξιο το μιστόντονε, που δε μπορώ αν δε το πώ, εσκέφτουντανε κι’ εμαράζωνε μέρα, με τη μέρα η άτυχη. Και τα μάθιαντσι ετρέχανε χωρίς στεμό οσάν τσι κουτσουνάρες των κεραμιδιών του σπιθιούντονε που ήτονε και σε κακό χάλι. Απού την’ αδιαφορία του Μηχαλιό.
Δε την’ έφτανε ευτός παρά είχε και τη μάναν του, να μεταπατεί ούλη την’ώρα οπίσο τσι, πέρα-πόδες, μέσα κι’ όξω σα το βλεπέ, να τσι παρακατσεύει και να τσι βαταλαλεί για το κάθε πράμα. Χωρίς να βάνει, τα χέρια τσι, μ’ ούτε σε νερό. Παρά τα περιμένανε, ο κανακάρηςτσι κι’ εαυτό π} ή ούλα απού τα διό τσι χέρια. Χωρίς ποτές να τσίχουνε πεί μπάρε μου και μια καλή κουβέντα. Ότι δε τσ’ άρεσε τσι μάνας του το σούχλιζε του γιούντσι για να τή βάλει μπροστά και να τσι λουτρουίσει τα σέρν ‘ η παρασίρα.
ΟΙ γωνιοίτσι εγλακούσανε για να μη χάσουνε το κελεπίρη να τη καληκώσουνε με τούτονά το πρότο λαχείο. Να μη τονέ κακολαλίσει, η κοπελιά ντονε και ήστερα δε θαν’ είχανε είντα θα τη κάμουνε. Κι’ άς’ μη των’ είχε δοσμένα αφορμές, παρά ετσά τσι λάλησε η κεφαλήντονέ. Τη τσουρίσανε μάνι, μάνι μ’ έναν ετσά λογιός παρακατιανό και κακογηναικά κι’ απού σόϊ ξακουστό για τσι πρόβες ντονέ. Άν’ είχαν’ είναι νηκοκηροκόπελο να κητάζει το σπίτιντου και τη δουλιάντου κι’ απού καλή σπιθιά, καλοδιαταγμένο, δεν θαν’ είχα κανένα παράπονο για τ’ αποδέλιπα που ξημερώνει η ζωή.
Άχι μορέ Μηχαλιό καλιά να με σπρώχνανε κάτω, απού το κούμαρο το γκρεμνό παρά να με ρίξουνε σε τέθια σφιγκοφωλιά μέσα να μη κατέω είντα θα γεννώ και που θα δόσω. Μόνο να στολίζετε, να σιναμαζώνει, ότι γεννήματα είχε ο μαγαντσές και να παίρνει δρόμο για τη χώρα ήτονε και είναι απούντα τον’ επήρα. Τη παιρίπαιζε πως’ έχει επείγουσα στραθιά τη μιά, σε κουμπαριά, την’ άλλη σε σιντεκνιά και πως δεν’ έπρεπε να ξελίπει κι’ απού τα πανιγίρια γιατί ήτονε λέει κι’ απού τσι πιά πολύ καλούς ψάλτες, και των’ ελαγωνεύανε, ούλοι οι παπάδες για να τσ’ αποφανίζει. Επειδή έψελνε σαν και τον’ άγγελο που εκατέβαινε απού τον’ ουρανό στο ψαλτήρη.
Όμως ετούτηνέ. Τη φορά εσκραφνήστηκε μιαν’ άλλη αιτία να περιπαίξει χωρίς έλεος τη γυναίκα ντου. Άρχηξε ν’ αγκομαχεί, να πέφτει και να σηκώνετε ούλη την’ ώρα στο στρώμα, να σκληρίζει0 ώρες και φορές και να κάνει σαν το κουζουλό, επειδή επόνιε ούλο του το κορμί λέει. Ετσά που τον’ εθόριε η μάνα ντου τόσονά αρωστάρη, τσίρχουντανε να μπλαντάξει. Τον’ εχάδευε και τονέ βαγιοκλάδιζε, μη τυχόν και τσι πάθει πράμα το παιδάκιτσι που τόχε ένα και μοναχό. Την’ ώρα που μια φορά εμπείκε και φώνιαζε χωρίς στεμό, έκλησε και τ’ αμάτι, ο αθεόφοβος τσι μάνας του, για να καταλάβει πως το κάνει ψώματα και να μη στενοχωράτε. Κι’ ευτή άρχηξε ήστερα να τονέ ρωτά και να τονέ ξαναρωτά που πονεί για να τονέ γιατροσοφίσει και να του περάσει μονομιάς ο πόνος. Επαιριπαίζανε μάνα και γιός το παιδί μιας’ άλλης Μάνας που τόριξε η τύχη ντου στα νύχια ντονε, να δινοπαθείσει.
Στενοχωρημένη ετσά που τον’ εθόριε να πονεί τον’ ετοίμαζε να πάει στο νοσοκομείο, να κηταχτεί, να κάμει ούλες τσ’ εξετάσεις κι’ εμπόριε λέει να τονέ κρατίξουνε κι’ όλας. Δεν’έφαε πράμα για θα του παίρνανε αίμα να το εξετάσουνε. Τούβαλε κάμποσες αλαξιές νηκοκερεμένα ρούχα και τον’ αναβάστα τρομαριασμένη μη τσ’ αποθάνη, για να πληθεί και να ντηθεί. Τούδωκε κι’ ένα γαζοζομπούκαλο και το γέμισε με το πρωϊνό ψιλό ντου νερό, το τάποσε καλά και τόθεκε απάνω στο τραπέζι να το πάρει κι’ ευτό οντέ θα φεύγει για να το εξετάσουνε μπανάχει προστάτη και τονέ ξεκάμει. Η μάνα ντου μέσα, όξω των ακλούθιε και εκαταχτίπα μόνο το μπαστούνι τσι κάνοντας για ούλα μόνο κουμάντα.
Πάντατσι αγάπα το κρασί κι’ όπου τόβρισκε δεν’ έκανε ποτές τη περίφανη τόπινε μονορούφι σαν και νάτονε νερό. Ετσά πούδε απάνω στο τραπέζι το γαζοζομπούκαλο νάνε γεμάτο με το ψιλό νερό του Μηχαλιό να λαχτινίζει, σαν το κρασί, τ’ αρπά με μιά κι’ άρχηξε να το μπιρμπινίζει χωρίς αναπνιά Όσπου τσι το κατέβασε ούλο μ’ ένα παράξενο στραβομουτσούνιασμα. Γερά-γερά ξεροκαταπίνοντας εμπήκε και των’ εφώνιαζε, χαμηλοφτερουγιασμένη.
Άν’ είναι τούτονά που είπια το φετινό σας κρασί, να το κητάξετε , γερά-γερά να δείτε είντάχει και πως θα το νηκοκερέψετε, γιατί θα σα σε ξιδιάσει και θα πάνε οι κόποι σας ανεμόφαντοι. Θα το φκεραίσετε ούλο στο ποταμό. Εχτός Ανέ θέλετε να το κάμετε ξίδη ετόσονά πολύ μαξούλη μα κι ‘ευτό δε θα λέει πολλά πράματα…