Πέρυσι το καλοκαίρι, στο καφενείο, με συνοδεία τον καφέ και την τσικουδιά τα λέγαμε με μια καλή παρέα. Το θέμα, ποιοι κλέφτανε στην Ασηγωνιά τα παλιά χρόνια, και υπήρχαν Ασηγωνιώτες που δεν έφαγαν κλεψίμιο κρέας. Ανάμεσα στην παρέα και ο Σταυρουλογιάννης, από το Περαχώρι, που πήρε το λόγο.
– Δε γατέω μα θαρρώ καλά λίγοι ήτανε αυτοί απού δεν εφάγανε κλεψίμιο. Μπορεί και κανένας, α δεν ντου δώκανε κιανένα κομμάτι γιατί δεν εκατέχενε να κλέψει, εφάενε κλεψίμιο σε κιανένα γάμο, και δε ντο καταλάβενε. Ετσά και μενα, οπού ‘θελα μα παντήξει ο Μπικογιώργης, μου το λέγενε. «Ετάισά σε Γιαννιώ μια φορά κλεψίμιο, και πράμα δεν εκαταλάβες.
– Ε! Πες μας σύντεκνε την ιστορία από την αρχή, μα κοντά στο μαγνητοφωνάκι!
Εγώ ήμουνα μιτσό κοπέλι. Θα ‘μουνα δε θα ‘μουνα κιαμιά δέκαρε χρονώ. Έπεψέ με ο πατέρας μου να φέρω έναν οζό απού το ν’ Ασφεντιληδέ. Εκειά είχαμε ένα κοπαδούλι οζά κειαμιά εικοσάρε. Επήγα εκειά κι εβρήκα το Γιώργη και το Νικολή, δυο παλιούς βοσκούς, να ξανοίγουνε να βάλουνε σε ένα υποστεγάκι ένα κοπαδούλι οζά. Όταν πήγα κοντά με ρωτήξενε ο Γιώργης :
– Γιαννιώ, να ‘ρθει θέλει ο πατέρας σου επα σημερα;
Ο Γιώργης ρώτηξε γιατί ήξερε πως ο πατέρας μου ήτανε από τσοι καλά λίγους που δεν έκλεφτε. Ο Σταυρουλογιώργης ήτανε βοσκός με λίγα πρόβατα. Ενώ ο πατέρας του ήταν από τους λίγους καλούς μαστόρους της περιοχής. Η ειδικότητά του ήταν να πελεκά μυλαράκια για τις φάμπρικες – ελαιουργεία της εποχής. Μάλιστα μου είπαν πως κάποια εποχή τον κάλεσαν από την Ανώπολη να πελεκήσει δυο μυλαράκια. Ο γιος του όμως ο Σταυρουλογιώργης, σε αντίθεση με τον αδελφό του τον Σταυρουλοβαγγέλη, που ακολούθησε την τέχνη του πατέρα του, έγινε βοσκός. Ήταν από τους λίγους Ασηγωνιώτες βοσκούς που ήταν βοσκός χωρίς να είναι κλέφτης!
Μόλις πλησίασε ο Γιάννης κοντά, παρατήρησε πως οι δυο τους προσπαθούσαν να βάλουν το μικρό κοπάδι στο σπιτάκι. Ήταν καμιά δεκαριά πρόβατα που προφανώς τα είχαν αρπάξει από κάποιο κοντινό χωριό. Ίσως από τα κάτω μέρη. Μόλις πλησίασε το κοπέλι, τον ρώτησε ο Γιώργης αν θα έρθει ο πατέρας του. Ήξεραν πως ο Σταυρουλογιώργης δεν έκλεβε και ήταν εναντίον της ζωοκλοπής.
– Γιαννιώ να ‘ρθει θέλει σήμερα ο πατέρας σου επά;
– Όι Γιώργη δεν έρχεται. Εμένα επέψενε να του πάω ένα οζό από τα οζά μας.
– Α καλά, έλα πα να μασε βοηθήσεις να βάλωμενε τούτανε τα οζά στο σπιτάκι.
Όταν πήγε πολύ κοντά μια δυνατή μυρωδιά από βραστό κρέας κτύπησε τα ρουθούνια του! Είχαν σφάξει φαίνεται ένα οζό και έβραζαν σε ένα γκαζοντενεκέ ένα μισάδι. Παράλληλα είχαν πετάξει στα κάρβουνα το συκώτι.
Επεινούνε γιατί είχα φαωμένα βλήτα στο σπίτι μας. Ο Γιώργης το κατάλαβε γιατί εξάνοιγα συνέχεια όθε ντη φωθιά και έβγαλε ένα μεγάλο κομμάτι σκώτι και μου το δώκενε.
– Γιαννιώ φάε το σκώτι, και όπου να’ναι θα ψηστεί και το κρέας. Μα μην το πεις κιανενός. Το οζό ειναι δικό μου και το έσφαξα να το φάμενε!
Εγώ βέβαια το κατάλαβα αμέσως πως τα οζά ήταν κλεψίμια, μα είντα ‘θελα κάμω, επείνουνα σα ντο λύκο!
– Όι Γιώργη δε ντο λέω γω ποθές. Τον καθησύχασα. Μα δώμου άλλο ένα κομμάτι σκώτι.
Γράφοντας, θυμήθηκα μια παλιά δικιά μου ιστορία. Είμουνα μιτσό κοπέλι – ίσως να είχα τότε τα χρόνια του Γιάννη – και έκανα τις δίμηνες καλοκαιριάτικες διακοπές μου στο σπίτι του παππού μου του Σήφη και της γιαγιάς μου της Αριστέας. Ήταν Κυριακή και θα ερχόταν ο π. Μανώλης για την λειτουργία.
Εγώ κοιμόμουν ή έκανα πως κοιμόμουν, για να μην πάω στην εκκλησία. Όμως η γιαγιά Αριστέα είχε διαφορετική γνώμη, και προσπαθούσε να με ξυπνήσει!
– Σήκω Σηφαλιό μου γιατί ξεκίνησε η λειτουργία.
Εγώ στριφογύριζα και έκανα πως κοιμάμαι βαθιά. Το πήρε χαμπάρι ο παππούς ο Σήφης που είχε διαφορετική γνώμη από τη γιαγιά.
– Άσ’το μπρε Αριστέα το κοπέλι να κοιμηθεί, μα ΕΧΕΙ ΚΑΙΡΟ ΝΑ ΑΓΕΙΑΣΕΙ!!
Βέβαια η γιαγιά δεν το έβαλε κάτω και τελικά έγινε το δικο της και σηκώθηκα να πάω στην εκκλησία.
Αυτό πιστεύω να σκέφθηκε και το Γιάννης που ενώ ήξερε πως ήταν κλεψίμιο το κρέας το έφαγε. Από τότε όπου τον συναντούσε ο Γιώργης του το υπενθύμιζε!
– Ετάισά σε κλεψίμιο κρέας και πράμα δεν εκατάλαβες!
Τελευταία τον απάντηξα στον Ασφεντιληδέ και μου το ξανάπε!
Αυτή τη φορά του απάντησα.
– Όι Γιώργη εκάτεχά το πως ήτανε κλεψίμιο το κρέας, μα δεν εσκέφτηκα πράμα, γιατί η μυρωδιά από το καρβουνιασμένο σκώτι ήτονε πλια μεγάλη από την αμαρτία που θα ‘κανα.
Από τότεσας δε μου ξανάπενε πράμα.