«Ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου». Γίνεται πανηγύρι στον ουρανό «επί ενί μετανοούντι».
Στο σπίτι του πατέρα υπάρχει ζωή και χαρά, είναι όλοι ευχαριστημένοι. Όλοι περνούν καλά αφεντικοί και δούλοι.
Ο μικρότερος υιός δεν θέλει αυτή την ζωή της πατρικής εξάρτησης.
Ζητά και παίρνει το μερίδιό του στα χέρια του και φεύγει σε μακρινή χώρα.
Οι αμαρτωλοί ζουν μακριά του Θεού.
Στην αμαρτία ξοδεύει την περιουσία του πατέρα και σύντομα καταντά βοσκός χοίρων με αμοιβή μόνο να τρώει και ο ίδιος από τις τροφές των χοίρων.
Σε αυτό το κατάντημα θυμάται το σπίτι του πατέρα και το ψωμί που περισσεύει ακόμα και στους δούλους.
Σε αυτό το κατάντημα παίρνει τη μεγάλη απόφαση της επιστροφής στον πατέρα.
Λειτουργεί την ανάμνηση της πατρικής Εδέμ που διαφυλάχτηκε στην ψυχή του ασώτου και από εκεί άντλησε τη δύναμη της μεγάλης και λυτρωτικής απόφασης της μετάνοιας.
Όλοι οι άνθρωποι έχουμε αυτή την ανάμνηση αποθηκευμένη στο βάθος της υπάρξεώς μας, την οποία καλούμαστε να ενεργοποιούμε προκειμένου να πάρουμε απόφαση μετάνοιας. Κάτι έχει μείνει από τη ζωή του παραδείσου, των προγόνων μας, πριν την πτώση.
Να ξυπνήσουμε μέσα μας τον έρωτα του παραδείσου που είναι δύναμη για τη μεγάλη και σωτήρια απόφαση της μετάνοιας.
Χαιρετίζομεν τον άσωτο ότι στο πάθημά του έζησε αυτή την έκρηξη της ανάμνησης μέσα του, θυμήθηκε το σπίτι του πατέρα και άμεσα παίρνει την απόφαση της επιστροφής, της συγγνώμης, της καταλλαγής, της πλήρους εγκατάλειψης στη στοργή του πατέρα. Αυτά γίνονται από τη μεριά του ασώτου. Τι γίνεται από τη μεριά του πατέρα: υπάρχει αναμονή. Ο πατέρας περιμένει την επιστροφή του παιδιού του. Για τον πατέρα ο άσωτος δεν είναι άσωτος. Είναι το παιδί του, το οποίο αγαπά και το περιμένει να γυρίσει.
Έτσι τον βρίσκει ο άσωτος. Να τον αναμένει με ανοιχτή την αγκαλιά του. Ο άσωτος πέφτει στα χέρια του, κραυγάζοντας «ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου… κάνε με ένα των μισθίων σου». Ο πατέρας δέχεται το παιδί του που ήταν νεκρό και ανέζησε και απολωλός και ευρέθη.
Πλήρη αποδοχή και αποκατάσταση του παιδιού του, παπούτσια, ρούχα και δαχτυλίδι που είναι στοιχεία υιοθεσίας και ολοκληρώνεται με την τράπεζα και το μόσχο τον σιτευτό.
Πανηγύρι και χαρά, γλέντι και διασκέδαση. Η παρεξήγηση με τον μεγαλύτερο γιο διασκεδάζεται με την πατρική παρέμβαση. Είναι ο αδελφός σου. Ο χαμένος που βρέθηκε. Άσε αυτά που λες, τα μετά πορνών και τις ασωτίες, όλα είναι δικά σου. Τον αναγκεμένο, τον εμπερίστατο, τον αδελφό μας, τον δικό μας, τον ξένο, τον δεχόμαστε, όπως είναι.
Γιατί είναι η χαρά μας. Τον δεχόμαστε και τον αναγνωρίζουμε, τον τιμούμε και τον στηρίζουμε.
Ο πατέρας της ευαγγελικής παραβολής ανοίγει τον ορίζοντα της κοινωνικής αντίληψης, αποδοχής και συνοχής, ενώνει και συμφιλιώνει την κοινωνία.
Δεν καταδικάζει.
Δεν περιφρονεί.
Δεν χαρακτηρίζει.
Δεν προσβάλλει.
Δεν διασύρει κανέναν.
Τιμά τη μετάνοια. Αναγνωρίζει το πρόσωπο, ζωογονεί το πρόσωπο και παρέχει προοπτικές ζωής και συνεργασίας, ανάπτυξης και πολιτισμού.
Ο πατέρας παραμένει πατέρας και όταν το παιδί του τον αρνείται και φεύγει μακράν από αυτόν. Και τότε δεν του προσάπτει την ρετσινιά της ασωτίας.
Είναι πάντοτε το παιδί του που το περιμένει με ανοιχτή την αγκαλιά να επιστρέψει.
Όταν επιστρέφει στο σπίτι έχει χαρά μεγάλη, στην οποία οφείλει να μετέχει όλη η οικογένεια. Γιατί ήταν νεκρός και ανέζησε.
Δεν είναι μόνο μεγάλη η μετάνοια υμνολογικά και λειτουργικά είναι η ίδια η δύναμη του Θεού στον άνθρωπο να μεταβάλλει τη διάθεσή του από την κατάσταση του σκεπτικισμού και μερικές φορές και της απόγνωσης στην ελευθερία της χαράς, της εορτής, της πανηγύρεως.
Είναι η μετάνοια η οντολογική ώθηση των εορτών του κλίματος, του ουρανού και της γης. Μεγάλη η χαρά του ουρανού που στην προέκτασή της φτάνει και υπερκαλύπτει και τη γη. Όσο και αν φαίνεται δύσκολη η μετάνοια ως πράξη αλλαγής βρίσκεται πάντα στις δυνατότητες του ανθρώπου. Ένας ασκητής λέει αν θέλει ο άνθρωπος από το πρωί μέχρι το βράδυ φτάνει στα θεϊκά μέτρα. Τρία πράγματα σημειώνει ο Χριστός με την παραβολή του Ασώτου. Την κατάσταση του αμαρτωλού, τον κανόνα της μετάνοιας και το μέγεθος της θείας ευσπλαχνίας.
Η ευσπλαχνία του Θεού είναι τόσο μεγάλη που δεν υπάρχει αμαρτία όσο μεγάλη και να είναι που να νικά αυτή την κατά Θεό ευσπλαχνία.
Το κακό για τον αμαρτωλό είναι να εκτιμήσει ότι η αμαρτία του δεν συγχωράται, με αποτέλεσμα να φτάνει στην απόγνωση η οποία απόγνωση οδηγεί άμεσα στην κόλαση, στην αυτοκτονία, τον θάνατο.
Γιατί το να αμαρτήσει κάποιος και μετά δεν θελήσει να μεταννοήσει και να εξομολογηθεί, μοιραία φτάνει στην εκτίμηση ότι δεν υπάρχει γι’ αυτόν σωτηρία. Τι του μένει; Η κόλαση και ο θάνατος.
Η παραβολή του Ασώτου υπενθυμίζει διαχρονικά ότι υπάρχει συγχώρεση. Υπάρχει ανοιχτή αγκαλιά, υπάρχει πατρική στοργή, υπάρχει η στολή η πρώτη, τα υποδήματα και το δαχτυλίδι, ο μόσχος ο σιτευτός και η τράπεζα της χαράς, της διασκέδασης, του ουρανού. Και βέβαια πρυτανεύουν η στοργή του πατέρα και η υιοθεσία.
Ευαγγελικά επομένως χριστιανικά και ορθόδοξα χαιρετίζουμε την απόγνωση καθώς και τον λογισμό της απόγνωσης και προτρεπόμεθα τολμηρά και γενναία να περάσει άμεσα στο δρόμο της μετάνοιας, να διασκεδάσει κάθε απενενοημένο διάβημα, ακόμα και τον θάνατο και να γνωρίζει και να γνωρίζουμε ότι στην ορθοδοξία και ο αμαρτωλός μπορεί να φεύγει μακράν του Θεού, αλλά ο Θεός δεν χωρίζεται από αυτόν, αντίθετα νοιάζεται, παρακαλουθεί, δεν παρεμβαίνει και δεν καταπατεί το αυτεξούσιο, αλλά έχει πάντα τις πόρτες του ανοιχτές να τον δεχτεί και πάλι κοντά του, χωρίς καμιά ανάκριση και τιμωρία. Ο Θεός είναι αγάπη.
Και πάλιν και πολλάκις επαναλαμβάνουμε το λειτουργικό άσμα μεγάλη η μετάνοια, αγγίζει την καρδιά του Θεού και λειτουργεί ευεργετικά και φιλάνθρωπα και αποκαλύπτει την εύνοια του Θεού για τον αμαρτωλό και λειτουργεί πάντοτε σωστικά και λυτρωτικά.
Μόνο στο διάβολο είπε ο Χριστός ύπαγε οπίσω μου σατανά. Στον άνθρωπο όσο αμαρτωλός και να είναι, είναι πάντοτε καλοδεχούμενος.
Η αγάπη του Θεού κατεβάζει τον ίδιο τον Θεό από τους ουρανούς στη γη και η μετάνοια ανεβάζει τον αμαρτωλό από τη γη στον ουρανό.
Αυτό είναι το σκάνδαλο για τους Εβραίους και η μωρία για τους Έλληνες. Το μεγάλο χαρακτηριστικό της ορθοδοξίας και του πολιτισμού η συγχώρηση και ο αγιασμός του αμαρτωλού. Στην ορθοδοξία δεν υπάρχουν περιθώρια απελπισίας και απαισιοδοξίας, κατατρεγμού και απομόνωσης.
Δίκαιοι και αμαρτωλοί συνυπάρχουν, συλλειτουργούν και όλοι μαζί καλούνται να ζουν με μετάνοια που είναι ο δρόμος της ενότητας, γης και ουρανού, ανθρώπου και Θεού.
Η θεανθρωπία και ο αγιασμός είναι καρποί της μετάνοιας. Ευχή μας είναι να μοιάσουμε στον άσωτο όχι όταν αποφάσισε να ζήσει μακράν του πατέρα αλλά όταν έλαβε την απόφαση να μετανοήσει και να γυρίσει πίσω στη στοργή και την αγάπη του πατέρα. Να μάθουμε να τραγουδούμε «της μετανοίας τας σπίλας άνοιξόν μοι Παναγία Παρθένε».΄
Μεγάλη, ιερή, λυτρωτική απόφαση η μετάνοια. Είναι στο χέρι μας να την πάρουμε και να την αξιοποιήσουμε προς σωτηρία πάντων ημών.
Το να πέσουμε δεν είναι προς θάνατον, το να επιμένουμε να μένουμε κάτω πεσμένοι, να μην εννοούμε να αναδρανήσουμε και να σηκωθούμε αυτό είναι κακό έως και θανάσιμο.
Ανθρώπινα ζούμε την αμαρτία, την οποία μάλιστα τις πιο πολλές φορές είναι ευχάριστη και ελκυστική, όμως ταυτόχρονα έχουμε το προνόμιο και την ευλογία του Θεού που είναι η μετάνοια.
Η ευθύνη μας βρίσκεται ακριβώς σε αυτό το όριο να αποφασίσουμε να αλλάξουμε δρόμο. Να φρενάρουμε την κατρακύλα της αμαρτίας, να περάσουμε ακόμα και την ανηφόρα της κατά Χριστόν ζωής, να επιμείνουμε πατώντας περισσότερο γκάζι, να περπατήσουμε το δρόμο του Γολγοθά, και να μην αφήσουμε τη μηχανή να μας πάρει πίσω το κάρο στην κατηφόρα, ακόμα και αγκομαχώντας να επιμείνουμε επί την οδόν του Κυρίου, την οδόν της μετάνοιας.
Στο πρώτο σταθμό που θα συναντήσουμε να ανανεώσουμε τις δυνάμεις μας, να πάρουμε ενέργεια από το πρατήριο της εξομολόγησης, την νουθεσία του πνευματικού και με νέες εξομολογητικές δυνάμεις να συνεχίσουμε το τρέξιμο του δρόμου προς το σπίτι του πατέρα, το σπίτι της αγάπης μας, την εκκλησία του Χριστού, να κοινωνήσουμε ακόμα σώμα και αίμα Χριστού, να νιώσουμε τη ζεστασιά της αγκαλιάς του πατέρα, τη λαμπρότητα του ανέσπερου, αναστάσιμου θεϊκού φωτισμού, δηλαδή τη θεϊκή υιοθεσία και να βρεθούμε μέσα στην οικογένεια του Θεού, μέσα στην ίδια τη χαρά του Θεού, «επί χαράν μεγάλην γίνεται εν τω ουρανώ επί ενί μεταννοούντι» . Να πούμε ακόμα ότι δεν υπάρχει αμαρτία που να μην πιάνεται από την τσιμπίδα της μετάνοιας ως χασόφτερο και να πετιέται στον Καιάδα της εξομολόγησης. Μoιχοί και άρπαγες, φονιάδες και λήσταρχοι, ευλογημένοι και εξαγιασμένοι κοσμούν με την παρουσία τους την ευλογημένη βασιλεία των ουρανών.
Ο άσωτος άνοιξε δια παντός αυτό το δρόμο της ζωής και της ευλογίας, του αγιασμού και του παράδεισου, τώρα σειρά έχουμε εμείς.
Έχουμε τη σκυτάλη των πνευματικών μας αγώνων στα χέρια μας και ανήκει σε μας η ευθύνη να ξεκινήσουμε αποφασιστικά αυτή την αιώνια διαδρομή με αφετηρία τη φθορά και με τέρμα την αφθαρσία και την ανάσταση.
Η μετάνοια είναι δώρο του Θεού σε μας και κρύβει μέσα της όση δύναμη χρειαζόμαστε για αυτόν τον αγώνα σε αυτή τη διαδρομή.
Εφτά εβδομάδες της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής είναι ο μαραθώνιος της άθλησής μας που βγαίνει στο ξέφωτο του ανέσπερου αναστάσιμου φωτός, στη λαμπρή και το Πάσχα του Κυρίου.
Να ζήσουμε την υποδοχή, να νιώσουμε τη ζεστασιά της αγκαλιάς του Πατέρα, και προπάντων να ζήσουμε το Πάσχα, το δείπνο της ζωής και της σωτηρίας με το μόσχο τον σιτευτό, με όλη την οικογένεια, χωρίς καμία διάκριση, όμοιων και διαφορετικών, «εν ενί στόματι και μία καρδία».