Νοσταλγικό ταξίδι στο χρόνο καμιά εξηνταριά χρόνια πίσω, στη κουζίνα το σπιτιού μας, όπου η μαμά καθόταν σ’…αναμμένα κάρβουνα! Της είχε βλέπεις από μέρες μπει η ιδέα να ξεσηκώσει τις δυο καλές της συννυφάδες -όλες στις μεγάλες ομορφιές και στα μεγάλα νιάτα τους- να…«ντυθούν»!
Να μασκαρευτούν δηλαδή, να γίνουν… αγνώριστες και να πάρουν σβάρνα τα καλντερίμια του χωριού μας για να ξεδώσουνε λιγάκι…
Γι’ αυτό εξάλλου δεν είναι οι Αποκριές;
Σε καιρούς κατά τους οποίους απαράβατοι κανόνες ντυσίματος και συμπεριφοράς προκαθόριζαν τις σχέσεις στις συντηρητικές κοινωνίες του τόπου μας, δύσκολα ξέφευγες απ’ τα πρεπούμενα. Οι Απόκριες λοιπόν έδιναν την ευκαιρία στον καθένα να γίνει κάποιος άλλος, να παίξει έναν διαφορετικό ρόλο, ν’ απελευθερωθεί και να το ρίξει έξω.
Έτοιμες λοιπόν και τις τρείς ηρωίδες της ιστορίας μας, να κάνουν το κομμάτι τους, να πειράξουν συγγενείς, γνωστούς και φίλους, να τους βάλουν να μαντέψουν, να χαρούν έστω για λίγο την ανωνυμία τους! Η επιλογή τους -αν και συνηθισμένη- άφησε εποχή, συζητήθηκε κατά κόρον στην οικογένεια κι έμεινε στη μνήμη των νεότερων μελών της σαν μια ανεπανάληπτη, πολύτιμη στιγμή των παιδικών μας χρόνων.
Μια καλοδεχούμενη παντού, αξιαγάπητη κυρία που περνούσε τακτικά απ’ το χωριό μας πουλώντας τα είδη της, έδωσε την ιδέα. Διάλεξαν λοιπόν οι τρείς συννυφάδες το θέμα τους και ξεκίνησαν με κέφι τη προετοιμασία. Αποφασίστηκε κάποια από τις τρείς να ντυθεί άνδρας. Καμιά αντίρρηση δεν είχε η μια θεία να βάλει κουστούμι, ρεπούμπλικα και να κολλήσει στα χείλη ένα πελώριο μουστάκι εποχής. Αγνώριστη θα γινόταν εξάλλου! Αλλά κι η μαμά με την άλλη θεία δεν πήγαν πίσω! Άνοιξαν το σεντούκια και τα μπαούλα κι ανέσυραν από μέσα δυο φούστες, δυο κλαρωτές, ξενικές μπλουζίτσες, πολύχρωμες ποδιές, ταγάρια, μακριά γάντια και φυσικά τα λουσάτα μαντίλια που θα κάλυπταν τα σγουρομάλλικα κεφάλια τους…
Έτοιμες λοιπόν κι οι αυτοσχέδιες…τσιγγάνικες στολές τους!
Έτοιμες κι εκείνες για ένα διασκεδαστικό απόγευμα! Κατιτί βέβαια έλειπε. Όχι οι κομψές, μαύρες μασκούλες της εποχής, αλλά το απαραίτητο…χαλί για τον ώμο του συνοδού της μικρής τους παρέας. Και…φυσικά τα…τσιγάρα! Διότι…τσιγγάνες χωρίς…τσιγάρο στο χέρι, δεν γίνεται!
Έβαλαν τις φορεσιές, πήραν το τσιγάρο ανά χείρας, έβαλαν το γαρύφαλλο στ’ αυτί -και τη…τσαχπινιά στο μάτι!- και ξεκίνησαν για τη πλατεία. Στο δρόμο τις πήρε από πίσω η γνωστή…«μαρίδα» της εποχής, το παιδομάνι που δεν άφηνε κανένα χωρίς να ενοχλήσει, και για να μην πέσει καμμιά…πετριά προηγήθηκε στο πρώτο στενό μια φιλική συζήτηση με τους μικρούληδες με την παράκληση να μην τις ακολουθούν. Πράγμα που έγινε. Συνέχισαν λοιπόν ανενόχλητες το δρόμο τους, έκαναν στάσεις εδώ κι εκεί προσποιούμενες πως καπνίζουν, πείραζαν γνωστούς και φίλους, είπαν τη μοίρα σε μερικούς, προσπάθησαν με πειθώ να πουλήσουν το χαλί, και βεβαίως διασκέδαζαν με την ψυχή τους κάθε φορά που έβγαζαν τις μάσκες κι αποκάλυπταν τη ταυτότητά τους…
Από σπίτι σε σπίτι κι από δρομάκι σε δρομάκι κατέληξαν στην πλατεία όπου και φωτογραφήθηκαν από τον φωτογράφο του χωριού.
Η επιτυχημένη εκείνη μεταμφίεση αποθανατίστηκε στο χαρτί κι ακόμα συγκινεί παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, γιατί ήταν μια αξέχαστη στιγμή οικογενειακής ευτυχίας…
Ας είν ΄καλά όλες τους -λατρεμένες θείες και μαμά- εκεί που βρίσκονται.
Τις αγαπούσαμε και τις αγαπάμε!