«Δεν ελπίζω τίποτα
Δεν φοβάμαι τίποτα
Είμαι λεύτερος».
Το απέριττο μνήμα δεν έχει ημερομηνίες γέννησης και θανάτου ούτε κάποια φωτογραφία, όπως έχουν τα άλλα μνήματα. Ίσως γιατί δεν υπάρχει αρχή και τέλος στο μυστήριο της ζωής, ενώ η μνήμη της ανθρώπινης μορφής αφήνεται στη φαντασία του επισκέπτη. Ας την πλάσει ο καθένας όπως νομίζει, νέα ή γέρικη, χαρούμενη ή λυπημένη, άγρια ή ήρεμη χωρίς όρια και συμβιβασμούς. Άλλωστε, σύμφωνα με το τρίστιχο επιτύμβιο η ζωή για τον καστρινό λογοτέχνη ήταν τρία σκαλοπάτια και το πρώτο ήταν η ελπίδα, δηλαδή η προσδοκία για κάτι καλύτερο ή η προσμονή για βοήθεια από κάπου ή από κάποιον. Το «Δεν» φανερώνει ότι δεν προσδοκούσε και δεν περίμενε, στηριζόταν στις δυνάμεις του τόσο στο γήινο παρόν όσο και στο άγνωστο μεταθανάτιο μέλλον.
Το δεύτερο σκαλοπάτι, ο φόβος, μπορεί να αφορούσε το θάνατο, την απώλεια της προσωπικής ζωής και των δικών του, αλλά και πολλές φορές τις δυσκολίες της ζωής που αντιμετώπισε καθημερινά. Φόβος, βέβαια, σημαίνει και σεβασμός απέναντι στο διπλό αλληλένδετο μέγα μυστήριο ζωή-θάνατος. Ο αρνητικός σύνδεσμος «Δεν» ίσως σημαίνει ότι δεν φοβόταν να ζήσει, όχι να πεθάνει. Όσον αφορά στο «τίποτα» των δύο πρώτων στίχων εκεί κρύβεται ο νιτσεϊκός μηδενισμός, όχι όμως και η νιτσεϊκή απαισιοδοξία, καθώς ο τόνος και το ύφος υποδηλώνουν στοιχεία θάρρους και αισιοδοξίας, τα οποία επιβεβαιώνονται στους δύο τελευταίους στίχους («Δεν φοβάμαι», «Είμαι λεύτερος»). Μια άλλη ερμηνεία είναι η καζαντζακική αναζήτηση του Θεού, του Ανθρώπου και του ίδιου του εαυτού του, τόσο στη ζωή όσο και στα λογοτεχνικά του έργα. Ήθελε να γνωρίσει τα όρια και τις δυνάμεις καθενός χωριστά και όλων μαζί, συνάμα. Το «Δεν φοβάμαι τίποτα» φανερώνει ότι βρήκε τα δικά του όρια και δεν φοβόταν ούτε τον Θεό ούτε τον Άνθρωπο.
Στον τρίτο στίχο υπάρχει η έννοια της ελευθερίας, καθώς ο Καζαντζάκης εννοεί ότι είναι ελεύθερος ως πνεύμα μετά το θάνατο από τις θεϊκές και τις ανθρώπινες δεσμεύσεις. Κι εδώ φαίνεται η νιτσεϊκή βούληση για δύναμη, καθώς δεν δεσμεύεται πλέον από συμβατικά συναισθήματα και ηθικές απαγορεύσεις. Τα δυο πρώτα αισθήματα, η ελπίδα και ο φόβος, είναι χοϊκά, γήινα, ενώ το τρίτο η ιδέα της ελευθερίας είναι πνευματικό. Ο Καζαντζάκης αφήνει ανοικτή την ερμηνεία της ελευθερίας, καθώς η ελευθερία μπορεί να είναι ατομική ως μέρος της ελευθερίας του έθνους, ή να αφορά την ελευθερία της σκέψης και της έκφρασης, την ελευθερία από τον φόβο του θανάτου ή ακόμα και την ελευθερία επιλογής του τρόπου ζωής. Επίσης, στην ορθοδοξία ελεύθερος είναι ο άνθρωπος που νίκησε τα πάθη του, δηλαδή ο άγιος.
Τελικά, ο Νίκος Καζαντζάκης ήταν ένα κρητικός Οδυσσέας που εξερεύνησε την ανθρώπινη φύση και ερμήνευσε με το δικό του τρόπο τον Θεό. Ταξίδεψε, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σε πολλούς τόπους γυρεύοντας τη μαγεία που κρύβουν μέσα στο νου και τη ψυχή οι άνθρωποι, ψάχνοντας ταυτόχρονα και τον Δημιουργό τους. Έψαχνε την Ιθάκη του. Οι στίχοι στο μνήμα φανερώνουν ότι τη τελικά βρήκε στον τόπο του, στο Μεγάλο Κάστρο και από το Μαρτινέγκο η σιωπηλή παρουσία με την «κρητική ματιά» μπορεί να «αγκαλιάζει» τον ουρανό και τη γη της Κρήτης.