(Σκέψεις που τις γέννησε ο εορτασμός για την παγκόσμια ημέρα της γυναίκας)
Η γιαγιά μου γεννήθηκε μαζί με τον 20ο αιώνα. Παντρεύτηκε στα δέκα έξι της κι έκανε κάμποσα παιδιά. Σχολείο ποτέ δεν πήγε. Η δουλειά της ήταν να υπακούει τον άνδρα της, να κρατά το σπίτι και να αναθρέφει παιδιά. Η μητέρα μου έμαθε γράμματα μέχρι την τρίτη δημοτικού. Μετά σταμάτησε γιατί ο αδελφός της, ο μεγαλύτερος γιός της οικογένειας, συνέχισε στο γυμνάσιο που ήταν στην πόλη και δεν γινόταν να πηγαίνει αυτή μόνη της σχολείο χωρίς την προστασία του. Πάντοτε όμως μέχρι το τέλος της ζωής της διάβαζε οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια της, ιδιαίτερα εφημερίδες (θυμάμαι πολλές φορές να με γλυτώνει από κακοτοπιές, καθώς μου επεσήμαινε ανακοινώσεις και προθεσμίες που με αφορούσαν και που εγώ τις περνούσα αδιάφορα). Η δουλειά της ήταν να κρατά το σπίτι και να αναθρέφει τα παιδιά της. Η υπακοή στον άνδρα της ήταν δεδομένη. Όμως τώρα πια, μπορούσε να συζητάει μαζί του και κάποιες φορές να περνάει η άποψή της. Όταν μεγαλώσαμε τα παιδιά και άρχισαν να αυγαταίνουν οι οικονομικές ανάγκες της οικογένειας, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τις γνώσεις της σε παλιές τέχνες και τεχνικές. Με την συναίνεση του πατέρα μας έστησε μια μικρή οικοτεχνία, που της έδωσε κάμποσα χρήματα και περισσότερη ανεξαρτησία. Εγώ και οι συγκαιρινές μου πήγαμε σε ό,τι σχολείο επιθυμούσε η καρδιά μας. Φτάσαμε μέχρι και το πανεπιστήμιο. Μετά θεωρήσαμε δεδομένο ότι θα μπορούσαμε και να δουλέψωμε. Στην πορεία κάποιες παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά.
Το να εργάζεσαι κάνοντας μια βάρδια και μετά να γυρνάς στο σπίτι και να αναλαβαίνεις τις υποχρεώσεις της οικογένειας, ήταν κάτι δεδομένο και απολύτως φυσικό. Ότι πολλές φορές οι ώρες και οι ημέρες δεν μας έφταναν, το σχολιάζαμε συχνά αλλά το αποδεχόμαστε. Κακά τα ψέματα. Η δουλειά μάς έδινε πολλά. Πρώτα πρώτα μέσα από αυτήν καταλάβαμε τον εαυτό μας και τις δυνατότητές μας καλύτερα. Αποκτήσαμε ανεξαρτησία, αυτοπεποίθηση.
Αποκτήσαμε φωνή. Οι συζητήσεις μέσα στο σπίτι σιγά σιγά από ανδρικός μονόλογος έγιναν διάλογος. Η ανατροφή των παιδιών εξακολούθησε να είναι το πιο ουσιαστικό, εποικοδομητικό και αγαπημένο καθήκον, μα και αποστολή μαζί. Κάποιες φορές μοιραζόμασταν τα βάρη της αποστολής αυτής με το έτερον ήμισυ, μα αυτό δεν ήταν ούτε δεδομένο, ούτε συχνό. Φτάσαμε στις μέρες μας. Η οικονομική κρίση και ο κορωνοϊός έχουν εκτοξεύσει τα οικονομικά αλλά και τα ψυχολογικά προβλήματα στο έπακρο. Η θέση των γυναικών μοιάζει αβέβαιη.. Παντού ακούς για καυγάδες, προβλήματα, χωρισμούς. Πολλούς χωρισμούς. Όλο και περισσότερο κάποια ισχυρίζεται ότι για το μαυρισμένο μάτι της φταίει η πόρτα που την κουτούλησε. Όλο και περισσότερο ακούγονται φωνές και σπασίματα επίπλων στα διπλανά διαμερίσματα ή σπίτια. Όλο και περισσότερες γυναικοκτονίες καταγράφονται στα δελτία συμβάντων της αστυνομίας. Το 2021 έφτασαν τις δέκα επτά. Όλες έγιναν από ανθρώπους που τις νοιάζονταν. Που τις σκότωσαν γιατί ακριβώς τις αγαπούσαν πολύ.
Σύζυγοι, σύντροφοι ή πρώην είναι αυτοί που θόλωσαν από την περίσσια αγάπη και ζήλεια και με την δύναμη του ισχυρότερου που διέθεταν, στράφηκαν κατά των αγαπημένων τους.
Τις έδειραν, τις έσφαξαν, τις πυροβόλησαν, τις έπνιξαν. Ακόμα και με μηχανή τις καταδίωξαν για να τις πατήσουν. Το χειρότερο, σε όλες αυτές τις καταστάσεις. Τα παιδιά θύτη και θύματος που κάποιες φορές είναι και παρόντα. Πώς θα επιβιώσουν αυτά τα παιδιά στον άγριο κόσμο μας με αυτήν την συνθήκη; Να είναι ο πατέρας τους, ο φονιάς της μάνας τους;
Αναρωτιέμαι λοιπόν, κερδίσαμε κάτι οι γυναίκες όλα αυτά τα χρόνια των αγώνων και των θυσιών; Νόμιζα πως τα παλιά στερεότυπα για την θέση της γυναίκας μέσα στο σπίτι, είχαν σβήσει. Νόμιζα πως η αντίληψη ότι η γυναίκα είναι το σκεύος ηδονής για τον άνδρα, είχε ξεπεραστεί. Νόμιζα πως η εργασία είχε δώσει στις γυναίκες αυτοσεβασμό και πως τους είχε διδάξει και αποδείξει την αξία και τις δυνατότητές τους. Νόμιζα πως είχαμε καταφέρει να συνομιλούμε ισότιμα με τον σύντροφό μας και ο ένας να ακούει και να σέβεται τις απόψεις του άλλου. Όμως, αυτοί οι δέκα επτά θάνατοι συζύγων, μητέρων, ΓΥΝΑΙΚΩΝ, αποδεικνύουν ότι έχομε ακόμα πολύν δρόμο να διανύσωμε.