Tου Χαράλαμπου Μπουρνάζου
Ο ´Δημητρός´, όπως με στοργή, οικειότητα και φιλικότητα αποκαλούσαν οι συγκαιρινοί του τον Δημήτρη Ι. Μιχελογιάννη (1890 – 1980), ήταν ένα δυνατό κλωνάρι του αιωνόβιου κρητικού δέντρου, που μας έδωσε κείνη τη λαμπρή συναστεριά των ωραίων ανθρώπων των Γραμμάτων, της Παιδείας και των Αρμάτων, οι οποίοι στέκονται δείκτες πορείας, πηγές απ? όπου αντλούμε κουράγιο και δύναμη, τώρα μάλιστα που ήρθανε κιόλας τα δίσεκτα χρόνια κι οι οργισμένοι καιροί, ως θα έλεγε ο Κωστής Παλαμάς.
Κι αν σ? άλλες εποχές άνθρωποι του ήθους, της παιδείας και της αξίας του Μιχελογιάννη ήταν πολύτιμοι ως διδάχοι, υποδείγματα και παραδείγματα προς μίμησιν, σήμερα, που, πέραν των άλλων ζοφερών συγκυριών, έχει σηκώσει κεφάλι το ιοβόλο φίδι του νεοναζισμού, που παίρνει θέση και έχει φωνή και στην ελληνική Βουλή, η προβολή ανθρώπων όπως ο Μιχελογιάννης αποτελεί μέγιστον μάθημα για τις νεότερες ιδίως γενιές, οι οποίες δεν έχουν μνήμες κι εμπειρίες της εφιαλτικής τραγωδίας, που έζησε η πατρίδα και ο υπόλοιπος κόσμος, από τους ναζιστές κατακτητές.
Tα ολοκαυτώματα των κρητικών χωριών, απ? όπου πέρασε η μαύρα λαίλαπα με τη σβάστικα φανερώνεται πολύ παραστατικά στη φρικιαστική επιγραφή της Κανδάνου, λόγου χάριν, την οποία τοποθέτησαν οι ναζιστές, μετά τον αφανισμό του μαρτυρικού χωριού: «ΕΔΩ ΥΠΗΡΧΕ Η ΚΑΝΔΑΝΟΣ».
Είχα την τύχη όχι μόνο να γνωρίσω τον Μιχελογιάννη, αλλά και να ζήσω κοντά του, για αρκετό χρονικό διάστημα, εκτιμώντας έτσι τον άνθρωπο, το ήθος, την αρετή και τις αρετές του τις πολλές, και να διδαχτώ κοντά του πολλά και πολύτιμα. Γι? αυτό, όταν πριν τριάντα δύο χρόνια, στις 8 Νοεμβρίου 1980, έλαβα το θλιβερό άγγελμα του θανάτου του, μαζί με τον πόνο για τον χαμό ενός τόσο προσφιλούς μου ανθρώπου, αυθόρμητα ένιωσα και το χρέος να γράψω in memoriam Δημήτρη Μιχελογιάννη το κείμενο που παραθέτω στη συνέχεια, το οποίο δημοσιεύτηκε σ? αυτήν εδώ την εφημερίδα («Χανιώτικα Νέα», 2.12.1980).
In memoriam Δημήτρη Μιχελογιάννη: Μια μεγάλη λαμπάδα έσβησε
Μια από τις τελευταίες μεγάλες λαμπάδες του Αποκόρωνα έσβησε με τον θάνατο του Δημήτρη Μιχελογιάννη. Ένας αετός των ηρωικών χρόνων δίπλωσε τις φτερούγες του κι έγειρε, τον ανεξύπνητον ύπνο να πάρει. Ν? αναπαυτεί αυτό το βασανισμένο κορμί, το χιλιοτρυπημένο ένδοξο μπαϊράκι, ενός αιώνα αγώνων υπέρ πατρίδος και ελευθερίας. Οι μεγάλες λαμπάδες της πατρίδας μας μια μια σβήνουν και μας αφήνουν στο έρεβος.
«Μαράθηκε ο πλάτανος πούχε παχιόν τον ίσκιο
όπου αποσκιάζαν οι άρχοντες κι όλοι οι καπεταναίοι
και πίνανε και κρύο νερό όσοι κι αν εδιψούσαν?».
Μαζί με τον Μιχελογιάννη πέθανε κι ένας αιώνας ελληνικής ζωής.
Οι μεγάλοι πόλεμοι της Ελευθερίας, τα κινήματα της Δημοκρατίας και της Κοινωνικής Δικαιοσύνης, η Εθνική Αντίσταση. Στο ίδιο φέρετρο κείτονταν νεκρός, προδομένος, διαψευσμένος κι απογοητευμένος κι ο αιώνας του.
Ο Δημήτρης Μιχελογιάννης ήταν μια μορφή αλλοτινών καιρών. Ερχόταν από τους μύθους και τους θρύλους του νησιού, απ? τις σελίδες της μεγάλης λογοτεχνίας με τους φλογερούς εραστές και τους γενναίους μαχητές, που τον γοήτευσαν και τον έθρεψαν στ? αυγινά χρόνια. Ήταν ένας Ενζολωράς, ένας Ιουλιανός Σορέλ, και προπάντων ένας Πανάρετος κι ένας Ερωτόκριτος:
«Στο σείσμα κι εις το λύγισμα,
στο ζώσμα των αρμάτων,
στ? αρχοντικά αναρίμματα,
και εις της αντρειάς το νάτο.
Λιοντάρι στην παλληκαριά
χρυσός αϊτός στο διώμα».
Είχε πολλή ευγένεια στο ύφος και στο ήθος, μια άνεση αρχοντική στις κινήσεις και στους τρόπους, κομψότητα και φινέτσα που θύμιζαν απόφοιτο παλιού αυτοκρατορικού κολεγίου. Είχε τη λεβεντιά, την ακεραιότητα και τη μεγαλοψυχία των παλιών Κρητικών, των καπετάνιων και των ηρώων του ριζίτικου τραγουδιού, των ανθρώπων του νησιού του και του χωριού του. Γιατί ο Μιχελογιάννης ήταν, πρώτα και κύρια, άνθρωπος Κρητικός, με την πιο ευγενική και ηρωική σημασία της λέξης. Αποκορωνιώτης και Ραμιανός. Σύνθεση των αρετών μιας μάνας αγίας κι ενός πατέρα δυνατής ράτσας, μόρφωσε ένα χαρακτήρα ρωμαλέο, γενναιόκαρδο, ηρωικό και μαχητικό, καθόλου όμως αυταρχικό και βίαιο.
Ο Μιχελογιάννης ήταν άνθρωπος σπάνιου ήθους και καλοσύνης ευαγγελικής. Αληθινός αρχοντάνθρωπος και γνήσιος ευπατρίδης, δεν είχε, ανώτερος αυτός αξιωματικός και ήρωας των πολέμων της Ελευθερίας και της Αντίστασης, καμιά έπαρση, ματαιοδοξία και σπουδαιοφάνεια, κανέναν εγωκεντρισμό ή φανατισμό.
Οι αφηγήσεις του είχαν τη γοητεία ιπποτικού και ιστορικού μυθιστορήματος, κι ήταν μαθήματα απλά και ουσιαστικά γενναιότητας και ηθικής ακεραιότητας. Η παρουσία του ενέπνεε σεβασμό, και μαζί φιλία και αγάπη.
Ήταν αυτό το ήθος και το ύφος του Δημήτρη Μιχελογιάννη, η οικειότητα κι η εγκαρδιότητά του, που γέννησαν εκείνο το φιλικό κι αδελφικό, το αγαπησιάρικο «Δημητρό», ως τον αποκαλούσαν οι παλιοί Ραμιανοί. Ένα «χαϊδευτικό» που, καθώς ακούστηκε και στη Ραμνή την ημέρα της κηδείας, ήταν συγκλονιστικό, αποκαλυπτικό και δηλωτικό της οδύνης, της απελπισίας και της λατρείας του χωριού.
Η ζωή του όλη ήταν ένα θαύμα κι ένα δίδαγμα. Άνθρωπος σακατεμένος από τις μάχες και τα χρόνια, με σπασμένα κόκαλα, διατήρησε ως την τελευταία στιγμή το κέφι, την αισιοδοξία του, το πάθος και τον πόθο για τη ζωή. Τα τελευταία χρόνια ήταν σχεδόν ακίνητος, δεν έβλεπε αρκετά και πονούσε συνεχώς από τα τραύματα των πολέμων, τις εγχειρήσεις, τις ενέσεις.
Κι όμως, ποτέ δεν γόγγυσε, δεν ύβρισε, δεν βαρυγκόμησε, δεν απελπίστηκε, δεν πίκρανε, δεν παραπονέθηκε και δεν παραπόνεσε κανέναν. Είχε τη σοφία του γέρου και μαζί τη φρεσκάδα, την αισιοδοξία, την αλκή και την ψυχική ορμή του εφήβου. Και η ωριμότητά του διέκρινε βέβαια την προσέγγιση του θανάτου, που δεν τον φοβήθηκε όμως ποτέ, δεν του έγινε βίωμα και άγχος. Και το ψυχομαχητό θύμιζε ψυχομαχητό Διγενή, που νικά στην ουσία τον Χάρο, γιατί νικά τον φόβο του θανάτου, και τη ζωή τη βλέπει πέρα και ανεξάρτητα από το άτομό του, συνέχεια και συνέπεια και του δικού του έργου, αυτών των ωραίων παιδιών κι εγγονιών, των μερωμένων βουνών, των λευτερωμένων ανθρώπων.
***
Ήτανε δώρο της μοίρας αυτή η ταφή στην κρητική γη να συμπέσει με το μνημόσυνο των ηρώων της μάχης της Παναγιάς.
? Εμείς θα πάμε, είπαν οι συμπολεμιστές στους νεκρούς μετά το κόλλυβο, να θάψουμε το ΓΕΡΟ του τάγματος.
Και, βέβαια, θα σηκώθηκαν οι πεσόντες από την Παναγιά και θα φτερούγισαν προς τα Λευκά Όρη, συνοδεία αρχαγγέλων στην εκφορά του πρωτοστάτη τους. Πορευόταν ήδη, αφανής, η τιμητική φρουρά των κρητικών καπετάνιων. Το πρόσταγμα είχε ο Διγενής της ελληνικής ποίησης, ο Άγγελος Σικελιανός:
«Ηχήστε οι σάλπιγγες…
Καμπάνες βροντερές,
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βόγκα Παιάνα!
Οι σημαίες οι φοβερές
της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Σ? αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα?».
Η πολιτεία βέβαια απέδωσε, όπως είναι το πρέπον, τιμές. Όμως εμείς, με τα μάτια της ψυχής και της μνήμης, παρακολουθήσαμε τη βουβή λιτανεία των αφανών, που με σκυμμένο κεφάλι και με σφιγμένο και πικρό αχείλι, απέθεταν εις την κλίνιν καθένας φυλλαράκι αγρελιάς, ασπαζόταν τον νεκρόν, και απήρχοντο, «παρά δήμον ονείρων, παρά δήμον ονείρων»?
Ο παπά-Μανώλης Γεωργουδάκης, κορυφαίος αυτός της λιτανείας των ζώντων, ζώσα μορφή των ωραίων και γενναίων ανδρών της Ορθοδοξίας και της Ελευθερίας, έρανε με πάτριο χώμα τον νεκρό φίλο και ευχήθη: «Δημητρό, χαίρε!».
«Το χάσμα π? άνοιξ? ο σεισμός
ευθύς εγιόμισ? άνθη».
(Διονύσιος Σολωμός)