«Προσευχή»
Είμαι σταλιά στου κόσμου τα βάθη.
Μια σταλίτσα, που με σθένος κυλά.
Με προβλήματα και πάμπολλα λάθη,
λέω συγγνώμη στο Θεό μου δειλά.
Θα είναι σκληρό με μιας να στεγνώσω
κάτω απ’ τον ήλιο που με απειλεί.
Προτού με θάρρος, μετάνοια δηλώσω
κι ό,τι βαραίνει την καρδιά μου πολύ.
Δεν θέλω να πέσω πάνω σε βράχο
κι ας περιμένει ώρες καρτερικά.
Απ’ τη δίψα του, το τέλος μου να ‘χω
δεν επιλέγω να χαθώ ξαφνικά.
Κομμάτι πάγος δε θέλω να γίνω
κι αιώνες ν’ αράξω στην παγωνιά.
Σε καρδιές ανθρώπων θέλω να μείνω
κι όχι κρυμμένη σε κάποια γωνιά.
Χαλάλι αν πέσω πάνω σε σπόρο.
Προτού απ’ τη ζέστη κι αυτός μαραθεί.
Κι όταν ανθίσει θα είναι ένα δώρο.
Θα είμαι εδώ· δε θα έχω χαθεί.
Ας βρεθώ στο γιαλό κι ας γεμίσω αλάτι.
Ας γίνω στο κύμα για λίγο αφρός.
Να ταξιδέψω σε πόλεις, σε κράτη.
Να ζήσω λιγάκι του κόσμου το φως.
Δε θα με νοιάξει αν πέσω σαν μπόρα.
Θα μπω στου χειμάρρου το κρύο νερό.
Να κάνω τον κύκλο· κύκλο με φόρα.
Να φτάσω στα σύννεφα με τον καιρό.
Να ‘χω προλάβει για λίγο να ζήσω.
Να παίζω βουτώντας σ’ ωκεανούς.
Να ‘χω προλάβει τα λάθη να σβήσω
σα θα γίνω αιθέρας στους ουρανούς.
Μαίρη Κουτρούλη – Σκαμνάκη
Ολοι για την Ελλάδας μας
Αντισταθείτε στους εχθρούς, μονιάστε, συνταχθείτε,
του Αχιλλέα απόγονοι, εγγόνια του Ηρακλή,
τούτες τις δύσκολες στιγμές στο ύψος σας σταθείτε
όλοι στα μετερίζια σας, η Ελλάδα σας καλεί.
Τις ομορφιές σας ρέγονται οι εχθροί μας και ποθούν
με μίσος, ανελέητοι, να τις καταπατήσουν
κι ανάμεσά μας σπέρνοντας διχόνοια προσπαθούν
σε σκλάβους και γενίτσαρους το γένος να χωρίσουν.
Τα καρποφόρα δέντρα μας* τα κλέβουν και στη γη τους,
ριζώνουνε και γεύονται τους ώριμους καρπούς
κι ερήμωσεν ο τόπος μας κι αγάλλεται η ψυχή τους
πίσω γυρίζει η σκέψη τους σ’ αλλοτινούς καιρούς.
Την ένδοξη ιστορία μας στου χρόνου τις σελίδες
που αιώνες φως ανέσπερο στο διάβα τους σκορπά,
να τη στρεβλώσουν πεθυμούν ζηλόφθονες γραφίδες
μα … τι ζητούν οι βάρβαροι στα ελληνικά νερά;
Εμπρός για την Ελλάδα μας και για τα ιδανικά μας
με λάβαρο την ανθρωπιά και την δικαιοσύνη
όλοι μαζί με μια φωνή βγαλμένη απ’ την καρδιά μας
να το βροντοφωνάξουμε «δεν σκύβει η ρωμιοσύνη».
*τα νιάτα μας
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
Πόλεμος
Πόλεμος στην Ουκρανία
ξέσπασε νωρίς νωρίς
και με πιάν’ ημικρανία
που δεν άντεξαν χωρίς.
Ρώσοι θέλουν να πατήσουν
έδαφος Ουκρανικό,
να το οικειοποιήσουν
πρόβλημα εδαφικό.
Οι σειρήνες του πολέμου
αντηχούν πολύ κοντά,
βοήθα το λαό σου Θε μου
στα φεγγάρια του μουντά.
Τα παιδάκια είν’ εκείνα
π’ απειλούνται πιο πολύ,
μα τους τάδε και του δείνα
δεν συμφέρ’ αναβολή.
Ουκρανία και Ρωσία
σύνορα ‘χουνε κοινά,
λόγος δεν συντρέχ’ η… ΣΙΑ
ν’ αυγατίζει τα δεινά.
Μοναχοί τους να τα βρούνε
πριν πλησιάνει το κακό,
πάλ’ αδέρφια να γενούνε
για να δέσει το γλυκό.
Η Ορθόδοξη η πίστη
που ενώνει και τους δυο,
είναι δύναμις αρίστη
να μη γίνουν… ρημαδιό.
Εννιαχωριανός
Η Ειρήνη πενθεί.
Η Ειρήνη πενθεί. Ο άνθρωπος θρηνεί, με Ειρήνη μαυροφορεμένη, εικοστός δεύτερος αιώνας, κοινωνία θλιμμένη.
Γυναίκες, παιδιά, άνδρες, τα μωρά, φονεύονται, όλα κακοποιούνται, κατοικίες γκρεμίζονται.
Οι ανύποπτοι άνθρωποι, στους δρόμους εκτελούνται, μικροί περιφέρονται, πρόσφυγες ταλαιπωρούνται.
Κτήρια καταστρέφονται, υποδομές χάνονται, η φύση αλλοιώνεται, άτομα δοκιμάζονται.
Οι ανθρώπινες αξίες, η Χριστιανική πίστη, το επί γης Ειρήνη, ηθικές αρχές, σε πτώση. Άρχοντες δείτε, το δίκαιο παραβιάζεται, κάθε αξία χάνεται, η Ειρήνη θλίβεται.
Ειρήνη να πρυτανεύσει, ως αξία να πρωταχθεί, ζωές να φυλαχθούν, η αγάπη να τηρηθεί.
Θεόδωρος Ηλιάκης
Πολεμου κράχτης*
Πολέμου κράχτης σκέπασε τη χώρα
απ’ άκρη σ’ άκρη, μες το καλοκαίρι
που ‘λαμπε η ξαστεριά. Κι όπως η μπόρα
χωρίζει τα πουλιά που ζούνε ταίρι
σκορπίσαμε κι εμείς. Κι όλα συντρίμια
στου Άρη το πέρασμα γίνανε, και η γύμνια,
η γύμνια της φωτιάς και της σφαγής
μας διώχνει απ’ τους παράδεισους της γης.
Της Μικρασίας μεις παιδιά κι εγγόνια
του πάθους θρέμμα μαύρο και του πόνου,
ακόμα μια φορά την καταχθόνια
κι απάνθρωπη βουλή κακού γειτόνου
πληρώνουμε, σαν της Τουρκιάς ο αστρίτης
δάγκωσε τι νησί της Αφροδίτης.
Μάτι για μάτι, δόντι αντί για δόντι
τους πρέπει πληρωμή, πλαντούν τα νιάτα
στην ώρα του θυμού τους. Μα οι γερόντοι
που είδαν και ‘πάθαν τόσα, κι απ’ τη στράτα
της Άγκυρας γυρίσαν ποδαράτα
ξέρουν καλά πως τέτοιες ώρες πάλι
τις τύχες μας ρυθμίζουν οι “μεγάλοι”.
Κι εμείς, με το φιλί νωπό στο στόμα
της μάνας, της γυναίκας του πατέρα
κινάμε για το μέτωπο. Μα ακόμα
θεριεύει μέσα μας ο πόθος για τη μέρα
που δεν ξημέρωσε. Τη μέρα που θα μείνει
αβράδιαστη για την παγκόσμια ειρήνη.
22 Ιουλίου 1974
Νίκος Α. Νικολόπουλος
* Από την πρώτη ημέρα των δυσάρεστων γεγονότων, στην Ουκρανία, ξύπνησαν (ακάλεστα) μέσα μου εκείνα τα παν-όμοια της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, που έζησα ως επιστρατευμένος έφεδρος, τον Ιούλιο του 1974, αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν, κατέγραψα στην καρδιά και στα χαρτιά μου την οδύνη και την απήχησή τους και προσπάθησα να τις ταξινομήσω και να τις καταλαγιάσω. Κόπος άδικός, όμως, μου λέει ο τρόπος που ξανα-ξύπνησαν και με «κράζουν» να τις δικαιώσω.
Από τις καταγραφές αυτές και το ποίημα αυτό και το παραπάνω ποίημα που γράφηκε, το βράδυ της 22/7/1974, στο προαύλιο του ξωκλησιού Αγίου Ανδρέα Παιανίας, στη σκηνή εκστρατείας του λόχου, που , ως έφεδρος αξιωματικός, είχα την ευθύνη. Φιλοξενήθηκε στη Συλλογή “ΑΝΘΡΩΠΙΝΑ”, Εκδ. 1970 και 2017, σελ. 26-27.
Της Ειρήνης
Δε φρόντισε ο Θεός για Σε να ορίσει
έν’ άγγελο στο Ουράνιο ρηγάτο
να σε φυλάγει, Ειρήνη, εδώ κάτω
εχθρός ποτέ να μη σε κυνηγήσει.
Κι έτσι, δίχως κανένα εσύ προστάτη
μήτε και χώρο μόνιμα δικό σου,
μονάχη εδώ κι εκεί περιφερόσου(ν)
στης Γης αναμεσός τα τόσα κράτη…
…Και πριν προλάβεις κάπου να δουλέψεις
έργα λαμπρά ο τόπος να γεμίσει,
οι λίγοι σ’ αναγκάζαν να μισέψεις…
Μα τώρα οι πολλοί θα δε γνοιαστούνε
κανένας πια να μη σε κυνηγήσει,
μέρες καλύτερες στη Γη να ‘ρθούνε!