Ξεκίνησε η δική για το τροχαίο δυστύχημα με θύματα δυο νέους, τη Στέλλα Μούσχου και τον Γιάννη Στρογγυλό και το σκυλάκι τους στις 17 Αυγούστου του 2017.
Το δικαστήριο δέχτηκε τον αίτημα για διορισμό μεταφραστή για τον κατηγορούμενο ο οποίος είναι Γεωργιανής καταγωγής.
Οι συνήγοροι πολιτικής αγωγής ζήτησαν τη μετατροπή της κατηγορίας από πλημμέλημα σε σοβαρότερη κατηγορία με «ενδεχόμενο δόλο» καθώς, όπως είπαν, ο κατηγορούμενος κινούνταν με ταχύτητα 127 χλμ. στον συγκεκριμένο σημείο που το όριο ταχύτητας είναι τα 40χλμ.
Την αξιοπιστία της πραγματογνωμοσύνης αμφισβήτησε ο δικηγόρος υπεράσπισης λέγοντας πως είναι «αναξιόπιστη» και δεν έχει καμία «επιστημονική αξιοπιστία». «Ο πελάτης μου αποδέχεται την ενοχή του για αμέλεια και αρνείται την κατηγορία ότι δεν είχε δίπλωμα. Ζητάει συγνώμη από τις οικογένειες των δυο παιδιών» τόνισε ο δικηγόρος υπεράσπισης.
Οι συνήγοροι της πολιτικής αγωγής υπέβαλλαν το αίτημα παρουσίας του πραγματογνώμονα για να τοποθετηθεί και τόνισαν πως ο πραγματογνώμονας ορίστηκε από την αστυνομία και η επιστημονική τεκμηρίωση της δουλειάς του δεν αμφισβητείται.
Πρώτη κατέθεσε η μητέρα της άτυχης Στέλλας που κάτω από έντονη συγκινησιακή φόρτιση περιέγραψε τις τελευταίες επικοινωνίες που είχε με την κόρη της και το τηλεφώνημα που έλαβε και την ενημέρωναν για το τραγικό συμβάν.
Η μητέρα της Στέλλας, αναφέρθηκε και στο βίντεο με το δυστύχημα που είδε, σημειώνοντας πως το όχημα παρέσυρε για 70 μέτρα τον Γιάννη και για 100 μέτρα την Στέλλα κτυπώντας τους από πίσω, όπως και το σκύλο τους. «Η αγωνία μας ήταν αν πρόλαβαν να πούνε “μαμά”, μας είπαν ότι βρήκαν ακαριαίο θάνατο» ανέφερε η μητέρα.
«Αυτός ο άνθρωπος μας κατέστρεψε, μας ακρωτηρίασε. Είμαστε ζωντανοί νεκροί» κατέληξε η μητέρα.
Οι γονείς αναφέρθηκαν και στην προσπάθεια των ίδιων και άλλων φορέων να κατασκευαστεί κόμβος ώστε η διέλευση προς από το Πολυτεχνείο να είναι ασφαλής.
«Ο κατηγορούμενος σε γνώση του είχε ξενύχτησε, σε γνώση του είχε πιει, σε γνώση του έτρεχε με ταχύτητα 127 χλμ σε δρόμο με 40 χλμ όριο και έπεσε πάνω στα παιδιά» είπε η μητέρα του Γιάννη λέγοντας πως αυτό δεν είναι αμέλεια αλλά εγκληματική συμπεριφορά και δόλος.
«Αν δεν υπάρξει μια αυστηρή ποινή , αν δοθεί μια αναστολή θα έχουμε και αλλά ανάλογα τροχαία. Τα αδέλφια του Γιάννη έχουν χάσει το χαμόγελο τους» κατέληξε η δεύτερη μητέρα που απευθύνει έκκληση «να σταματήσει αυτό που γίνεται στους δρόμους. Σήμερα ήταν τα δικά μου παιδιά αύριο τα δικά σας» κατέληξε η μητέρα του Γιάννη.
Πλανόδιος πωλητής που πήγαινε στη δουλειά του και ήταν αυτόπτης μάρτυρας είπε πως το αυτοκίνητο του κατηγορούμενου έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα και το είδε να κινείται προς τα δεξιά και τον οδηγό να σκύβει σαν να θέλει να πιάσει το κινητό ή το ραδιόφωνο.
«Ο κατηγορούμενος βγήκε από τον αυτοκίνητο σαν χαμένος δεν μου φάνηκε πιωμένος. Τον έβρισα. Κάθισε πίσω από το αμάξι και μιλούσε στο τηλέφωνο» είπε ο μάρτυρας.
Στην απολογία του ο κατηγορούμενος αρχικά ζήτησε «μια μεγάλη συγνώμη από τις οικογένειες των εκλιπούντων. “Λυπάμαι πολύ για αυτό που έγινε δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έχαναν τη ζωή τους δυο άνθρωποι. Δεν υπάρχει μέρα που να μην πέρασε που να μην σκέφτομαι το συμβάν».
Στην συνέχεια είπε ότι είχε παρει το αυτοκίνητο του άνδρα της θείας του αργά τη νυχτα και ότι πηγε από τον σπίτι ενός φίλου του και πήγαν μια βόλτα στον Πλατανιά σε ένα club.
” Έκει ήπιαμε 1-2 μπύρες . Δεν ήμουν υπό την επήρεια μέθης και μπορούσα να οδηγήσω κανονικά. Την τελευταία φορά που κοίταξα το κοντέρ πριν το ατύχημα πήγαινα με ταχύτητα 90-100 χλμ. την ώρα. Η προσοχή μου ήταν στραμμένη στο δρόμο. Δεν μπορώ να σας πω πως έγινε. Μόλις κατάλαβα ότι χτύπησα κάτι, πάτησα τα φρένα. Τα παιδιά δεν τα είχα δει…”. Επίσης ανέφερε πως το φως δεν ήταν αρκετό και υπήρχε μειωμένη ορατότητα.