Πετώ ακόμα
Ο κόσμος μου όλος
είσαι εσύ
Και μη ρωτάς
τον κόσμο
τι είναι αγάπη
Ρώτησε εμένα
να σου πω
Πως είναι να πετάς
χωρίς φτερά
Πως είναι
να έχεις κάρβουνα
στην πλάτη
Ένιωσα τώρα δυνατός
Να σου το πω
Ένωσα τώρα τα φτερά που είχαν αρπάξει
Και κατευθύνομαι στο φως
Να σε γυρέψω χρώμα μου
Μα εσύ
Μα εσύ έχεις ξεβάψει
Γι αυτό με βλέπεις κι ανεβαίνω
Πάλι προς τον ήλιο
Γιατί δύο είμαστε
Αλλά δεν είμαστε ζευγάρι
Κι ύστερα πέφτω σαν αετός
Εκεί που θέλεις γονατίζω
Το δάχτυλο γλίστρας εσύ
Εσύ πίσω από τη σκανδάλη
Τώρα ο κόσμος έχει δει
Από τον ουρανό
Νεκρά φτερά να καίγονται στο χώμα
Κι εσύ χαμένη να ουρλιάζεις σ αγαπώ
Πάνω στην πτώση πέφτεις
Στη φωτιά
Μα εγώ , μα εγώ πετώ ακόμα
Υστερόγραφο
Πως μοιάζει η μοναξιά με την αλήθεια
Πως μοιάζει η νύχτα με τη μέρα
Και πως ο έρωτας σου γίνεται συνήθεια
Πως κουβαλάς αυτή τη σφαίρα
Εγώ δε ζήτησα πολλά
Ζήτησα στη ζωή μου λίγο χρώμα
Μπορεί να κάνω τώρα πτήσεις χαμηλά
Όμως πετώ, όμως πετώ ακόμα
Lina Ginger Kelaidi
Ο Στρατηγός
Aπό μακριά του φαίνεται
κι από κοντά του δείχνει
απούνε από ψιλή γενιά
κι από μεγάλο σπίτι
Ενας σπουδαίος άνθρωπος
κι ο Γιώργος Λυμπινάκης
σε στρατηγό προήχθηκε
της Κρήτης ποιμενάρχης
Αυτοί που τον προήγαγαν
γνωρίζαν τη γεννιά του
τις χάρες του τις πολλαπλές
τα προτερήματά του
Είναι ένας άνθρωπος σωστός
με γνώσεις και αξία
και περπατεί περηφανα
μέσα στην κοινωνία
Αυτοί που γνώριζαν καλά
την οικογένειά του
αισθάνοντε περήφανοι
και βρίσκονται κοντά του.
Από αυτούς είμαι κι εγώ
και το χω σε τιμή μου
μαζί συνπερπατούσαμε
σε όλη τη ζωή μου
Ετούτη η προαγωγή
ήταν επιτυχία
αυτοί που τον προήγαγαν
γνώριζαν την αξία.
Εγέρασα και δεν μπορώ
στους δρόμους να γυρίζω
ανθρώπους που εγνώριζα
να τους καλημερίζω
Γιάννης Φατσέας
Μπαρμπαγιάννης
Ο πόλεμος
Ο πόλεμος
δεν είναι ένα τέρας
που βγαίνει απ’ τη ντουλάπα.
Δεν έχει κάποιο σατανικό χαμόγελο
δεν έχει νύχια γαμψά.
Δεν ουρλιάζει τις νύχτες
δεν τρομάζει
τα ερωτευμένα ζευγάρια
τα παιδιά που κοιμούνται.
Ο πόλεμος
ταξίδι θα σε πάει
στο Βατερλώ
στη μάχη του Σεντάν
στη γραμμή Μαζινό
στο Στάλινγκραντ
στο Ελ Αλαμέιν
στην Κορέα
στην Καμπότζη
στην Παλαιστίνη
στο Ιράκ
στο Βελιγράδι
στο Κονγκό
στην Καμπούλ
στη Συρία
στη Λιβύη
στην Υεμένη
στη Μιανμάρ
στο Κίεβο.
Ο πόλεμος
έχει το γερασμένο χαμόγελο
του θείου Σαμ,
ένα ξεσκισμένο ευρωπαϊκό φράκο φοράει
κι ένα παλιό αμπέχονο
του Κόκκινου Στρατού.
Σε θέλει φρέσκο κρέας για τα κανόνια του
έτοιμο στόχο για τις “έξυπνες” βόμβες.
Τα παιδιά σου στέλνει
σε ξένες χώρες, θάλασσες κι ερήμους
να πολεμήσουν
και να επιστρέψουν
μέσα σ’ ένα φέρετρο
σκεπασμένα με την αστερόεσσα,
πολλές φορές και με τη γαλανόλευκη.
Με όμορφα λόγια ντύνει τα εγκλήματα του,
με κούφιες κι επικίνδυνες ρητορείες
υπέρ του έθνους
υπέρ του δυτικού τρόπου ζωής
υπέρ της δημοκρατίας
υπέρ της ειρήνης.
Ο πόλεμος
δεν καταργείται μ’ ένα ποίημα,
σε αυτό θα συμφωνούσαν
ο Bertolt Brecht,
ο Pete Seeger
και οι Dead Kennedys.
Ο πόλεμος
μόνο με πόλεμο πεθαίνει
ενάντια στον εχθρό
μέσα στην ίδια σου
τη χώρα.
Ειρηναίος Μαράκης
Να… ντακάρομε και τα χωρατά
ΚΑΙ ΤΑ ΕΛΤΑ ΣΥΝΤΡΕΜΟΥΝΕ
ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΚΑΝΙΣΚΙ
Τα… γοργοπόδαρα ΕΛΤΑ το κάνουνε το θάμα,
’νιμένεις να σου φέρουνε, μ’ αυτά δε φέρνουν πράμα.
Ο Κακατσάκης μου ’πεψε βιβλίο για κανίσκι,
ευγενικό το δώρο ντου, αλλά μπελάς με βρίσκει.
Τρεις του Δεκέμπρη μου ’πεψε το γκαρδιακό πεσκέσι,
μα δεν ελόγιαζ’ η δουλειά πως…θα κοπεί στη μέση.
Με τα ΕΛΤΑ μου το ’πεψε απ’ τω Χανιώ τα μέρη
κι ο ίδιος πού να κάτεχε μπελάδες πως θα φέρει.
Ελόγιαζε πως τα ΕΛΤΑ σαν τον Ερμή πετούνε,
πως είναι γοργοφτέρουγα και ντίπι δεν ξαργούνε.
Περνούνε μέρες δυο και τρεις, περνά και μια βδομάδα,
βιβλίο δεν εφάνηκε, μα φάνηκε…ζαλάδα.
Τηλέφωνα και μια και δυο ρωτά, ξαναρωτά με
«βιβλίο μήμπας φάνηκε; Η έγνοια ντου κεντά με.»
«Βαγγέλη, μην ανησυχείς και μην κακαφοράσαι,
αφού το φέρνουν τα ΕΛΤΑ ήσυχος να κοιμάσαι».
Περνά το ’κοσαήμερο κι ο νέος χρόνος μπαίνει,
μα το βιβλίο ’ν’ άφαντο, κοντό και πού να ραίνει;
Ευκές τση νέας τση χρονιάς πλείσες κανοναρχούνε,
αλλά το «καλώς όρισες» βιβλίου δε θα πούνε.
Τρεις του Γενάρη «αποστολή» βιβλίου ένα μήνα,
τον Κακατσάκη …ζώνουνε φόβοι και τριμιντίνα.
«Θα ξαναπάω στα ΕΛΤΑ, θα σου το ξαναστείλω,
σε αλλουνού διεύθυνση,πέμπω και σ’ άλλο φίλο.
Τρεις μέρες επεράσανε του νέικου Γενάρη
και να βιβλίο, δεύτερο, στο φίλο μας τον Άρη.
Γέλια, καλωσορίσματα στο δεύτερο βιβλίο
τρεις μέρες ήρθ’ απ’ τα Χανιά…αληθινό αστείο.
Και τα νερά φωτίζουνται πέρα στον Ιορδάνη,
βιβλίο πρώτο… αφώτιστο, αχνιά μιλιά δε βγάνει.
Κι έρχετ’ η μέρα η λαμπυρή, έντεκα του Γενάρη
βιβλίου πρώτου άφιξη έχει σειρά να πάρει.
Σαράντα μέρες φύγανε μέχρι να ξεπορίσει
κι η αφεδιά μου ολόχαρη θα το καλωσορίσει.
Πρωτοφανίστικη χαρά στον ουρανό σκαλώνει
και για τον άγιο Μηνά η στράτα μου ξαμώνει.
Να παίξω τσι καμπάνες του και να το τελαλίσω
τον Κακατσάκη δυο φορές να τον ευχαριστήσω.
Να πα να βρω και τον παπά αν θέλει να κοπιάσει
βιβλίο που «σαράντισε» ευκή να του διαβάσει.
Και στα ΕΛΤΑ ν’ άψω κερί κι ευχαριστώ να ψάλλω
βιβλία δυο είν’ αφορμή στσ’ αγκάλες μου να βάλω
Φιλικά και …χωρατατζίδικα
Κωστής Λαγουδιανάκης
Όταν κοιτάζω τα βουνά !
Όταν κοιτάζω τα βουνά που λέγονται Μαδάρες !
νοιώθω ένα δέος και υμνώ Απέραντές τους χάρες!
Τα λένε «Απάτητα βουνά» που κατοικούν τ´αγρίμια
και από αέρος οι αετοί φυλάνε Θερμοπύλας….
Ο Φάραγγας της Σαμαριάς είναι Θεοσταλμένος,
Μέγας είσαι Κύριε, τόπος ευλογημένος
Πολλές πανύψηλες κορφές στολίζουν τις μαδάρες
καθεμιά ξεχωριστή, ξεχωριστές οι χάρες !
Η θάλασσα και το βουνό εδώ είναι μονιασμένα
οι γλάροι και οι αετοί πουλιά ‘ναι, αδελφωμένα..
Το μπλέ βαθύ της θάλασσας και τα βουνά κομμένα,
φιλιούνται και λικνίζονται σαν νάναι ερωτευμένα!
Εδώ ο χρόνος σταματά, δεν λέει να προχωρήσει,
τα αρχέγονα σημάδια του, Θεός έχει αφήσει!
Ο ήλιος χαμογελαστός βγαίνει απ´τις μαδάρες
και σημαδεύει τις καρδιές, πευκών τις κουκουνάρες..
Αυτά τα «Απάτητα βουνά» μην προσπαθείς να αλλάξεις
μάταιος είναι ο κόπος σου αν πας να τα πειράξεις..
Πρέπει να στέκονται ψηλά στου χρόνου την πορεία,
να λύνουνε στις γενεές την όποια απορία!
Εδώ βουνά και θάλασσες είναι αγαπημένα,
άστρα, φεγγάρια κολυμπούν στο κύμα αδελφωμένα..
Σε όποια κορφή και αν ανεβείς κυριαρχεί το δέος
εδώ ο χρόνος σταματά, του αρέσει αραγμένος..
Σε αυτό το ιερό βουνό και οι πέτρες χαιρετούνε,
αγρίμια βάλετε ρακί οι ξένοι μας να πιούνε,
να πιούνε να χορέψουνε συρτό και πεντοζάλη
του χρόνου να ξεφύγουνε, θυμό και παραζάλη !!……
Όταν κοιτάζω τα βουνά που λέγονται μαδάρες
οι πόρτες του Παράδεισου ανοίγουνε και οι μπάρες…