Ήταν φθινόπωρο. Άφησα την αγαπημένη μου πένα, τέντωσα λίγο τα χέρια μου, έτριψα τα μάτια μου και κάποια στιγμή ένιωσα σαν να βρισκόμουν σε μια όμορφη ακρογιαλιά της πολιτείας που ζω.
Σιγά – σιγά ο ουρανός γιόμισε με σύννεφα διαφόρων χρωμάτων, άλλα μαύρα, άλλα μολυβί, άλλα σαν το βαμβάκι άσπρα κλπ. Η θάλασσα απλωνότανε μπροστά μου σαν ένα τεράστιο γαλάζιο χαλί, ενώ ο αρκετά δυνατός μπάτης βίτσιζε το πρόσωπό μου λες και ήθελε να με αποσπάσει από τις διάφορες σκέψεις που κυρίευαν το μυαλό μου εκείνο το όμορφο φθινοπωρινό απόγευμα.
Δεν θύμωσα όμως, γιατί με απίστευτο πείσμα προσπαθούσε να ελευθερώσει τον νου μου, τον ασφυκτικά τυλιγμένο στα δίχτυα ενός μυθιστορήματος που πριν δύο μέρες το είχα αρχίσει και που με κρατούσε θα έλεγα καρφωμένο στο μικρό γραφείο μου για πολλές ώρες προσπαθώντας να διαλέξω τις εικόνες που θα το στόλιζα ώστε να το τελειώσω. Ήθελα να ξεφύγω λίγο από το φανταστικό δημιούργημά μου, που είχε θα έλεγα φυτρώσει και άπλωνε τις ρίζες του στα μύχια της ψυχής μου, απροσκάλεστο, όπως αυτό το γνωρίζουν μόνο οι συγγραφείς και οι ποιητές.
Κι ενώ έκανα προσπάθεια να το πετύχω αυτό και να χαρώ επιτέλους λίγη γαλήνη, η σιγανή βροχή άρχισε να πέφτει από τον ουρανό μουσκεύοντας την στράτα που βρισκόμουνα κείνη τη στιγμή και συγχρόνως τα κάτασπρα στην κεφαλή μου μαλλιά και το πρόσωπό μου. Δεν βιαζόμουνα να φύγω και να στρεχιάσω κάτω από κάποιο δέντρο που πολυάριθμα υπήρχαν δεξιά κι αριστερά και που πριν από πολλά χρόνια είχαν φυτέψει κάποιοι συνάνθρωποί μας οι οποίοι γνώριζαν πόση γαλήνη φέρνει το ελαφρύ θρόισμα από τα κλωνιά τους. Η βροχή δυνάμωνε όσο περνούσε η ώρα και από το παρατεταμένο φύσημα του αγέρα παρατηρούσα έκθαμβος το λίκνισμα των κορφών τους, ψιθυρίζοντας: «πόσο όμορφα είναι εδώ σε τούτη την ακρογιαλιά Θεέ μου!»
Ο αρκετά δυνατός βοριάς ‘’ανακάτωνε’’ θα έλεγα την, πιο πριν, ήρεμη θάλασσα, λες και κούναγε την τρίαινα του ο Ποσειδώνας, δημιουργώντας μια ανεπανάληπτη σε ομορφιά πρωτόγνωρη εικόνα, διαφορετική από την προηγούμενη. Και τότε ψιθύρισα ασυναίσθητα τους στίχους του εθνικού μας ποιητή Διονυσίου Σολωμού:
«Τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν».
Πόση ώρα περπατούσα στον μουσκεμένο εκείνον δρόμο δεν μπορώ να προσδιορίσω ακριβώς. Χαιρόμουνα την κάθε στιγμή που ζούσα εκείνο το απόβραδο προσπαθώντας όμως να διώξω από το μυαλό μου την αναζήτηση διάφορων εικόνων που ήθελα να φανταστώ ώστε να στολίσω το μυθιστόρημά που είχα αρχίσει να γράφω, όπως αναφέρω πιο πάνω, πριν από δύο μέρες. Άνθρωπος δεν υπήρχε πια εκεί στην πεντάμορφη ακρογιαλιά. Μερικά αδέσποτα σκυλιά γάβγιζαν ασταμάτητα εκφράζοντας με αυτόν τον τρόπο την χαρά τους που τους έκανα παρέα με την παρουσία μου εκεί. Τα πεσμένα φύλλα από τα διάφορα δέντρα κείνης της παραλίας είχαν πια κολλήσει πάνω στο δρόμο από το μούσκεμα του νερού της βροχής. Τέλος από τις σκέψεις μου με έβγαλε το νερό της βροχής, που τώρα έπεφτε με δύναμη πάνω μου κι ένιωθα κάποιο κρύο στο κορμί μου γιατί είχαν μουσκευτεί αρκετά τα λιτά ρούχα που φορούσα. Τα δάχτυλα και των δύο χεριών μου τα ένιωθα αρκετά κρύα, ενώ το νερό της βροχής – τότε μόνο το πρόσεξα – κυλούσε στο πρόσωπό μου όπως κυλάει στις ρεματιές, σιγαλά – σιγαλά.
«Πρέπει να φύγω…» ψέλλισα και τρίβοντας τις παλάμες μου να ζεσταθούν λίγο, πήρα το δρόμο της επιστροφής για το σπίτι μου.
Μια άγνωστη όμως φωνή, θαυμαστή, αντηχούσε γύρω μου και μου έλεγε: ‘’μη φύγεις, μείνε και κάνε μας παρέα. Ώσπου να νυχτώσει – έμοιαζε να έλεγε – έχεις αρκετή ώρα ακόμα στην διάθεσή σου Μείνε κοντά μας και με το μελάνι της ψυχής σου γράψε τούτες τις ανεπανάληπτες εικόνες πάνω στα φύλλα της καρδιά σου και μεταλαμπάδευσέ τις σε κείνους που δεν έχουν ζήσει ποτέ τις ομορφιές της παραλίας!’’
Κι ενώ εγώ βάδιζα ράθυμος πια προς την οικία μου η μυστική πένα της μούσας μου, που κανένας δεν γνωρίζει από που πηγάζει, κατέγραφε τις διάφορες εικόνες που θωρούσα και που ξετυλίγονταν μπροστά μου.
Τώρα, άγνωστο γιατί, πριν απομακρυνθώ από το θαυμάσιο εκείνο μέρος, ένας μικρόσωμος σκύλος με πλησίασε και μου ‘’έκλεισε’’ θα έλεγα το δρόμο μου.
Μου αλύχτησε σιγαλά δύο φορές κι αμέσως έφυγε κατευθυνόμενος προς την υπέροχη ακρογιαλιά που πριν από λίγο είχα τη χαρά να απολαύσω τις ομορφιές της. Τον κοιτούσα καθώς απομακρυνότανε από κοντά μου και ψιθύρισα σχεδόν ενδόμυχα: ‘’άτυχο μικρό ζώο, σ’ ευχαριστώ που ήρθες κοντά μου να με αποχαιρετίσεις’’ και συνέχισα ‘’εγώ σε λίγη ώρα θα βρίσκομαι στην οικία μου και θα ζεσταθώ. Εσύ όμως που θα στρεχιάσεις απόψε; Το κρύο της βρεγμένης γης θα περονιάσει το κορμί σου, ενώ εκείνοι που σε έφεραν εδώ και σε παράτησαν θα απολαμβάνουν τη ζεστασιά της φωτιάς από το αναμμένο τζάκι τους’’.
Βαδίζοντας δε σιγά- σιγά το δρόμο που θα με έβγαζε στην οικία μου, ήρθαν στο νου μου άλλες σκληρές εικόνες, που όχι λίγες φορές είχα δει στο παρελθόν. Ήρθαν εκείνες οι εικόνες των άτυχων συνανθρώπων μας, που – ποιος ξέρει τους λόγους – ζουν σαν τα αδέσποτα σκυλιά, στρεχιάζοντας σε κάποιο εγκαταλελειμμένο σπίτι ή στις σκάλες κάποιας πολυκατοικίας ή σε κάποιο ανήλιαγο υπόγειο. Ποιος ξέρει τι τους ξερίζωσε από την πατρίδα τους ή ποιος μπορεί να ξέρει πως και γιατί έμειναν πολλοί άλλοι στο δρόμο κάνοντας το παγκάκι κρεβάτι τους.
Τέλος, όταν έφθασα κάποια στιγμή στο σπίτι μου έβαλα στεγνά ρούχα, ψιθυρίζοντας πόσο ανάλγητος είναι ο άνθρωπος. Ξοδεύουν εκατομμύρια ευρώ υπερασπιζόμενοι δήθεν την ελευθερία τους, σκοτώνοντας όμως χιλιάδες συνανθρώπους μας με τα λογής – λογής φονικά σύνεργα που διαθέτουν. Και συλλογισμένος είπα, ‘’τόσο πολύ αιμοχαρείς είναι η ελευθερία, τόσο ακριβή είναι που στο βωμό της θυσιάζονται, ανέκαθεν, από καταβολής κόσμου, εκατομμύρια ανθρώπων και όχι μόνο! Γιατί ο κάθε άνθρωπος αμαυρώνει τη γελαστή όψη της; Γιατί σκοτώνει ότι ζωντανό βρίσκει μπροστά του; Τα αγαθά της μητέρας γης φθάνουν για όλους μας. Γιατί ο άνθρωπος δεν λαμβάνει υπόψιν του πως γυμνός ήρθε στη ζωή και γυμνός θα φύγει μια μέρα; Γιατί;’’
Τέλος, έριξα μια ματιά στο μυθιστόρημα που είχα αρχίσει να γράφω, όπως αναφέρω πιο πάνω, αλλά δεν το συνέχισα. Πήρα όμως την αγαπημένη μου πένα κι άρχισα να γράφω τα όσα διαβάσατε πιο πάνω αγαπητοί μου αναγνώστες!