…ΠΟΝΩ και αιμορραγώ, οι φλέβες μου σκίστηκαν, οι ισχνοί μου μύες απογυμνώθηκαν, και ο Σταυρός ετούτος κάθε βήμα μου φαίνεται όλο και βαρύτερος…
Φορές τρεις σε παρακάλεσα, η ανθρώπινη φύση μου δείλιασε, ακόμη και τώρα αν Σου ήταν μπορετό να με απαλλάξεις από το βαρύ φορτίο και δεν εννοώ τον ξύλινο σταυρό, σε παρακαλώ πράξε το.
Φορές τρεις Με εμψύχωσες, σε κάθε παρακάλιο μού έδινες κουράγιο θυμίζοντάς μου την θεία φύση μου, και την θυσία που για εκείνην ήρθα σε ετούτη τη Γη.
Μα πονώ, οι σάρκες είναι ανθρώπινες και η χλεύη, α, η χλεύη και ετούτη σαν αλάτι στις πληγές με κατακαίει.
Μα αν εγώ, μισός άνθρωπος μισός Θεός μπορώ και συγχωρώ, ετούτο παρακαλώ πράξε και εσύ για ετούτους.
Βαρύς ο σταυρός Πατέρα, και τα γόνατα λύγισαν, μα να, έστειλες έναν άγγελο βγαλμένο από το πλήθος να με βοηθήσει και να κρατήσει για λίγο τον Σταυρό, και μια γυναίκα που δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυα και που το ένιωθε πως ήμουν και δικός της γιος, μου έδωσε ένα καθαρό μαντήλι να ξεπλύνω το πρόσωπό μου, ευλογημένη ας είναι στους αιώνες και αυτή και το μαντήλι…
Ο ιδρώτας ανάκατος με το αίμα, μού θολώνει την όραση, μακριά ο Κρανίου Τόπος, και ο Σταυρός σαν να βαραίνει πιότερο, Πατέρα, και ο φόβος στην ανθρώπινη φύση μου είναι, πόσο μακρύς ο δρόμος και πόση ανηφόρα Θεέ μου και Πατέρα μου…
Εδώ με σταυρώνουν σαν ληστή κοινό, εδώ και το ανθρώπινο πάθος μου – λυπήσου με Πατέρα, πάρε με γρήγορα κοντά Σου – να η γλυκιά μου Μάνα, λυπήσου και Τούτην, λυπήσου και συγχώρεσε και όλους όσοι δεν πίστεψαν, σιμώνει η ώρα που και αυτοί θα πειστούν…
Τάφος δικός μου δεν πρόλαβε να λαξευτεί, φτωχός μαραγκός ήταν ο σύζυγος που όρισες για την Μάνα, και εγώ από εκείνον φτωχότερος, ευλογημένος ο Ιωσήφ ο εξ Αριμαθαίας που τον δικό του ακριβό τάφο θα μου παραχωρήσει για ημέρες τρεις.
Α, ευλογημένος και ο στρατιώτης που κλαίγοντας θα με λογχίσει απαλά όσο να σιγουρευτεί και εκείνος πως το πνεύμα παρέδωσα, ευλογημένος ο Λογγίνος, έτσι θα τον θυμούνται, ευλογημένος και ο Γολγοθάς, ο Κρανίου Τόπος, ευλογημένοι και όσοι τον ανεβούν στα χρόνια που μετά τον φυσικό μου θάνατο σε εμένα θα πιστέψουν.
Δώσε τους μεγάλο Γολγοθά, Πατέρα, για να δυναμώνει η πίστη τους, στέλνε τους βαρείς σταυρούς να μάθουν με περισσή πίστη να τους σηκώνουν.
Πατέρα μου αγαθέ, λιποψυχώ για τελευταία φορά, ακόμη με βασανίζει η ανθρώπινη φύση και μια φωνή του Πειρασμού που μου ψιθύρισε το φαρμακερό «Αν;»
Αν απαρνιόμουν Εσένα, τον Δημιουργό των πάντων, ορατών και αοράτων Μέγα Άρχοντα, τον Κύριο απασών των ψυχών, γεννημένων ή μη, τον αγαθό, φιλεύσπλαχνο και ελεήμονα Πατέρα, αν;
Μια ζωή φυσιολογική και μια προδοσία στην θεία μου αποστολή. Προδοσία!
Ευλογημένος και ο Ιούδας που με κλάματα πείστηκε τελικά πως όφειλε να βοηθήσει στην πραγμάτωση των Γραφών, δεν θα το αντέξει, ήταν αγαπητός μου μαθητής και εγώ ο αγαπημένος δάσκαλός του, δεν άντεξε να δει τα όσα περνώ και αμάρτησε αφαιρώντας τη ζωή του μόνος του.
Όχι, όχι, δεν ήταν προδοσία, συγχώρεσε την πράξη του αδερφού μου, ακόμη μια αμαρτία για τον Αμνό του Θεού.
Βλέπω το αίμα μου να ποτίζει τον λόφο ετούτο, και τον ευλογώ, τον καθαγιάζω, του αλλάζω και το όνομα στους αιώνες των αιώνων, μόνο το «Γολγοθάς» να μείνει, το «Κρανίου Τόπος» να σβηστεί, ευλογημένος, κάθε σταγόνα αίμα μεταλάσσει τον λόφο, τον ξαναβαφτίζει στους αιώνες, η γη ετούτη δέχεται την θεία ουσία για μία και μοναδική φορά και μετουσιώνεται…
Εις τους αιώνας των αιώνων, αν εγώ μισός άνθρωπος μισός Θεός έχω από Εσένα δοσμένη την εξουσία της συγχώρεσης τούτο πράξε και Εσύ για τους αδερφούς μου, πεπλανημένοι και δεν γνωρίζουν τι πράττουν.
Πατέρα μου αγαθέ και ελεήμων, το πνεύμα μου παραδίδω Σου μα σε ημέρες τρεις, τότε, τότε θα ολοκληρώσω την θυσία μου με την Ανάστασή μου, «τον θάνατον καταπατήσας, τον δε Διάβολον καταργήσας.»