Δεν είχε δρασκελίσει το κατώφλι του δωδέκατου χρόνου του ο μικρός Ηλίας, μόλις που είχε τελειώσει το Δημοτικό Σχολείο και μάλιστα με άριστα 10 και με διαγωγή κοσμιοτάτη. Ο δάσκαλος του χωριού, από την Τετάρτη τάξη είχε εντοπίσει ότι ο Ηλίας ήταν ένας θαυμάσιος μαθητής και είχε προειδοποιήσει τον πατέρα του να κάνει τ’ αδύνατα δυνατά να τον στείλει στο Γυμνάσιο γιατί του έλεγε ότι τέτοια μυαλά δεν πρέπει να μένουν μεσόστρατα στο μονοπάτι της αμάθειας. Κάτι είχε εντοπίσει ο δάσκαλος για τις προθέσεις του πατέρα του Ηλία, με κάποια μισόλογα που άκουσε στις συγκεντρώσεις των χωριανών στο μικρό καφενείο του χωριού, ιδίως μετά την λειτουργία της Κυριακής.
Ο Ηλίας, ήταν το τρίτο αγόρι στην σειρά των παιδιών της οικογένειάς του. Πρώτος ήταν ο Αντώνης, δεύτερος ήταν ο Ανέστης και τρίτος στην αράδα ο Ηλίας. Ζούσαν δε σε ένα μικρό ορεινό χωριό, σκαρφαλωμένο σε μια γραφικότατη πλαγιά της πεντάμορφης Όρθρυς, ανάμεσα σε χιλιόχρονα λογής – λογής δέντρα και θεόρατα έλατα. Ο δόλιος ο Ηλίας, από την Πρώτη τάξη του Δημοτικού ήξερε ή μάλλον είχε αντιληφθεί ότι οι γονείς του τον προετοίμαζαν για γεωργοκτηνοτρόφο, φράζοντας τον δρόμο των παραπέρα σπουδών του και τούτο το είχε καταλάβει ακούοντας διάφορες συζητήσεις των γονιών του, που γίνονταν, ιδίως τα τελευταία χρόνια, με τα άλλα δύο αδέλφια του. Δεν ήθελε όμως να πιστέψει ότι οι γονείς του θα του έκοβαν τα φτερά των ονείρων του σύριζα από την πρώτη κιόλας στιγμή στην μικρή του φωλιά, πριν δυναμώσουν, και πετώντας να γνωρίσει τον κόσμο από ψηλά.
«Εσύ Αντώνη μου, θέλω να γίνεις δάσκαλος και ο λόγος είναι ότι δεν έχουμε την οικονομική ευχέρεια για το Πανεπιστήμιο. Φτωχοί άνθρωποι είμαστε και στο λέω αυτό Αντώνη μου…» έλεγε ο πατέρας «…γιατί δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Πονάει η ψυχή μου βέβαια που το ξεστομίζω αυτό αλλά δεν γίνεται διαφορετικά».
»Εσύ Ανέστη μου…» έλεγε ο πατέρας, «…μην πλάθεις πολύ μεγάλα όνειρα κι επειδή είσαι ψηλός άνδρας θα ήθελα να γίνεις χωροφύλακας. Τα χρήματα που διαθέτουμε για τις παραπέρα σπουδές σας είναι πολύ λίγα».
«Κι εγώ πατέρα;» έλεγε ο Ηλίας, γιομάτος απορία και με τη θλίψη στα πρασινογάλανα μάτια του.
«Τι θέλεις να γίνω εγώ;»
«Εσύ Ηλία μου θα γίνεις ένας μεγάλος νοικοκύρης του χωριού. Έχουμε ένα ζευγάρι βόδια για να οργώνουμε τα χωράφια μας, θα αγοράσουμε και λίγα γίδια, μια αγελάδα και θα περνάμε μπέικα στο χωριό μας. Βέβαια, ήθελα να σπουδάσεις κι εσύ, να γίνεις ότι εσύ θέλεις, αλλά… όπως είσαι λογικό παιδί, καταλαβαίνεις ότι αυτό είναι αδύνατο να γίνει».
Ο μικρός Ηλίας βέβαια δεν έλεγε τίποτα απολύτως και σιγά – σιγά το πίστεψε ότι δεν ήταν δυνατόν να γίνει τίποτα διαφορετικό από αυτό που είχαν αποφασίσει οι γονείς του. Η απογοήτευση όμως, όσο ο καιρός περνούσε, διακρινότανε πιο έντονη στο ροδοκόκκινο πρόσωπό του, ενώ τις νύχτες, ιδίως όταν δρασκέλισε το κατώφλι της Πέμπτης Δημοτικού, με άριστα 10 μάλιστα, για την Έκτη τάξη, κρυφοέκλαιγε. Παρακαλούσε δε το Θεό να φωτίσει τους γονείς του ώστε να αλλάξουν γνώμη για τις παραπέρα σπουδές του.
Αυτή βέβαια την αλλαγή της συμπεριφοράς του μικρού Ηλία δεν ήταν δυνατόν να περάσει απαρατήρητη από τα μάτια του δασκάλου του. Έβλεπε ο δάσκαλος, ότι ο μικρός Ηλίας από γελαστό και χαρούμενο παιδί που ήταν είχε γίνει μελαγχολικό και προτιμούσε να μένει μόνος διαλέγοντας μια γωνιά ιδίως στα διαλείμματα. Στα διαγωνίσματα δε της Πέμπτης τάξης, θέλεις από αντίδραση ή θέλεις από πείσμα, έγραψε σε όλα τα μαθήματα άριστα. Δεν χάρηκε όμως όσο θα έπρεπε να χαρεί, όπως δηλαδή χάρηκαν οι άλλοι συμμαθητές του που είχαν γράψει κι εκείνοι άριστα. Το ‘’μπράβο’’ του δασκάλου το εισέπραξε σχεδόν αδιάφορος. Η συμπεριφορά του αυτή κίνησε πάλι την περιέργεια του δασκάλου του και σε ένα διάλειμμα τον κάλεσε στο γραφείο του και τον ρώτησε γιατί είναι θλιμμένος και γιατί δεν πανηγύρισε για την απόδοσή του.
«Α…» είπε ο Ηλίας, «δεν έχω όρεξη κύριε και στο κάτω – κάτω γιατί να χαρώ; Ξέρω ότι είμαι καλός μαθητής κι επίσης ξέρω ότι η συμπεριφορά μου δεν είναι αυτή που ήταν πρώτα. Πολλά ξέρω κύριε αλλά προτιμώ να τα κρατήσω μυστικά και να μη τα πω σε κανέναν. Τι μου φταίνε οι γύρω μου; Γιατί να τους κάνω να στεναχωρηθούν;»
Τώρα, όσο κι αν επέμενε ο δάσκαλος να μάθει το γιατί ο Ηλίας άλλαξε τόσο πολύ δεν το έμαθε. Έμαθε όμως μερικές αλήθειες από τον πατέρα του Ηλία όταν συζήτησαν σε κάποιες τυχαίες συναντήσεις τους. Μια από τις αλήθειες ήταν ότι οι γονείς του Ηλία είχαν αποφασίσει να μην στείλουν το παιδί, όπως έκαναν με τους αδελφούς του, για παραπέρα σπουδές.
«Αυτή είναι η ρίζα του κακού…» έλεγε ο δάσκαλος.
«Του έχουν κόψει τα φτερά σύριζα και δεν πλάθει όνειρα για την παραπέρα ζωή του» και κουνώντας το κεφάλι του μονολογούσε:
«Αυτό που θέλουν να κάνουν είναι έγκλημα. Όμως, πρέπει να κάνω το καθήκον μου. Έχω χρέος…» έλεγε, «…να πω στους γονείς του, ότι ο Ηλίας είναι πολύ καλός μαθητής και δεν πρέπει να σταματήσει τις σπουδές του. Είναι έγκλημα να σκέφτονται να πράξουν κάτι τέτοιο».
Όταν έφτασε το τέλος της σχολικής χρονιάς, ο Ηλίας, παίρνοντας το απολυτήριο της Έκτης Δημοτικού με άριστα δέκα, φιλώντας το χέρι του δασκάλου του, τον κοίταξε κατάματα με απίστευτο παράπονο ζωγραφισμένο στα δακρυσμένα μάτια του και του λέει σχεδόν μέσα από τ’ αναφιλητά του:
«Δεν θα με στείλουν στο Γυμνάσιο κύριε, το ξέρω. Άλλοι αποφασίζουν για την τύχη των φτωχών παιδιών κι όχι τα ίδια τα παιδιά. Σου υπόσχομαι όμως κύριε ότι δεν θα μείνω με τα χέρια σταυρωμένα. Θα παλέψω και μια μέρα θα έρθει η δικαίωση».
Ο δάσκαλος δεν πρόλαβε να πει τίποτα στον μικρό ξυπόλυτο μαθητή του. Ένιωσε όμως ότι δύο σταγόνες καυτά δάκρυα, μεγάλες σαν τις σταγόνες της βροχής, ήταν έτοιμες να κυλίσουν στα μάγουλά του. Δεν πρόλαβαν όμως. Γύρισε το πρόσωπό του προς την άλλη κατεύθυνση και με μια γρήγορη κίνηση τα σκούπισε, βρέχοντας την παλάμη του χεριού του.
Ο Ηλίας, ποτέ δεν ανέφερε στους γονιούς του γιατί δεν τον έστειλαν στο γυμνάσιο. Άλλωστε δεν θα ωφελούσε σε τίποτα. Έμεινε στο χωριό εξασκώντας το επάγγελμα του γεωργοκτηνοτρόφου. Δεν έπαψε όμως ποτέ να διαβάζει λογιών – λογιών βιβλία πλάθοντας άλλα όνειρα. Τέλος, όταν ερχότανε τα παιδιά του χωριού και τ’ αδέλφια του στις διάφορες διακοπές τους, Πάσχα, Χριστούγεννα κλπ, στις συχνές συναθροίσεις τους, ενώ εκείνα έλεγαν τα δικά τους όνειρα ο Ηλίας δεν έλεγε απολύτως τίποτα. Τους άκουγε αδιάφορος.
Στην ερώτηση δε των αδελφών του τι σκοπεύει να κάνει στο μέλλον, ο Ηλίας έλεγε:
«Φρόντισαν οι γονείς μας για την δική μου τύχη. Εγώ τι άλλο μπορώ να κάνω εκτός από το να ακολουθήσω το στρατί που διάλεξαν εκείνοι ν’ ακολουθήσω» και η συζητήσεις σταματούσαν εκεί.
Έτσι περνούσαν τα χρόνια για τον Ηλία, οργώνοντας τα χωράφια του αλλά διαβάζοντας συνέχεια πολλά και διάφορα βιβλία.
Τώρα, όταν ήρθε ο καιρός να πάει κι εκείνος να υπηρετήσει την πατρίδα, φεύγοντας, το μόνο πράγμα που ζήτησε από τους γονιούς του ήταν να του δώσουν την ευχή τους και οι γονείς του αυτό έκαναν. Θέλοντας όμως να εξιλεωθούν για την αδικία τους προσπάθησαν να δικαιολογηθούν λέγοντάς του ότι δεν ήταν δυνατόν να τον σπουδάσουν και κείνον. Δεν πρόλαβαν όμως· του διέκοψε αμέσως.
Ο Ηλίας έφυγε για να ντυθεί στρατιώτης, ντύθηκε, υπηρέτησε την πατρίδα αλλά ποτέ δεν ξαναγύρισε στο χωριό. Έγραφε γράμματα στους γονιούς του ότι είναι καλά και τίποτα περισσότερο. Δεν είχε χρόνο, έγραφε στις λιτές επιστολές του.
Τέλος, όταν η Ηλίας πήρε το απολυτήριο του στρατού, αμέσως, γράφτηκε σε ένα νυχτερινό Γυμνάσιο. Η δίψα για μάθηση δεν είχε φύγει από το σκέψη του ποτέ. Έπιασε δε μια δουλειά του ποδαριού στην Αθήνα και συνέχισε τις σπουδές του δουλεύοντας συγχρόνως. Οι γονείς του, που δεν ήξεραν το λόγο γιατί δεν γύρισε στο χωριό μετά την απόλυσή του, ανήσυχοι τον ρώτησαν στο τηλέφωνο, που εκείνος τους έπαιρνε κάπου – κάπου για να μαθαίνει τι κάνουν. Ο Ηλίας τους έλεγε:
«Θα έρθω κάποτε… μην ανησυχείτε για μένα, καλά είμαι».
Πολλά ειπώθηκαν στην μικρή κοινωνία του μικρού χωριού για τον Ηλία. Άλλοι έλεγαν ότι έμπλεξε με τα ναρκωτικά, άλλοι έλεγαν ότι έπαθε κάποιο ατύχημα και ντρέπεται να γυρίσει στο χωριό του σακάτης. Την αλήθεια την έμαθε ο αδελφός του ο μεγάλος, ο Αντώνης. Πήγε στην αστυνομία, έμαθε την διεύθυνση του δωματίου του και πήγε και τον συνάντησε.
Ο Ηλίας κατάφερε και έκανε πραγματικότητα το όνειρο που ήταν φωλιασμένο στη ψυχή του.
Σπούδασε Δασολόγος, όμως δεν ξαναγύρισε ποτέ στο χωριό του.
«Με πληγώνουν…» έλεγε, «…τ’ αγκάθια των αναμνήσεών μου και της αδικίας!»