Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Ποιητές και ριμαδόροι σχολιάζουν την επικαιρότητα

Χριστός Ανέστη και… Για όλους

Αφού τον σταυρώσαμε, τον κλάψαμε ταφέντα
και για μιαν ακόμη χρονιά τον αναστήσαμε
τον Υιό του Ανθρώπου,
πολύ την ευφρανθήκαμε,
με κρασί κόκκινο σαν αίμα και μ’ αμνού κρέας,
τούτη την Ανάσταση·
τι λύτρωση ψυχών και σωτηρία σωμάτων φέρνει,
ως μέρα ελευθερίας και απελευθέρωσης
από τον φόβο του Θανάτου…
Μα σαν εσήμανε του εσπερινού η καμπάνα,
φέτος η γιορτή έλαχε μετά το Πάσχα,
στου Αη Γιώργη το ‘ρημοκκλήσι,
θυμηθήκαμε τους γήινούς μας φόβους·
κλίναμε το γόνυ ευσεβώς·
προσευχηθήκαμε σεμνά
των δικών μας ανθρώπων η ψυχές,
απ’ εκεί όπου σαν βιγλάτορες μάς προσέχουν,
γενναίες παρά τω Θεώ να φαίνονται·
πάντοτε να ‘ναι
στους αγώνες κατά των δρακόντων νικήτριες…
Και με το θάρρος των
τις καρδιές μας κάθε στιγμή να γεμίζουν
όπως η γριές το καντήλι κάθε βράδυ,
εδώ και χρόνια,
με αγνό λαδάκι και πανάρχαιες ψαλμουδιές,
στο εικονοστάσι·
εις μνήμη νεκρών, εις υγείαν ζώντων,
με αγάπη άσβεστη για όλους…

Γ. Η. Ορφανός

Ιδού…

Στημένοι πίνακες στο οικοσύστημα
καθημερνότητας είν’ οι εικόνες μας,
πεδία ευάλωτα πάσες πλατφόρμες μας.

Πώς ν’ αναγάλλιαζε κάθε μας οίκημα
μες στην ατμόσφαιρα την ομιχλώδη μας
μέσα στα δύσβατα και τα πετρώδη μας;

Στης πολιτείας μας το κάθε σύστημα
καθώς υπόγεια, μπετόν και πίσσα μας,
καθώς καλώδια εφάπτονται ίσα μας…

Μα στην ελπίδα μας μέσα στην Πίστη μας,
εντός του ύδατος πάντες ξεφεύγουμε,
στη συμπαγή μας υλικότητα διαφεύγουμε!

Στο φως του το Άκτιστο του πάντων Κτίστη μας,
ωσάν φτερούγες μάς ανοίγουν, φεύγουμε,
και στα ουράνια πάντες οδεύουμε.

Μες στην Υφήλιο που παρακμάζει,
στο έλεος Του μεστή η δικαίωση
κι η σωτηρία γίνεται εδραίωση.

Ιδού μας λέγει, τόπο ετοιμάζει
επισκευή εντός μας κι αναπαλαίωση,
και στην κατοίκηση, στων πάντων ένωση.

Λένα Αλυγιζάκη

Είθε

Μην αντιμάχεσαι, άνθρωπε, το χρόνο
αφού δεν πρόκειται να τον νικήσεις,
αλλά τι ανίκητο, μην τον μισήσεις
τον παιδοκτόνο τούτο χρόνο- Κρόνο.

Υπηρετεί τον αδερφό του χώρο
μαζί και τη Μητέρα μας τη φύση
το χώρο αυτός π’ αδειάζει, να γεμίσει
με νιες ζωές· τ’ ατίμητο της δώρο!

Κι η γη κι η φύση τώρα κινδυνεύουν
από των Ισχυρών την απληστία
το χρήμα και τον Άρη που λατρεύουν…

Είθε, στων ανταγωνισμών τη δίνη,
η εύθραυστη μη σπάσει ισορροπία
με θύμα την παγκόσμια ειρήνη…

Ελισάβετ Διαμαντάκη – Κωνσταντουδάκη

Ιστορικό Αρχείο Κρήτης

Το Ιστορικό Αρχείο, που εδρεύει στα Χανιά,
Ιωάννου Σφακιανάκη και τη Γιάνναρη γωνιά,
είναι παραμελημένο από όλους γενικά,
τους φορείς και υπευθύνους και Χανιώτες ειδικά.
Μεταξύ μας μάλλον ότι, δεν φορούν ακουστικά
και χρειάζονται καμπάνες, για ν’ ακούσουν τελικά.
Ο Πλυμάκης το ‘χει γράψει, όχι μια και δυο φορές
και φωθιές έχουν ανάψει, οι δικές τ’ αναφορές.
Μα σε χρόνο παρελθόντα, ρίμες έγραψα και ‘γω
κι ας μου λείπανε τα φόντα, φανερά ομολογώ.
Είναι πολύ το υλικό, που σε σακιά μουχλιάζει,
μα σύγχρονο πολιτικό, ετούτο δεν πειράζει.
Ο Κυριάκος και η Ντόρα, τα παιδιά του Μητσοτού
άνετα μπορούνε τώρα και με χρήση κινητού,
εντολή ρητή να δώσουν, στους αρμόδιους φορείς,
το Αρχείο να στελιώσουν, πριν τους πιάσει ο… Σουρής.
Υποχρέωση μεγάλη, θα ‘χ’ η πόλη των Χανιώ,
σ’ όποιον τα θεμέλια βάλει, έστω και με το στανιό.
Θα φανεί και τ’ όνομα του και με γράμματα χρυσά
και θα χαίρετ’ η καρδιά του, αιωνίως περισσά.
Για το λόγο τούτο μόνο, η παρέα μας ζητά
κι απαιτεί αυτό το χρόνο, να βρεθούν τα μετρητά.
Νέο σπίτι ν’ αποκτήσει, το Ιστορικό Αρχείο,
την κακοκαιριά ν’ αφήσει, γιατί μοιάζει… πειθαρχείο.
Κι ο Κωστής ο Φουρναράκης, ο εκεί αρχειονόμος,
που δουλεύει με μεράκι, να δικαιωθεί συντόμως.

Εννιαχωριανός

Μπουρμάδες εξυπνήσανε

Μπουρμάδες ονομάζανε Τούρκοι τσοί εξωμότες
μερκοί τσαποκαλούσανε στον πόλεμο προδότες.
Μπουρμάδες εγινήκανε μερκοί επά στη χώρα
μα εκρυβότανε μαθώς ποτές μη βγουν στη φόρα.
Διαστροφές εις το λαό τα χρόνια του εμφυλίου
βελτιωθήκανε πολύ λόγο εντίμου βίου.
Όμως ξαναγεννήθηκαν τα τελευταία χρόνια
μερκοί τροζοί δε θέλουνε να κάμουμε ομόνοια.
Εις την αρχή εβγήκανε σα φύλακες του έθνους
μα γίνηκαν αντιληφτοί σκύβουν μη τσέχουν νέτους.
Αργότερα φανήκανε σαν φύλακες τση πατρίδας
εκειά τσοί καταλάβανε χάσανε καθ’ ελπίδας.
Μιάν εποχή ακούστηκε ελέγχουνε τσοι νόμους
οι αστυνόμοι τσοίπιασαν σαν βέρους παρανόμους.
Πάλι συγκεντρωθήκανε συντάγματος προστάτες
όμως αποδειχτήκανε τσί κοιωνίας γδάρτες.
Πρόσφατα, εισχωρήσανε στα γήπεδων παιγνίδια
και καταφέρανε τροζά να βγάλουνε τα ίδια.
Φονιάδες ετρυπώξανε εδά στην κοινωνία μας
με όπλα κάθε λογής σκότωσαν τα παιδιά μας.
Καθημερνά μαθαίνουμε πως η αστυνομία
κάνει άθλους και θαύματα στσ’ Ελλάδας τα σημεία.
Πιάνει ομάδες αθλητών που στέσανε μπουρμάδες
γίναν του κόσμου τα παιδιά στα γήπεδα φονιάδες.
Παιδιά π’ ανατραφήκανε με ήθη των Ελλήνων
γινήκανε κι αυτά εδά όργανα ατσουπάδων.

Μαδαρίτης

Βήματα

Χιλιάδες βήματα μακριά, χίλια κι ακόμα τόσα…
Είσαι Θεός; λιγόστεψε τα μαύρα βήματά μου,
κάνε ξημέρωμα γλυκύ να μ’ έβρει πρίχου* φτάσω
στην ξένη Γη ν’ αναπαυθώ με τον καημό σαράκι
που έφαγέ μου την ψυχή, τρύπωξε στο μυαλό μου
και βρήκε τόπο να σταθεί: τα μαύρα δάκρυά μου
και της καρδιάς το θησαυρό που απορώ ποιος είδε.
Ποιος είδε και ποιος ένιωσε πως «πόνος» ήταν κι όχι
«οίστρος της ποίησης βαρύς και τάλαντο» κανένα
απού’βαζε τα λόγια μου ομάδι σε στιχάκια.
Είσαι Θεός! και μέγιστα όλα τα ποιήματά Σου
μα, βόηθα μένα την μικρή που πίστεψα ανοήτως
πως «όπου Γης, εκεί πατρίς!»  Αλίμονο! το ψέμα
βαρύ όποιος το σκέφτηκε και πρίχου καλονιώσει
την αμαρτία την πικρή, πετά ο λόγος, πάει…
Πόσο μακραίνει, σκέφτομαι, τ’ ανθρώπου η λαχτάρα
για μια πατρίδα μακρινή, για έναν τόπο θείο
όπου μονάχα στ’ όνειρο φτάνει να περπατάει,
να ανεριγιά*, να λύνονται τα γόνατα απ’ τον πόθο,
κι απ’ του καημού το βάσανο που τελειωμό δεν έχει.
Μόνο καημό. Μόνο σιωπή. Βουβό ένα κλάμα μόνο.
Είσαι Θεός; Λυπήσου με και ευθύς ρίξε πελέκι*
να κάψεις τούτην τη ζωή, αλλού να ξημερώσω.
Κι αν με ρωτήσουνε ξανά αν θέλω άλλον τόπο
«όχι» θα πω! «όχι» θα πω! μα στων Σφακιών την πέτρα
βλόγησε Θε μου να βρεθώ για μια ζωήν ακόμα.
Τα πλούτια δεν ‘ποσβήνουνε τ’ ανθρώπου τη λαχτάρα
κι αν με ρωτάς, «όχι» θα πω, ας γίνω φτωχοπούλα
μόνο στις πέτρες Άρχοντα, στον λιολουσμένο τόπο
κάθε πρωί να χαιρετώ στο χρυσαφένιο άρμα
τον όμορφο Φαέθοντα που θα με καλοβλέπει
πανευτυχής, θαρρώ, κι αυτός για την καλή μου τύχη
να γεννηθώ ξανά, ξανά στου Λιβυκού την άκρια.
Ξάφνου πουλί γλυκόλαλο στέκει σιμά και λέει:
«Ασέβεια να δείχνουμε, Κυρά, πρέπον δεν είναι,
μουδέ τα ζώντα να ρωτούν του Αφέντη την θεότη.
«Είσαι Θεός;»! Πώς τόλμησες θνητή να Τον ρωτήσεις!
Και Του ζητάς να μην κυλά τη Ρόδα των Αιώνων
και να σταθεί, να καλοδεί ποιος τόλμησε να υψώσει
θνητό του το ανάστημα και να Τον αντικρίσει!
Θε μου συχώρα την θνητή, νομίζει μία είναι
που θρόνιασε το θράσος της στις απορίες τάχα!»
Είπε πουλάκι τ’ ουρανού πριν μακριά πετάξει…
Συχώρα Θε μου την θνητή σαν όμοιασε με θράσος
του νόστου το παράπονο και του καημού η πίκρα.
Κατέχεις όμως: «Σφακιανός» αλλιώς σημαίνει ότι
σε Σε μιλιούμε. Προσευχή δεν κάνουμε σαν άλλους
μα, σαν Πατέρας σοβαρός πάντα στο νου μας στέκεις.
Στον ώμο Σου κουρνιάζουμε σαν τ’ ουρανού τα ζώντα
κι αποζητούμε πατρικό το χάδι, την στοργή Σου.
Σιργουλευτά* παράπονα γροικάς, και κάθε δάκρυ
στην αγκαλιά Σου σβήνεται, γίνεται ατμός και πάει.
Αλλιώς Θε μου ξανοίγουμε κάθε που χρυσοφέγγει
πώς φτάνουν οι αχτίδες Σου, πώς Σε δοξολογούνε.
Και τις ρωτώ, και τις ρωτώ, σαν αδερφές χαμένες,
πώς είναι στην Πατρίδα μου, μέρα πώς ξημερώνει;
Ακούγεται το όνομα; θυμούνται την μορφή μου;
Χιλιάδες βήματα μακριά κι όλοι σ’ αποξεχνούνε
και μένει μόνο ένα φιλί  στην πυρωμένη πέτρα
να πάρει ο λίβας ο ακριβός, βόλιτα να το πάει
κι απής* να το ξανακουμπά στον λιοκαμένο τόπο.
Περνούν οι χρόνοι, χάνονται και απομένει μόνο
μια αχνοθύμηση φτωχή που ο καιρός θαμπώνει.
Πατέρα μου αγαπητέ, σεβάσμιε Πατέρα,
μην κακοβάζεις του πουλιού  όσα ανοήτως είπε.
Εμένα γροίκα* μοναχά, το δόλιο το ξενάκι
που η ρίζα μου δεν κόβεται, πονάει και ματώνει…
Κάθε πρωί. Κάθε νυχτιά. Κάθε μια νέα μέρα
ολόιδια της χτεσινής κι αυτής που ξημερώνει…
Και το πουλί σαν ένιωσε τον λάθος λογισμό του
ξανά ζυγώνει με, ξανά αρχίζει να μου κρένει*.
«Συμπάθα με Κυρούλα μου, ορθά τα όσα είπες.
Αλλιώς μιλάτε στον Θεό στον μακρινό σου τόπο.
Για σας η Ρόδα σταματά! αλλιώτικα γροικά σας!
Πόνος αλλιώτικος, θαρρώ, και το βαρίδι άλλο
του μέγα Κοσμοκράτορα που, φάνηκέ μου ίδιους
μας έχει όλους στη ζωή. Λάθος! ΕΙΣΑΙ η μία
που είδα Τον πώς σε γροικά, πώς σε θωρεί Τον είδα…
Μα δεν ‘ποσβήνουνε Κυρά οι πόνοι των ανθρώπων
μον’ στέκονται αραδιαστά κι ολοχρονίς πληθαίνουν.
Σαν τάφου πλάκα ασήκωτη, φορές, τόσο βαραίνουν…
Θέσε Κυρά στο πλάι μου, γλυκοτραγούδησέ Του
και ζήτησε τού Αφέντη μας ευθύς να σε κοιμίσει,
ευθύς στα άγια χώματα να σε καλοξυπνήσει!
Ευθύς Κυρά, μην χάνεσαι στο κλάμα και στα «ίσως».
Περνά ο καιρός και χάνονται στιγμές μαλαματένιες
στην μακρινή πατρίδα σου την ωριοπλουμισμένη…»
Ελάλησέ μου το πουλί κι απόμεινα μονάχη
να τραγουδώ ψιθυριστά και να παρακαλάω.
Συχώρα Θε μου την φτωχή…

Καλλιόπη Πολενάκη

*πρίχου = πριν, *ανεριγιώ = ανατριχιάζω, νιώθω ρίγος
*πελέκι = πέλεκυς, *σιργουλευτά = με καλό τρόπο
*απής/απόης = μετά, *γροικάω/γροικώ = ακούω
*κρένω = λέω, μιλώ

Υ.Γ. οι επεξηγούμενες λέξεις της κρητικής ντοπιολαλιάς περιλαμβάνονται στο βιβλίο μου ΒΗΜΑΤΑ, και είναι γλωσσάρι μόνο για τους μη Κρήτες.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα