Τρίτωσε το κακό, σε διάστημα μόλις μιας εβδομάδας, για έναν ιδιοκτήτη καντίνας στον Σταυρό Ακρωτηρίου καθώς έπεσε θύμα διαδοχικών διαρρήξεων. Και δεν ήταν ο μόνος, αφού στην περιοχή είχαμε τις συνηθισμένες κλοπές στα καύσιμα αλιευτικών, αλλά και άλλες δολιοφθορές. Μετά από αυτό αναγκάστηκαν να προσλάβουν φύλακα για τις βραδινές ώρες.
«Δεκαέξι χρόνια έχω την καντίνα και άλλες φορές είχα πέσει θύμα διάρρηξης, μια φορά τη σεζόν, δύο, αλλά πρώτη φορά τρεις διαρρήξεις σε μια εβδομάδα», αναφέρει στα ´Χ.Ν.´ ο κ. Νικήτας Φουντουλάκης, ιδιοκτήτης της καντίνας.
Ολα ξεκίνησαν πριν από λίγες ημέρες.
«Την πρώτη φορά ξήλωσαν τις πόρτες και τα παράθυρα και πήραν 50 ευρώ σε ψιλά που τα είχαμε στη μηχανή για να μην ψάχνουμε λεφτά για ρέστα την επομένη το πρωί. Αλλαξα λουκέτα και κλειδαριές και μετά από έξι μέρες ξαναήρθαν, έσπασαν την πόρτα, μπήκαν πάλι μέσα και πήραν 30 ευρώ. Αναγκάστηκα στη συνέχεια και έβαλα πινακίδα ότι άδικα σπάνε τις πόρτες και τα παράθυρα, δεν πρόκειται να ξαναβάλω λεφτά μέσα. Την Πέμπτη ήρθα και είδα το ψυγείο σπασμένο. Είχαν πάρει 120 μπουκάλια μπίρα αυτή τη φορά! Οσες μπίρες είχα στο ψυγείο τις πήραν. Πρέπει να είχαν έρθει με κιβώτια άδεια για να πάρουν τόσες πολλές», εξηγεί.
Ο κ. Φουντουλάκης ενημέρωσε άμεσα την Αστυνομία, ενώ στον χώρο βρέθηκε και η Σήμανση για τα δακτυλικά αποτυπώματα των διαρρηκτών. «Μου είπαν ότι ελλείψει προσωπικού δεν μπορεί να καλυφθεί ολόκληρο το Ακρωτήρι και αυτό είναι ένα πρόβλημα, γιατί μιλάμε για μια περιοχή που μετά την πόλη των Χανίων έχει τον μεγαλύτερο πληθυσμό», αναφέρει.
Οι άγνωστοι διαρρήκτες φρόντισαν επίσης να σπάσουν λουκέτα και κλειδαριές σε βάρκες και αλιευτικά που ελλιμενίζονται στην περιοχή από τις οποίες πήραν ό,τι καύσιμο είχαν. Ανάλογες διαρρήξεις έχουν αναφερθεί και στο Μαράθι, όπως και σε άλλους λιμενίσκους του Ακρωτηρίου.
«Κατόπιν όλων αυτών στην περιοχή του Σταυρού πλέον υπάρχει φύλακας για τις νυκτερινές ώρες. Βάλαμε μαζί με τον ιδιοκτήτη των καρεκλών, θα δούμε μήπως βοηθήσουν και οι ψαράδες, έναν άνθρωπο εδώ τις βραδινές ώρες προκειμένου να προσέχει. Δεν γίνονταν αλλιώς», καταλήγει ο κ. Φουντουλάκης.