Λίγα 24ωρα πριν από τις κάλπες -κι ενώ βουλευτές διαφόρων κομματικών χώρων και παρατάξεων διασταυρώνουν τα ξίφη τους στα τηλεοπτικά παράθυρα κι ο λαός ψάχνει εναγωνίως ηγέτες ικανούς να τον οδηγήσουν εκτός κρίσης- ο Κινηματογράφος, εδώ και χρόνια, έχει βρει τους μακροβιότερους ´πολιτικούς´ αλλά και ηγέτες ικανούς να συνεγείρουν τα πλήθη.
«Η πολιτική ζωή και τα παρελκόμενά της σκιαγραφούνται παραστατικά στον κινηματογράφο, ήδη από τα πρώτα χρόνια της γέννησής του», εξηγεί στο ΑΜΠΕ η ιστορικός κινηματογράφου Λίνα Μυλωνάκη*, που μέσα από μία σειρά άρθρων για τους ηγέτες και τους βουλευτές στον κινηματογράφο και την οικονομική κρίση στο ελληνικό σινεμά, καταδεικνύει πως η έλξη του κινηματογραφικού φακού προς αυτά τα ζητήματα είναι μία τάση ισχυρή και διαχρονική.
ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΥΡΟΓΙΑΛΟΥΡΟ ΣΤΟΝ ΜΑΝΤΑ
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Λάμπρο Κωνσταντάρα, υποδυόμενο τον υπουργό Ανδρέα Μαυρογιαλούρο στην κωμωδία «Υπάρχει και φιλότιμο» (1965) του Αλέκου Σακελλάριου, να μοιράζει «λαγούς με πετραχήλια» και να πέφτει θύμα της απάτης των ίδιων των συμβούλων του, προτού ένα τυχαίο τροχαίο τον φέρει ενώπιον της πραγματικότητας και των ευθυνών του και τον οδηγήσει σε παραίτηση;
«Απ´ ό,τι κατάλαβα, σ´ αυτό τον τόπο το δύσκολο δεν είναι να είσαι υπουργός. Το δύσκολο είναι να είσαι κύριος!» καταλήγει, λίγο προτού παραιτηθεί, γράφοντας τη δική του ιστορία, με μία από τις δημοφιλέστερες ατάκες στο ελληνικό σινεμά.
Εξίσου αξέχαστη έχει μείνει η Ρένα Βλαχοπούλου ως βουλευτίνα, στην ομώνυμη ταινία του Κώστα Καραγιάννη. Η Ρένα Βαρλάμου, την οποία υποδύεται η δημοφιλής ηθοποιός, αναλαμβάνει την προεκλογική εκστρατεία του αρραβωνιαστικού της Περικλή Αράπη (Σταύρος Ξενίδης), με τόση επιτυχία, ώστε τελικά ? εκλέγεται η ίδια!
Αλλά και οι προεκλογικές συγκεντρώσεις είχαν τον «μάστορά» τους στον ελληνικό κινηματογράφο, που δεν ήταν άλλος από τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο, ο οποίος υποδυόμενος τον Κοσμά Σκούταρη στην ταινία «Τζένη -Τζένη» του Ντίνου Δημόπουλου κάνει στροφή 180 μοιρών και από τον υπερήλικα πολιτικό Γκόρτσο, τον οποίο στηρίζει, με στόχο να τον βάλει «με τη μαγκούρα στη Βουλή», μεταπηδά στο στρατόπεδο του «εχθρού» και στον νεαρό ανιψιό του ισχυρού εφοπλιστή, Νίκο Μαντά, τον οποίο όχι μόνο βάζει στη Βουλή, αλλά κάνει και γαμπρό του.
ΗΓΕΤΕΣ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
Μπορεί η μορφή του βουλευτή και των παντός τύπου τοπικών αρχόντων να έχουν τιμηθεί δεόντως από τον ελληνικό κινηματογράφο, δεν συμβαίνει, ωστόσο το ίδιο με τους ηγέτες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Όπως εξηγεί στο ΑΜΠΕ η Λίνα Μυλωνάκη, «ο ελληνικός κινηματογράφος καταγράφει μεν την έλλειψη των ηγετών, δεν αρέσκεται, ωστόσο να σκιαγραφεί συγκεκριμένα ηγετικά προφίλ» κι αυτό επειδή «η βιογραφία, το είδος που ασχολείται κατ? εξοχήν με το ζήτημα του ηγέτη, είναι δύσκολο κινηματογραφικά».
Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελεί η περίπτωση του Ελευθερίου Βενιζέλου, η προσωπικότητα του οποίου έχει αποτυπωθεί με τη μορφή βιογραφίας σ´ ένα ντοκιμαντέρ της Λίλας Κουρκουλάκου, που γυρίστηκε το 1966 και στην ταινία «Ελευθέριος Βενιζέλος 1910 -1927» του Παντελή Βούλγαρη, γυρισμένη το 1980.
«Οι δυσκολίες είναι δύο για τον ελληνικό κινηματογράφο: Αφενός μεν δεν υπάρχουν τα τεχνικά μέσα και τα χρήματα- δεν είναι (ο ελληνικός) κινηματογράφος βιομηχανίας, όπως το Χόλιγουντ ή το γαλλικό σινεμά, που έχουν την υποδομή να αποδώσουν προσωπικότητες- αφετέρου δε ως κοινωνία δεν έχουμε, ενδεχομένως, την ωριμότητα να απορρίψουμε ή να αποδεχθούμε μία βιογραφία» τονίζει η κα Μυλωνάκη, εξηγώντας πως και η κινηματογραφική μεταφορά της βιογραφίας του Ελ. Βενιζέλου δέχθηκε κριτική.
Υπογραμμίζει δε πως μία βιογραφία εκτός από πολυδάπανη είναι κι ένα κινηματογραφικό είδος που δεν θεωρείται ιδιαίτερα ελκυστικό.
ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ
Σε αντίθεση, ωστόσο, με τον ελληνικό κινηματογράφο, στο εξωτερικό, πρωτοπόροι σκηνοθέτες διαφορετικών σχολών και εθνικών κινηματογραφιών εμπνεύστηκαν και εξακολουθούν να εμπνέονται από τη ζωή μεγάλων ηγετών- και, μάλιστα, όχι μόνο από το χώρο της πολιτικής, αλλά και των επιχειρήσεων, του θεάματος και του αθλητισμού.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι παλιές κλασικές ταινίες, όπως ο «Ναπολέων» (1927) του Έιμπελ Γκανς, ο «Ιβάν ο Τρομερός» του Σεργκέι Αϊζενστάιν, ο «Ιούλιος Καίσαρας» (1953) του Τζόζεφ Μάνκιεβιτς, αλλά και πρόσφατες μυθοπλασίες, όπως ο «Δαντών» (1983) του Αντρέι Βάιντα και ο «Αλέξανδρος» (2004) του Όλιβερ Στόουν.
«Οι πολιτικοί ηγέτες κεντρίζουν συχνά το ενδιαφέρον των σκηνοθετών καθώς οι βιογραφίες τους συνιστούν, πέρα από την όποια κινηματογραφική τους αξία, ένα πολιτικό σχόλιο για την εποχή τους» αναφέρει η κα Μυλωνάκη.
Επισημαίνει δε πως τα κινηματογραφικά πορτρέτα των πολιτικών ηγετών δεν υπακούουν μόνο στους κώδικες της βιογραφίας, αλλά και στις αισθητικές και πολιτισμικές αντιλήψεις του πλαισίου παραγωγής τους, ενώ η δύναμη του ισχυρού και η ηγετική φυσιογνωμία δεν γνωρίζει φύλο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ως προς την τελευταία αυτή επισήμανση είναι η κινηματογραφική μεταφορά της ζωής ηγετών της πολιτικής, όπως της Εβίτα Περόν (Evita, 1996) και της Μάργκαρετ Θάτσερ (Σιδηρά Κυρία, 2011).
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Μπορεί το ελληνικό σινεμά να μην «δίνει» βιογραφίες, αλλά τα αδιέξοδα της οικονομικής κρίσης αποτελούσαν ανέκαθεν πηγή έμπνευσης για τα κινηματογραφικά σενάρια.
«Χρεοκοπημένες επιχειρήσεις, ´λουκέτα´ καταστημάτων, πτωχεύσεις εταιρειών, τυχοδιωκτισμός και παραοικονομία σκιαγραφούν ένα αβέβαιο οικονομικό περιβάλλον και περιγράφουν την εύθραυστη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, σχολιάζοντας άλλοτε χιουμοριστικά, άλλοτε (μελο)δραματικά το πώς οι Έλληνες αντιμετωπίζουν τη- διαχρονικά γνώριμη- κρίση» τονίζει η κα Μυλωνάκη.
Στη δεκαετία του ´50, οι ελληνικές ταινίες αναφέρονται στα σοβαρά βιοποριστικά προβλήματα των χαμηλών και μικρομεσαίων εισοδημάτων και η κάμερα παρακολουθεί απλούς ανθρώπους του μεροκάματου, οι οποίοι επιδίδονται σε ευκαιριακά επαγγέλματα προκειμένου να εξασφαλίσουν τα προς το ζην (βλ. “Σωφεράκι” (1952) του Γ. Τζαβέλλα, “Καφετζού” (1956) του Αλέκου Σακελλάριου κ.ά.), αλλά και σε ανεπίσημες μορφές εργασίας, τις λεγόμενες “δουλειές του ποδαριού”.
Κοινή συνισταμένη σε πολλές κινηματογραφικές ταινίες αποτελεί το μοτίβο της “κομπίνας”, το οποίο, όπως εξηγεί η ιστορικός κινηματογράφου, “υπονοεί την ανάδυση των νεόπλουτων, καθώς και τη λειτουργία ενός ισχυρού και εκτεταμένου κυκλώματος παραοικονομίας”. Καταχρήσεις, διαχειριστικές ανωμαλίες, φοροδιαφυγή, μικροκλοπές, υπεξαιρέσεις κερδών, προικοθηρία, εξαπάτηση βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Μάλιστα, όταν η παρανομία πηγάζει από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα “δικαιολογείται”, ενώ όταν προέρχεται από την άρχουσα τάξη, καταδικάζεται.
Στις δεκαετίες του ´70 και το ´80, μία σειρά ταινιών του Ντίμη Δαδήρα με τον Κώστα Βουτσά στο ρόλο του νεοέλληνα «Κώτσου» σχολιάζουν μέσα από φαρσικά επεισόδια τις συνέπειες της οικονομικής ένταξης της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ (π.χ. «Ο Κώστος και οι εξωγήινοι», «Ο Κώτσος στην ΕΟΚ», «Ο Κώτσος έξω από το ΝΑΤΟ»), ενώ στη δεκαετία του ´90 ο ελληνικός κινηματογράφος παρακολουθεί τις επενδυτικές απόπειρες των Ελλήνων επιχειρηματιών στα μετα-κομμουνιστικά Βαλκάνια («Μπίζνες στα Βαλκάνια», «Βαλκανιζατέρ» κ.ά.), αλλά και την εικόνα της Ελλάδας ως μίας χώρας που αποτελεί πλέον πόλο έλξης οικονομικών μεταναστών από χώρες της Βαλκανικής και της ΝΑ Ευρώπης («Απ´ το χιόνι»).
Σαφή αναφορά στην κρίση του Χρηματιστηρίου αποτελεί «Η φούσκα» (2001) του Νίκου Περάκη, ενώ την οικονομική κρίση ως σημείο αιχμής έχει το ντοκιμαντέρ “Debtocracy” (Χρεοκρατία), το πρώτο με παραγωγό τον ίδιο τον θεατή, όπως επισημαίνει η κα Μυλωνάκη.
*Η Αγγελική Μυλωνάκη είναι διδάκτορας του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ. Έχει δημοσιεύσει άρθρα για τον Κινηματογράφο σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά περιοδικά. Είναι συγγραφέας των βιβλίων “Δουλειές με φούντες” και “Από τις αυλές στα σαλόνια. Εικόνες του αστικού χώρου στον ελληνικό δημοφιλή κινηματογράφο (1950-1970)”.