Του ΠΑΥΛΟΥ ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
ΑΠΕ-ΜΠΕ
Γιατί η φωτογραφία του αρχηγού της «Χρυσής Αυγής» Νίκου Μιχαλολιάκου, αυτή την εβδομάδα, συνόδευε ένα μακροσκελές άρθρο με τίτλο «Με ποιόν τρόπο θα ψηφίσει ο εγκέφαλός σας;», που δημοσιεύθηκε όχι στο πολιτικό, αλλά στο επιστημονικό τμήμα της βρετανικής εφημερίδας «Τέλεγκραφ»; Διότι η σοβαρή οικονομική κρίση στην ευρωζώνη, η γενικότερη πολιτική πόλωση και ειδικότερα η άνοδος των ακραίων πολιτικών κομμάτων σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, έχει φέρει στο προσκήνιο ένα «αιρετικό» θέμα: Είναι άραγε οι πολιτικές -και οι εκλογικές- προτιμήσεις θέμα μόνο διαφορετικής πολιτικής ιδεολογίας και αντικρουόμενων οικονομικών συμφερόντων ή μήπως υπάρχουν επίσης επιστημονικές εξηγήσεις -και μάλιστα εγκεφαλικές- για την πόλωση και τον διχασμό του εκλογικού σώματος;
Βιολόγοι, ανθρωπολόγοι, νευροεπιστήμονες, κοινωνικοί ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι και πολιτικοί επιστήμονες έχουν συνεισφέρει σε αυτό τον προβληματισμό, που έχει αποκτήσει νέα επικαιρότητα μετά τη σύγκρουση Αριστεράς-Δεξιάς στη Γαλλία, την αντίστοιχη προεκλογική ένταση στην Ελλάδα, καθώς και την εντεινόμενη πόλωση στις ΗΠΑ μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, ενόψει των φετινών προεδρικών εκλογών. Πρόκειται για την παραδοσιακή «κόντρα» μεταξύ των «συντηρητικών» και των «προοδευτικών» σε όλο τον κόσμο, η οποία, με διάφορες εκφάνσεις, ανάλογα με την ιδιαιτερότητα κάθε χώρας, αναβιώνει κατά καιρούς, ιδίως πριν από εκλογές, όπως συμβαίνει άλλωστε και στη χώρα μας.
Δύο βιβλία που κυκλοφόρησαν φέτος και έχουν γνωρίσει σημαντική προβολή διεθνώς, προσπαθούν να ερμηνεύσουν επιστημονικά αυτό το φαινόμενο. Το πρώτο -και πιο σημαντικό- είναι του Αμερικανού καθηγητή κοινωνικής ψυχολογίας του πανεπιστημίου της Βιρτζίνια Τζόναθαν Χέιντ με τίτλο “The righteous mind” («O ενάρετος/ηθικός νους», που όμως σε πιο ελεύθερη μετάφραση θα μπορούσε να αποδοθεί «Ο νους που (νομίζει ότι) έχει πάντα δίκιο». Το δεύτερο βιβλίο με τίτλο «Ο ρεπουμπλικανικός εγκέφαλος», είναι του Αμερικανού επιστημονικού συντάκτη Κρις Μούνεϊ, ο οποίος έγραψε επίσης το άρθρο στην «Τέλεγκραφ» που προαναφέρθηκε και στο οποίο κάνει αναφορές στη Χρυσή Αυγή.
Το βιβλίο του Χέιντ, το οποίο έχει τον εύγλωττο υπότιτλο «Γιατί οι καλοί άνθρωποι διαχωρίζονται από την πολιτική και τη θρησκεία», υποστηρίζει ότι μόνο αν ανατρέξουμε στα βάθη της ανθρώπινης εξέλιξης, θα μπορέσουμε να κατανοήσουμε γιατί η πολιτική είναι ένα τόσο διχαστικό πεδίο και γιατί η κάθε πλευρά του πολιτικού φάσματος θεωρεί ότι μόνο εκείνη έχει δίκιο και δαιμονοποιεί την απέναντι.
ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΗΘΙΚΗΣ
Σύμφωνα με τον Αμερικανό ψυχολόγο, οι συντηρητικοί τείνουν να θεωρούν τους προοδευτικούς ηθικά ύποπτους, ακόμα και επικίνδυνους, ενώ οι προοδευτικοί πιστεύουν το ίδιο για τους συντηρητικούς, με συνέπεια να υπάρχει ένας αντιπαραγωγικός διάλογος κωφών στη δημόσια σφαίρα. Όπως λέει, όλα ξεκίνησαν κάποτε, όταν άρχισαν να διαμορφώνεται ο ανθρώπινος νους, μέσα στις πρώτες κοινωνικές ομάδες, στις οποίες η ηθικότητα υπήρξε η συνεκτική κόλλα για τη «δική μας» ομάδα και οι «άλλοι» δεν ήσαν παρά οι ανήθικοι και εχθρικοί ξένοι. Οι άνθρωποι έχουν από τότε βαθιά ριζωμένο μέσα τους το ένστικτο να υπερασπίζουν την όποια ομάδα «τους» (κόμμα, θρησκεία, ποδοσφαιρική ομάδα κλπ) και έχουν αναπτύξει μία «λογική» και μία ηθική για να κρατούν συνεκτική τη δική τους ομάδα και να δαιμονοποιούν τις άλλες.
Το ανθρώπινο είδος, πριν από εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια, διάβηκε έναν εξελικτικό Ρουβίκωνα που διέπλασε τον νου μας έτσι ώστε να μοιραζόμαστε κοινές νοητικές αναπαραστάσεις με αυτούς που θεωρούμε μέλη της ομάδας μας και με τους οποίους συνεργαζόμαστε, αλλά να αρνούμαστε να κάνουμε το ίδιο για τους άλλους ανθρώπους έξω από την ομάδα μας.
Κάπως έτσι, σήμερα, πολλοί προοδευτικοί πιστεύουν ότι οι συντηρητικοί δεν είναι παρά ανάλγητοι άνθρωποι που νοιάζονται μόνο για τα συμφέροντά τους ή στενόμυαλοι και γεμάτοι προκαταλήψεις (π.χ. θρησκευτικές), χωρίς να τους αναγνωρίζουν κανένα γνήσιο ανθρωπισμό. Αντίθετα, οι συντηρητικοί συχνά τείνουν να βλέπουν έναν εξουσιομανή κρυπτο-σταλινικό μέσα σε κάθε προοδευτικό.
Κατά τον Χέιντ, οι άνθρωποι, οπουδήποτε τοποθετούν τους εαυτούς τους στο πολιτικό φάσμα, έχουν εξαρχής διαμορφώσει μία ενστικτώδη προτίμηση και μετά επιχειρηματολογούν για να δικαιολογήσουν αυτό που ήδη θεωρούν σωστό, μία διαδικασία που τελικά πολύ λίγο μπορεί να θεωρηθεί ορθολογική. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι -ιδίως ως πολιτικά όντα- κατασκευάζουν επιχειρήματα όχι για να φθάσουν στην «αλήθεια», αλλά για να «διαφημίσουν» στους υπόλοιπους τη -συχνά με διαισθητικό τρόπο- ειλημμένη εκ των προτέρων προτίμησή τους.
Έτσι, σύμφωνα με τον Χέιντ, οι άνθρωποι υποσυνείδητα αναζητούν συνεχώς νέα επιχειρήματα προς υποστήριξη των προειλημμένων αποφάσεών τους και τείνουν να αγνοούν όσα επιχειρήματα δεν «τους συμφέρουν», επειδή αυτά ανατρέπουν τη δική τους οικοδομημένη άποψη, καθώς ανέκαθεν κάθε τι διαφορετικό αντιμετωπίζεται υποσυνείδητα ως υπαρξιακή απειλή. Μάλιστα ο εγκέφαλός μας είναι έτσι προγραμματισμένος από την μακρόχρονη εξέλιξή του, ώστε να μας επιβραβεύει κάθε φορά που βρίσκουμε κάτι καινούριο για να υποστηρίξουμε τις θέσεις μας -πράγμα που, κατά τον Αμερικανό ψυχολόγο, εξηγεί και την πεισματική επιμονή των κομμάτων στις απόψεις τους.
Ο κομματισμός και ο τυφλός φατριασμός είναι εθιστικοί, όπως επισημαίνει. Στην πολιτική -και όχι μόνον- προηγούνται η διαίσθηση και το ένστικτο και έπεται η συνειδητή λογική, τονίζει ο Χέιντ.
Η ΝΕΑ “ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ”
Από την άλλη, ο Μούνεϊ κάνει λόγο για την ανάδυση μιας νέας «επιστήμης της ιδεολογίας», αν και παραδέχεται πως «η ιδέα ότι το πώς ψηφίζουμε στις εκλογές, παραπέμπει μάλλον στη βιολογία παρά στη συνείδηση, θα εκπλήξει -και πιθανώς θα προσβάλει- πολλούς». Όπως όμως υποστηρίζει, πολλά στοιχεία από νέες επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων πίσω από το παραβάν του εκλογικού τμήματος εξαρτώνται από τις υποσυνείδητες τάσεις του εγκεφάλου τους εξίσου με την ελεύθερη βούλησή τους.
Όπως αναφέρει, σε όλο σχεδόν τον κόσμο οι «δεξιοί» και οι «αριστεροί» έχουν διακριτά χαρακτηριστικά όχι μόνο ιδεολογικά, αλλά επίσης ψυχολογικά ή ακόμα και νευροβιολογικά, όσον αφορά ορισμένες περιοχές του εγκεφάλου. Έτσι, για παράδειγμα, πειραματικές μελέτες έχουν δείξει ότι οι «προοδευτικοί» τείνουν να είναι πιο ανοικτοί σε νέες ιδέες και εμπειρίες, ενώ οι συντηρητικοί είναι πιο επιφυλακτικοί απέναντί στο καινούριο και πιο δύσπιστοι απέναντι τη διαφορετικότητα.
Οι συντηρητικοί δίνουν στην καθημερινότητά τους μεγαλύτερη έμφαση στην τάξη, την παράδοση και τη σιγουριά, ενώ – στις πιο ακραίες εκδοχές τους- γίνονται πιο αυταρχικοί και τείνουν να βλέπουν τον κόσμο «άσπρο-μαύρο». Ακόμα, οι προοδευτικοί αηδιάζουν γενικά λιγότερο από τους συντηρητικούς, ενώ οι τελευταίοι τρομάζουν περισσότερο από τους ξαφνικούς θορύβους ή τα μικρόβια.
Σύμφωνα με τον Μούνεϊ, εφόσον οι πολιτικές διαφορές έχουν επίσης μία ψυχολογική και βιολογική βάση, οι άνθρωποι πρέπει να αντιμετωπίζονται πιο ανεκτικά για τις πολιτικές επιλογές τους και οι πολιτικοί αντίπαλοι να μην κατηγορούνται με τόση ευκολία ως παράλογοι, ανόητοι ή διαβολικοί. Όπως επισημαίνει, μία πρόσφατη έρευνα νευροεπιστημόνων του University College του Λονδίνου διαπίστωσε ότι υπάρχουν ανατομικές διαφορές στον εγκέφαλο των «συντηρητικών» και των «προοδευτικών», καθώς οι πρώτοι έχουν μεγαλύτερη αμυγδαλή, δηλαδή την περιοχή που επεξεργάζεται νευρωνικά τον φόβο και τις απειλές.
Ακόμα, ο Μούνεϊ επικαλείται γενετικές έρευνες που δείχνουν ότι ένα μεγάλο μέρος της «αριστερής» ή της «δεξιάς» ιδεολογίας (τουλάχιστον το 40%) κληρονομείται! Φυσικά, προσθέτει, παραμένει πάντα ένα μεγάλο ποσοστό των πολιτικών προτιμήσεων που είναι εκτός της επιρροής των γονιδίων και αποτελεί προϊόν της συνείδησης των ανθρώπων με βάση τις εμπειρίες της ζωής τους και τον τρόπο που τις ερμηνεύουν.
Όσον αφορά την τάση για δεξιό πολιτικό εξτρεμισμό, ο Μούνεϊ επισημαίνει ότι ορισμένες βαθιές ψυχολογικές τάσεις όπως ο φόβος για τους άλλους και τους ξένους, έρχεται στο προσκήνιο σε στιγμές οικονομικής κρίσης και είναι αυτός ο φόβος που εκμεταλλεύονται επιδέξια ορισμένοι πολιτικοί των άκρων. «Η επιστήμη δείχνει ότι η επιτυχία κομμάτων όπως η Χρυσή Αυγή είναι κάτι που μπορούμε να περιμένουμε, όταν το ανθρώπινο μυαλό έρχεται αντιμέτωπο με ακραίες οικονομικές συνθήκες», καταλήγει το άρθρο του στη βρετανική εφημερίδα.
Κοινό έδαφος
Εν κατακλείδι, ο Χέιντ στο βιβλίο του συμπεραίνει ότι σήμερα χρειαζόμαστε τόσο τους «συντηρητικούς», όσο και τους «προοδευτικούς», ώστε μέσα από τον αναπόφευκτο ανταγωνισμό τους να καταλήξουμε σε ένα κοινό -και βιώσιμο- έδαφος, κάπου στη μέση. Γι´ αυτό, θυμίζει τη φράση του διάσημου Βρετανού φιλοσόφου Τζον Στιούαρτ Μιλ ότι «ένα κόμμα της τάξης ή της σταθερότητας και ένα κόμμα της προόδου ή της μεταρρύθμισης είναι και τα δύο απαραίτητα στοιχεία μιας υγιούς κατάστασης της πολιτικής ζωής».
Δεν είναι ασφαλώς ανάγκη να συμφωνήσουν όλοι με αυτό το συμπέρασμα, αλλά αξίζει να προβληματιστεί κανείς αν υπάρχει η πολυτέλεια να πολώνονται τόσο πολύ άνθρωποι, οι οποίοι απλώς έχουν διαφορετικές διαισθήσεις και απόψεις.