Μεσολάβησε σιωπή· «Τι θα κάνεις σήμερα χρονιάρα μέρα;», «Μμμμ, το πήρα απόφαση, θα κάτσω σπίτι». Και η γαλοπούλα με τις τρεις στρώσεις γέμιση, τα κρεμμύδια από τα Βαρώσια, ο νυσταλέος σεφ που έρχεται και ξαναεξηγεί το αριστούργημα του; «Μπα θα κάτσω σπίτι. Πέρυσι ήμουν μουδιασμένος, είχα κάποιους ενδοιασμούς, αλλά σήμερα το πήρα απόφαση· θα κάτσω σπίτι».
Και το ρεβεγιόν; Το πίτσι- πίτσι, το άχαρο κουτσομπολιό όταν βαραίνεις από το πολύ φαΐ και δεν μπορείς να σηκωθείς από την καρέκλα; Σπίτι, σπίτι με τη Βαγγελιώ και τη μαμά.
Βλέπεις άλλαξαν πολλά, μεσολάβησαν πολλοί, η ζωή ολάκερη ήρθε πάνω- κάτω. Και λίγα ψώνια, ένα δύο μετρημένα·
Τα σκουλαρικάκια της Βαγγελιώς και ίσα- ίσα ένα πουκάμισο, για να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Μπαγιάντισε και το shopping. Πού άλλες χρονιές; Πού τέτοια μεγαλεία; Και ο Ρέμος; Τι να κάνεις με την κασέτα στο παλιό μαγνητόφωνο.
Σαν να ‘σαι οδηγός ταξί. «Πού να σας πετάξω;» «Πήγαινε με -όπου θέλεις ταξιτζή». Μωρέ σαν να μου φαίνεται ότι έχουμε πανδημία. Ίσα βάρκα, ίσα πανιά και στο κατάστρωμα να χορεύει βαλς ο καπετάνιος. «Και το κύμα, πρόσεχε το κύμα, θα μας πνίξει».
Το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο κύμα. Από τώρα χασμουριέμαι με το τυπικό της δικής μας ιστορίας. Θα κάτσω σπίτι. Τελεία και παύλα.