Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Άδειος τόπος

» Γιάννης Νικολούδης (εκδόσεις Πατάκη)

Πριν από δύο χρόνια, είχε προηγηθεί το Από χώμα και κόκαλα, το δεύτερο εκδοτικό βήμα τού, γεννημένου το 1987 στο Ηράκλειο Κρήτης, Γιάννη Νικολούδη, το πρώτο ωστόσο που είχα την τεράστια έκπληξη να διαβάσω. Μια νουβέλα λεπτοδουλεμένη, ένας συνδυασμός ρεπορταζιακής μη μυθοπλαστικής αφήγησης με διάχυτη και ως ένα βαθμό λειτουργικά αντιστικτική ποιητικότητα στον μακροπερίοδο λόγο. Δεδομένης της έκπληξης και της απόλαυσης, οι προσδοκίες από τον Άδειο τόπο ήταν αναπόφευκτα υψηλές.

Με μια υποδειγματική αρχή, αντιπροσωπευτική του ύφους και του στυλ αφήγησης, αλλά και εισαγωγική στην πλοκή, ο ανώνυμος δεσμοφύλακας από τις φυλακές Νέας Αλικαρνασσού καταθέτει την ψυχολογία τού κρατούμενου που αποφυλακίζεται, απόρροια της εμπειρίας χρόνων που κουβαλά παρατηρώντας τους αποφυλακισμένους να πατούν το πεζοδρόμιο έξω από το σωφρονιστικό κατάστημα. Ο Άδειος τόπος είναι η ιστορία ενός ανώνυμου πρώην κρατούμενου που επιχειρεί να κάνει μια νέα αρχή εξερχόμενος στην κοινωνία, με τη στάμπα της φυλακής να τον συνοδεύει, τόσο γραφειοκρατικά όσο και εμφανισιακά, όντας κάτι που αναβλύζει από τη συνολική παρουσία του, ένα κυρίαρχο και εμφανές πια συστατικό του χαρακτήρα και της στάσης του σώματος, που αδυνατεί να κρύψει. Ο Νικολούδης επιλέγει και εδώ ένα παρεμφερές αφηγηματικό όχημα. Ένας ανώνυμος αφηγητής-ερευνητής, που εκ των υστέρων κάνει έρευνα για τα όσα συνέβησαν μετά την αποφυλάκιση του πρώην κρατούμενου, αναλαμβάνει τη σύνθεση των κομματιών του παζλ.
Η αφήγηση σπάει στα τρία. Τις πρωτοπρόσωπες μαρτυρίες διαδέχεται η, και αυτή σε πρώτο πρόσωπο, αφήγηση του ίδιου του αντιήρωα, ενώ, ανά διαστήματα, ο αφηγητής-ερευνητής συμμετέχει στο άκρως λειτουργικό γαϊτανάκι φωνών που συνθέτει το βιβλίο. Παρότι η ιστορία (μοιάζει να) είναι επινοημένη, τα νήματα της διακειμενικότητας οδηγούν στους Καπότε και Γουόλς, σε αυτούς, δηλαδή, που πρωτοεισήγαγαν το μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα ως λογοτεχνικό υποείδος, εκεί που η μαχόμενη δημοσιογραφία συναντά την πρόζα, συχνά με θαυμαστά αποτελέσματα παρά το φαινομενικό μπαστάρδεμα των ειδών. Ο συγγραφέας αφήνει στο χέρι του αναγνώστη να θεωρήσει αξιόπιστο ή μη τον αφηγητή-ερευνητή, που η έρευνά του, όσο ενδελεχής και αν ήταν, δεν θα μπορούσε να τον καταστήσει παντογνώστη όσο αφορά τις ενδόμυχες σκέψεις του πρώην κρατούμενου, ταυτόχρονα, ωστόσο, η σύμβαση αυτή αποδεικνύεται καθοριστική για τον μυθοπλαστικό χαρακτήρα της νουβέλας, αναδεικνύοντας τη μηχανική της κατασκευής της.

Στο εξώφυλλο της έκδοσης, ο Άδειος τόπος χαρακτηρίζεται μυθιστόρημα. Μικρή σημασία μάλλον έχει πως στα μάτια μου είναι μια νουβέλα, και όχι μόνο λόγω μεγέθους, αλλά και εξαιτίας της φύσης του κειμένου. Εδώ, αντίθετα με τον διάχυτα ποιητικό και μακροσκελή λόγο του Από χώμα και κόκαλα, ο Νικολούδης επιχειρεί μια αφηγηματική σύνθεση κατά την οποία διαχωρίζει γλωσσικά τις αφηγηματικές φωνές. Και το κάνει αρκετά ικανοποιητικά, παρά τις όποιες παρασπονδίες, πετυχαίνοντας να προσδώσει περαιτέρω στοιχεία ταυτότητας τόσο στον πρώην κρατούμενο όσο και στις υπόλοιπες μαρτυρίες, τη στιγμή που τα κομμάτια του αφηγητή-ερευνητή χαρακτηρίζονται από πλούτο και άνεση στη χρήση του λόγου. Αυτή η αντίθεση επιτείνει, πέραν των άλλων, την αληθοφάνεια της αφήγησης, που καταστατικά αποτελεί ζητούμενο.

Ξεκινώντας το ξετύλιγμα του κουβαριού, πιάνοντας το νήμα από την αρχή, ο αφηγητής, παρότι δεν εισέρχεται σε αναλυτικές λεπτομέρειες, τοποθετεί στο τραπέζι ως δεδομένο την τέλεση ενός νέου εγκλήματος από μεριάς του πρώην κατάδικου, συμβάν που πυροδότησε την έρευνα, αποτέλεσμα της οποίας είναι η αφηγηματική αυτή σύνθεση. Αυτή η απόφαση λειτουργεί σε διάφορα επίπεδα, καθώς ξεκαθαρίζει εξ αρχής το προς τα πού η αφήγηση αναμένεται να κατευθυνθεί και εξ αυτού προκύπτει ένα σχετικό σασπένς ως προς την εξέλιξη που με τη σειρά του γεννά και μια ταυτόχρονη συνεχή κατάρριψη υποθέσεων από πλευράς αναγνώστη, ο οποίος είναι σε διαρκή ετοιμότητα να αντικρίσει το περί ου ο λόγος έγκλημα. Αυτή η διαρκής αναμονή, η επαναλαμβανόμενη σκέψη πως εδώ είναι το σημείο που τα έκανε θάλασσα ο αντιήρωάς μας, γεμίζει με καχυποψία τον αναγνώστη, τον τοποθετεί σε εκείνη την πλευρά της κοινωνίας που θεωρεί πως για μια φορά κακοποιός για πάντα κακοποιός, πως αργά ή γρήγορα η επιστροφή πίσω από τα κάγκελα θα αποδειχτεί μονόδρομος. Άλλωστε, ο σωφρονισμός ως λέξη-έννοια όλο και εκλείπει από το κοινωνικό λεξικό.

Η αλήθεια είναι πως ο Νικολούδης εξαναγκάζει κατά κάποιο τρόπο τον αναγνώστη να περάσει στο βασίλειο της καχυποψίας, ωστόσο και αυτή η επιλογή συντελεί στην αληθοφάνεια, απότοκο της αφήγησης ως αποτέλεσμα έρευνας. Δεν είναι ο αναγνώστης ο μόνος που καραδοκεί με καχυποψία κάθε βήμα του πρώην κρατούμενου, είναι το συντριπτικό κομμάτι της κοινωνίας που αναμένει το κύλισμά του εκ νέου, πριν αυτό συμβεί, κομμάτι της κοινωνίας που συμμετέχει ενεργά καταθέτοντας τη μαρτυρία του εκ των υστέρων, όταν οι προσδοκίες έχουν επιβεβαιωθεί. Ο συγγραφέας δεν αφήνει την ιστορία του να γείρει μονόπαντα στο ατομικό ή στο κοινωνικό, το ένα σε βάρος του άλλου. Δεν γοητεύεται από τις σειρήνες ενός κοινωνιολογικού χαρακτήρα δοκιμίου, με ανώφελες παρεκβάσεις που πιθανότατα θα μύριζαν διδακτισμό. Αφήνει, όμως, αυτή την πρόθεση να αιωρείται πάνω από τον αφηγητή του, μια οξυδερκής λεπτομέρεια, σε μια αλυσίδα, λιγότερο ή περισσότερο, εμφανών επιλογών.

Σημαντική απόφαση είναι επίσης η συναισθηματική αποστασιοποίηση του αφηγητή-ερευνητή απέναντι στον πρώην δραπέτη, γεγονός που δίνει μια αντικειμενική διάσταση στην έρευνα και τα ευρήματά της. Ο συγγραφέας, μέσω του κεντρικού αφηγητή του, δεν επιχειρεί την περαιτέρω συναισθηματική καθοδήγηση του αναγνώστη, ακόμα και στα κομμάτια εκείνα που μιλάει εξ ονόματός του, δεν πασχίζει να τον εξυψώσει στη σφαίρα του θύματος, αλλά ούτε και να τον απαρνηθεί ως χαμένο στοίχημα, δεν τον απανθρωποιεί.
Ο Νικολούδης, και εδώ, χρησιμοποιεί ορθά τον τόπο. Η κρητική επαρχία, με τις ιδιαιτερότητές της, αποτελεί το σκηνικό δράσης χωρίς να επισκιάζει την ίδια την ιστορία, είναι διαρκώς παρούσα αλλά σιωπηλή. Το αυτό συμβαίνει και με τη ντοπιολαλιά, που δεν γίνεται να λείπει, αλλά δεν κατακλύζει από άκρη σε άκρη την αφήγηση. Η ελληνική λογοτεχνία, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί, πάσχει από κάτι το οποίο στη ξένη θεωρείται δεδομένο και αναμενόμενο· λίγοι, αν όχι ελάχιστοι, εκπρόσωποί της διαθέτουν ένα χαρακτηριστικά προσωπικό ύφος κατασκευής των ιστοριών τους.

Η μανιέρα είναι μια λέξη, στα καθ’ ημάς, φορτισμένη αρνητικά. Αυτό είναι κάτι που δεν προκαλεί εντύπωση. Είναι σύνηθες μια αδυναμία να βαφτίζεται μειονέκτημα κατά τη λαϊκή παροιμία με ηρωίδα την αλεπού στον αμπελώνα. Ο Νικολούδης, χωρίς να επαναλαμβάνεται και να κουράζει, διαθέτει ένα αρκετά προσωπικό τρόπο κατασκευής και αφήγησης.

Μόνο το μέλλον μπορεί να δείξει αν αυτό θα βαρύνει τα μετέπειτα λογοτεχνικά του βήματα ή όχι. Προς το παρόν λειτουργεί περίφημα.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα