Τρίτη, 24 Δεκεμβρίου, 2024

Αδικο στίγμα

Γλίστρησε κι έπεσε περπατώντας στα κακοτράχηλα μονοπάτια, όταν ήταν ακόμα πολύ μικρό παιδί, όταν ήταν ακόμα σαν τρυφερό μοσχολούλουδο τ’ Απρίλη.
Κανένας όμως δεν έσκυψε με στοργή πάνω του να του δώσει χέρι βοηθείας να σταθεί και πάλι όρθιο, να επανέλθει και πάλι στο σωστό δρόμο, να διορθώσει το παραστράτημά του αυτό, πριν βαδίσει αρκετά βαθιά στη στράτα της ζωής. Αντίθετα το άφησαν αβοήθητο και τ’ άρπαξαν με τη βία οι βάρβαροι που καραδοκούσαν και του πήραν ότι πολυτιμότερο είχε φυλαγμένο στ’ απόκρυφα της ψυχούλας του.
Το νεαρό της ηλικίας του δεν μπορούσε ν’ αντιληφθεί το μέγεθος της καταστροφής. Δεν μπορούσε να αντιληφθεί το κακό που του έκαναν για όλη την υπόλοιπη ζωή του κι αφέθηκε στα βέβηλα χέρια τους χωρίς καμία αντίσταση. Το δηλητήριο που το πότιζαν καθημερινά, οι «προστάτες» του ήξεραν πολύ καλά πώς να του το προσφέρουν. Ήξεραν ότι το δηλητήριο εκείνο ήταν τα ποτό μιας ακαταμάχητης ηδονής και εκμεταλλεύτηκαν την άγνοιά του, κάνοντάς το σκλάβο τους. Του ρουφούσαν ανελέητα σαν βρικόλακες τους χυμούς της ζωής του, μα εκείνο γελούσε γιατί νόμιζε ότι κολυμπούσε σε πελάγη ευτυχίας.
Όταν μετά από πολύ καιρό αντιλήφθηκε ότι ο δρόμος που διάλεξαν άλλοι, όχι εκείνο, ν’ ακολουθήσει έβγαινε σ’ έναν γκρεμό, και το χειρότερο, τώρα πια δεν είχε, έτσι έλεγε, άλλη επιλογή από το να γυρίσει πίσω. Όταν το επιχείρησε αυτό είδε, κι έκλαψε πικρά, ότι ήταν πια κλειστός ο δρόμος της επιστροφής.
Για μια στιγμή σκέφτηκε να προχωρήσει μπροστά, να κλείσει τα μάτια και να ριχτεί στον απύθμενο γκρεμό. Δεν εύρισκε όμως τη δύναμη. Ήλπιζε ότι θα το λυπηθούν οι εκμεταλλευτές του και θα το βοηθήσουν να γλυτώσει από το μαρτύριο που βίωνε. Ποιο όμως είναι εκείνο το αιμοχαρές θηρίο που δείχνει σταλιά έλεος στο θήραμά του; Και μη μπορώντας να κάνει τίποτα άλλο σταμάτησε εκεί στην άκρη του γκρεμού, απογοητευμένο με την ψυχή και το σώμα του γιομάτο πληγές. Το ένστικτο όμως της επιβίωσης το ανάγκασε να ζητήσει βοήθεια φωνάζοντας όσο μπορούσε πιο δυνατά, από τους περαστικούς συνανθρώπους που βάδιζαν στους παράλληλους δρόμους, απλώνοντας τα χέρια του απελπισμένο. Σε πολλούς εξηγούσε το δράμα που βίωσε στα χέρια των «προστατευτών» του αλλά κανείς δεν το πίστευε. Πολλοί δε απ’ αυτούς το έβριζαν και το περιφρονούσαν. Ένοιωθε τις ματιές τους σαν πυρωμένα βέλη να του καρφώνουν την χιλιοπληγωμένη του καρδούλα.
Δεν άντεχε άλλο. Η απογοήτευση και η ταπείνωση τον έσπρωχναν μέρα με τη μέρα όλο και πιο κοντά στον γκρεμό. Δεν έβρισκε όμως το θάρρος να κάνει το τελευταίο του βήμα. Και τότε την ύστερη στιγμή κάποιος συνάνθρωπος το κοίταξε με τα μάτια της ψυχής του και το άρπαξε από την γωνίτσα του. Το κράτησε στην αγκαλιά του σφιχτά κι όσο το έσφιγγε πάνω του, εκείνο, ενώ έτρεμε στην αρχή, άρχισε σιγά – σιγά να ελαττώνεται το τρέμουλο και γυρνώντας το κεφαλάκι του προς τον προστάτη του αυτή τη φορά του χαμογέλασε. Εκείνος έσκυψε και του φίλησε τα λερωμένα του μαλλιά με περίσσια στοργή και πάλι το κοίταξε με τα μάτια της ψυχής του και αυτή τη φορά είδε βαθιά στης ψυχής του τον κήπο πως ένα λουλούδι του ήταν ακόμα ανθισμένο. Τα υπόλοιπα σχεδόν όλα ξερά. Το πότισε με τα δάκρια των ματιών του εκείνο το λουλούδι και με τα δάκρια της αγάπης κι άρχισε σιγά – σιγά να σκορπάει τη δική του υπέροχη ευωδία. Επανήλθε στο δρόμο το σωστό της ζωής και καμάρωνε γι’ αυτό και εκείνο και ο σωτήρας του. Χαιρότανε πια τη ζωή παρακάμπτοντας το παρελθόν του και άρχισε να κάνει όνειρα για το μέλλον του.
Οι βάρβαροι όμως τ’ αναζήτησαν γιατί τους έλειψε και προσπάθησαν πολλές φορές να το επαναφέρουν στα σοκάκια της δικής του γειτονιάς. Στα σκοτεινά κι ανήλιαγα κατώγια του υποκόσμου, της πορνείας, να τον κάνουν και πάλι ένα εξαρτημένο άτομο όπως χιλιάδες συνανθρώπους μας. Η φροντίδα όμως του «ανθρώπου» που το συμμάζεψε και το γλίτωσε από το βέβαιο και πολύ επώδυνο θάνατο το κράτησε μακριά από τα λημέρια τους κι ας δεχότανε πολλές φορές απειλές για τη ζωή του. «Έσωσα μια τρυφερή ζωή» έλεγε «και αυτό είναι κάτι που μου δίνει δύναμη να τους αγνοήσω. Δεν μπορούν να μας κάνουν πλέον κακό τέτοιας πάστας «άνθρωποι». Είναι θρασύδειλοι, στοχεύουν στις αδύναμες ψυχές. Τα παιδιά τους ενδιαφέρουν, γιατί εκείνα είναι τα εύκολα θύματα. Κι εγώ» έλεγε «δεν είμαι παιδί».
Τέλος με πολλές θυσίες και με μεγάλη υπομονή και επιμονή έβλεπε ότι οι κόποι του αυτοί έφεραν καρπούς και καμάρωνε για το επίτευγμά του αυτό. Εκείνο όμως που δεν μπόρεσε ποτέ να σβήσει από το παιδί εκείνο ήταν η μελανιά που του ζωγράφισαν στο μέτωπό του και οι εκμεταλλευτές του αλλά και μέρος της κοινωνίας. Δεν έφυγε ποτέ το στίγμα του παραστρατήματός του σε πολλές στιγμές της ζωής του παιδιού, ειδικότερα στις μεγάλες του επιτυχίες, όπως ήταν η εισαγωγή του στο Πανεπιστήμιο κ.α. Οι ψυχροί, οι ανεύθυνοι, οι ζηλόφθονοι, οι ανάλγητοι συνάνθρωποί μας που κυκλοφορούν ανάμεσά μας φορώντας τη μάσκα τη ανθρωπιάς με έντεχνο τρόπο δεν έβλεπαν τίποτα από τα άριστα επιτεύγματα του αλλά του θύμιζαν το  μελανό σημάδι του. Δυστυχώς αυτή είναι η κοινωνία μας. Δεν βλέπει την ομορφιά του δάσους, θωρεί μόνο το ξερό δέντρο του. Ας μην ξεχνάμε όμως αυτοί που του δείχνουν το άδικο στίγμα του, πως στους ίδιους δρόμους της ζωής βαδίζουν και κείνοι. Προς θεού δεν το εύχομαι, απλά τους το θυμίζω.

*Ο Δημήτρης Κ. Τυραϊδής είναι συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών και μέλος της Λογοτεχνικής Παρέας Χανίων


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα