Δυο κουζουλοί εσμίξανε
τσι ρίμες τους να πούνε,
των γνωστικών τα όνειρα
αληθινά να βγούνε.
Την εφορία μην την κλαις
γιατ’ είναι μια ξερόλα
με το γλυκό να τση φερθείς
πριχού στα πάρει όλα.
Σφηναριώτης
Ένα τραπέζι ήκαμε, και το μπελά του εύρηκε, ο Σφηναριώτης
Καλά και σ’ εμπιστεύτηκα, κανείς να μη το μάθει
και είπες το στσι ρίμες σου, μα γροίκα ντά ‘χω πάθει.
Μαθεύτηκε πως φάγαμε, στα κάρβουνα ξιφία,
και ψάχνει για τεκμήρια, ευτύς η εφορία.
Πώς να ξεμπλέξ’ αδερφοχτέ, ειντά μου λες να κάμω,
το σπίτι θα μου πάρουνε και θα κοιμάμαι χάμω.
Που τα ξεφτέρι’ αρώτηξαν, ντα ‘ναι τα έσοδά μου
κι ως είπα τους η σύνταξη, ευρήκα το μπελά μου.
Είναι μικρή δε φτάνει για, κάρβουνα και ξιφία,
να τρώγ’ εγώ και να κερνώ και είμαι λεν μαφία.
Ευτύς τεφτέρια άνοιξαν κι αρχίσανε να γράφουν,
όλα μου τα εισοδήματα, που πρέπει να τα μάθουν.
Κι αφού δεν ηύραν πράμ’ ετσά, γραμμένο στα τεφτέρια,
την κεφαλή τους ξύνανε, διαόλου τα ξεφτέρια.
Εις το περβόλι ψάχνανε, να βρούνε χορταράκια,
που τα καπνίζουν σήμερο, κάτι καλά παιδάκια.
Μα τίποτις δεν ηύρανε, δε πιάσανε λαυράκια
και στο κοτέτσι φτάξανε, που έχω τα νανάκια.
Τεκμήρια, λέει, είν’ κι αυτά, για τα ‘σοδήματά μου
και χειροπέδες μου ‘δειξαν, για τα εγκλήματά μου.
Μα όλοι τους εγέλασαν, σαν πήρα τα νανάκια
και δώρο, τους τα ήκαμα, αντί για φακελάκια.
Και τότες είπ’ ο έφορος, πού ‘μοιαζε στραβόξυλο,
δυο το λάδι τρεις το ξύδι, πέντε το λαδόξυδο.
Και γλάκισαν χαρούμενοι, μ’ ένα τσουβάλι δώρα,
σαν φάγανε και ήπιανε, παν στην καλή τους ώρα.
Μα είπα τους για όργια, να ρθούνε εις το Βλάτος,
που γίνονται κάθε αργά, να μάθουνε σε βάθος.
Η γειτονιά μοσκοβολά, όρνιθα και ριφάκι
κι απ’ το βαρέλ’ ο μαρουβάς, τρέχει σα το νεράκι.
Σφηναριώτης
Κι ο ‘Νιαχωριανός απολογείται
Ένα συγνώμη σου ζητώ φίλε μου Σφηναριώτη
μ’ από τη λίστα σβήσε με, αυτή του καταδότη.
Δεν το ‘γραψα επί κακού, προχτές για τον ξιφία,
Που στο Σφηνάρι φάγαμε, δεν έκανα νοθεία.
Όμως αφού το μάθανε, ή το ‘δαν με τα κιάλια,
Της εφορίας οι αρχές, λογίζονται …τσακάλια.
Που το ψητό μυρίζονται, μέσα στην κατσαρόλα
Και πάνε για κατάσχεση, τ’ υπάρχοντά μας όλα.
Για να τους ξεγλιστρήσουμε, χρειάζεται ροδίκιο,
Να τρώμε καθημερινά, να βγούμ’ από το δίκιο.
Το σταμναγκάθι θεωρούν, είδος πολυτελείας,
Και θα το τρώμε στα κρυφά, δίχως αναγγελίας.
Όπως και τα κοτόπουλα, ιδίως τα νανάκια,
Δεν είναι για τ’ αντόδια μας, μα για μικρά παιδάκια.
Κι αν μέχρι τώρα ήμασταν, οι καλομαθημένοι,
Και τρώγαμε γίδα βραστή, τσίχλα τσιγαριασμένη,
Θα πρέπει να ξεχάσουμε, τι κάναμε ως τώρα,
Μέχρι σ’ ένα λογαριασμό, να φέρουμε τη χώρα
Τα τραπεζωκυκλώματα και τα συχνά τσιμπούσια,
Συνήθεια παλιών καιρών, τώρα λογούνται πλούσια.
Τα γλέντια είναι περιττά και πρέπει να τα κόψει,
Για να μπορέσει η Ελλάς, μια μέρα να προκόψει.
Οι άρχοντές μας βέβαια, να τρώνε και να πίνουν,
Έχουνε το ελεύθερο, μα αφορμές δεν δίνουν.
Κι αν δώσουνε καμιά φορά, έχουνε ασυλία,
Οι ίδιοι την ψηφίσανε, δικά τους μεγαλεία.
Προβλήματα οι βουλευτές δεν έχουν μ’ εφορία,
Έγνοιά ‘χουνε μοναδική, του Έθνους την πορεία.
Μα να τα καταφέρουνε, σα δύσκολο το βλέπω,
Μακάρι να διαψευστώ, σε τούτα που προβλέπω.
‘Νιαχωριανός