Μην πάρεις το για προσβολή αν κουζουλό σε πούνε,
των γνωστικών τα όνειρα οι κουζουλοί τα ζούνε.
Είν’ η ζωή ένα σκολειό
κανένας δεν τ’ αρνάται,
έχει ο γέρος όσο ζει
πολλά να διηγάται.
Γονείς να θρέψουνε μπορούν
είκοσι κοπελάκια
κεινιά να θρέψουν δε μπορούν
τα δύο γεροντάκια.
Σφηναριώτης
Για τα γεροντάκια είν’,
του ‘Νιαχωριανού ο λόγος.
Φίλος καλός που γνώριζε, πως ρίμες γράφ’ αράδα,
ζητά μ’ απ’ ένα γνωμικό, να βγάλω μαντινάδα.
Μια μαντινάδα μοναχή, σκέφτηκα θάναι κρίμα
κι έκανα μια προσπάθεια, για να σκαρώσω ρίμα.
Είπα το και τ’ αδεφοχτού, που πιο πολύ ‘χει πείρα
κι αφού την καταφατική, απάντηση επήρα,
έβαλ’ ομπρός τη μηχανή, τα λάδια να δουλέψουν
και επερίμενα να δω, είντα καλό θα δρέψουν.
«Νάταν τα νιάτα δυο φορές, τα γεραθειά καμία»
πρόβλημα τ’ ασφαλιστικά, δεν θα ‘χανε ταμεία.
Η νιότη να εκράτουνε, πενήντα χρόνι’ ακόμη,
τα εκατό να ήτανε, του βιού το σταυροδρόμι.
Εις τα ΚΑΠΗ να γράφονταν, μονάχα γεροντάκια,
που πιάνανε το όριο κι είχαν δισεγγονάκια.
Ύστερα να την παίρνανε, τη σύνταξη με νόμο,
ποτέ κανείς να μη βρεθεί, απόμαχος στο δρόμο.
Μα να ‘ν’ η σύνταξη αυτή, γενναία και βαρβάτη,
για να μπορεί ο κάθα εις, να ‘χει στη μπάντα κάτι.
Να κάνει τα Χριστούγεννα και Πάσχα ένα δώρο,
σ’ εγγόνια και δισέγγονα κι όχι να δίνει φόρο.
Κι αν χέρι στ’ αποθέματα, βάζαν οι κυβερνήσεις,
«σύριζα» να το κόβανε, ιδανική ‘ταν λύσις.
Να δούμ’ αν κάποιος θα ‘βρισκε, κουράγιο για να κλέψει,
ή θα ‘ταν αποτρεπτικό, μονάχα με τη σκέψη.
Μονόχειρας πώς θα ‘βγαινε και θα κυκλοφορούσε,
στο ένα χέρι μοναχά, μανίκι να φορούσε;
‘Νιαχωριανός
Κι ο Σφηναριώτης συνεχίζ’ αυτοστιγμεί.
Με κέφι πιάνω το χαρτί, με έρωντα την πέννα,
για να σας γράψ’ επιθυμώ, όσα ‘χω μαζωμένα.
Χρόνια πολλά στη σύνταξη, μα νιώθω κοπελάκι,
που με κοντό στη γειτονιά, γυρνώ πανταλονάκι.
Καλά τα λες Αδερφοχτέ κι έχεις μεγάλη πείρα,
εις τα ΚΑΠΗ που τριγυρνάς και πίνεις μαλλωτήρα.
Μα ‘γω στη ρίμα μπάρεμου, δε μπλέκω πολιτεία,
π’ ούλα τα πράξανε σωστά, λες κι ήντο …πειρατεία.
Ούλα τα ‘σοπεδώσανε, τα ρήμαξαν και φύγαν,
δε φύγαν παρ’ απ’ το λαό, κλωτσιά θαρρώ πως πήραν.
Γιατί δε σεβαστήκανε, τους νιούς και τα γερόντια,
που θέλαν να τους βγάλουνε, τα λιγοστά τους δόντια.
Μα τώρα πια ελπίζουμε, γέρους να βοηθήσουν,
και με γερόντισσες μαζί, τρελό χορό να στήσουν.
Τα χρόνια σαν περάσουνε κι οι μέρες λιγοστεύουν,
βοήθει’ απαντέχουνε, απ’ όσους το πρεσβεύουν.
Τα γηραθειά σαν έρθουνε, καημός είναι μεγάλος,
όλα διαβαίνουνε στραβά, μ’ εξαίρεση …ο κάλος
Που κάλους βγάζουνε παντού, χέρια και ποδαράκια
κι ελπίζουν να τσι γιάνουνε, δυο τρυφερά χεράκια.
Μα είναι τούτο όνειρο κι ογλήγορα διαβαίνει,
μπουμπούκι’ αλλού παγαίνουνε κι η πίκρα απομένει.
Μα είν’ η τρίτη νιότη μας, απόσταγμα τση ζήσης,
κι’ ούλα παγαίνουν τέλεια, εξόν αυτά τση… φύσης.
Να κάνω θέλει μια ευκή, π’ όλους θα ‘φχαριστήσει
κι όποιος προκάν’ αυθημερόν, μια προσευχή να πείσει.
Να ξαναγίνω πάλι νιος, το Χάρο να σκοτώσω,
χίλια χρονιά να ζούμ’ επά, μπορεί και άλλο τόσο.
Σφηναριώτης