Αφιερώνεται στους ήρωες που κατατρόπωσαν τους φασίστες του Μουσολίνι στον πόλεμο, το 1940-41, με την πολεμική ιαχή “ΑΕΡΑ”!
«Δώκε δε μ’ εκδείρας ασκόν βοός εννεώροιο,
ένθα δε βυκτάων ανέμων κατέδησε κέλευθα·
κείνον γαρ ταμίην ανέμων ποίησε Κρονίων,
ημέν παυέμεναι ηδ’ ορνύμεν ον κ’ εθέλησι».
«Και αφού έγδαρε (ο Αίολος) εννιάχρονο βόδι, μου ‘δωσε τ’ ασκί του,
όπου μέσα έκλεισε τις ορμές των δυνατών ανέμων,
γιατί εκείνον είχε ορίσει φύλακα των ανέμων ο γιος του Κρόνου,
να παύει ή να σηκώνει όποιον απ’ όλους ήθελε».
(Ομήρου Οδύσσεια Κ’ 19-22).
Σάββατο και απομεσήμερο στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο. Οι γιατροί έχουνε φύγει και μένει μόνο ο εφημερεύων. Παντού σιγανάδα και τζιτζίκια δεν ακούγονται. Δυο τρεις δεκοχτούρες¹ απ’ έξω γουργουρίζουν δεκαοχτώ, δεκαοχτώ, δεκαοχτώ…
Όλοι μας οι άρρωστοι στα κρεβάτια έχουμε ξαπλώσει, ποιος ανάσκελα, κάμποσοι μπρούμυτα κι άλλοι με το πλάι. Μερικοί διαβάζουνε, κάμποσοι ροχαλίζουν και ξεφυσούν σαν φυσερά σιδεράδων, οι λοιποί κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου. Όλοι μας, έτσι τουλάχιστον νομίζω, είμαστε ευχαριστημένοι εδώ μέσα. Γιατί και όλοι, που έχουν την φροντίδα μας, Αρχίατροι, Γιατροί, Νοσοκόμοι, Προϊσταμένη και Νοσοκόμες, Μάγειρας και Καθαρίστριες είναι πολύ καλοί μαζί μας και μας προσέχουν πάρα πολύ. Κι εμείς ένα μεγάλο και θερμό ευχαριστώ τους χρωστάμε. Το τοπίο έξω είναι θαυμάσιο και το κλίμα της Κοζάνης πολύ καλό. Κι έτσι κάθε μέρα ένα δροσερό αεράκι εντρέχει, ανάμεσα από τα δέντρα, και ξεχύνεται σε πορτοπαράθυρα, θαλάμους και διαδρόμους και μας ξαλαφρώνει από τις στερνές Αυγουστιάτικες ζέστες.
Εδώ παιδί μου, δε νιώθεις κάψα! Έχει δροσιές σου λέω. Δροσιά, που σ’ ανοίγει τα φυλλοκάρδια και σ’ αναστατώνει ξύπνιον ή κοιμισμένο. Τι γλυκός πού ‘ναι ο ύπνος! Μα τι, στ’ αλήθεια, ο ύπνος είναι; Μικρός θάνατος!
Έτσι κι εγώ σήμερα αποζήτησα λίγο ύπνο, για ν’ αναστηθώ. Και πρόθυμος ο Μορφέας ήλθε και με πήρε γλυκά – γλυκά στη μεθυστική του αγκάλη. Κοιμήθηκα και ίσως ονειρευόμουν. Δε θυμάμαι αν είδα ή όχι όνειρα. Πάντως κοιμόμουνα.
«Κι όταν κοιμάται ο δυστυχής,
κανείς μην τον ξυπνήσει,
γιατί είν’ η μόνη του χαρά
τ’ όνειρο και σα σβήσει».
Αλλ’ όμως, ανεπαίσθητα, στην αρχή σαν αγγελικό ψιθύρισμα, σιγανά – σιγανά κατόπιν σαν μουρμούρισμα ψαλμωδίας Αγίων και κάπως δυνατά στο τέλος σαν αχός μακρινής φασαρίας, ένα θρόισμα φύλλων δέντρου, με διαρκώς τον ίδιο επαναλαμβανόμενο ήχο, με ξεμάκραινε από τη χώρα των θαυμάτων. Κι ο Μορφέας έχανε πια το παιχνίδι, του έφευγε ο πελάτης. Ξυπνούσα σιγά σιγά. Ναι, αναστήθηκα.
Ξύπνησα, γιατί άκουσα τον αέρα. Ναι, αλήθεια σας λέω. Ο αέρας! Ο αέρας φυσούσε αδιάκοπα κι έκανε τα πεύκα και τις λεύκες, έξω από το Νοσοκομείο, να θροΐζουν, να ψιθυρίζουν, να γελάνε, να τραγουδούν, να μιλάνε. Μπα σε καλό μου!
Μα μιλούνε τα δέντρα; Κουβεντιάζει ο άνεμος; Ε, όχι βέβαια.
Ναι, δε μιλούν τα δέντρα, δεν κουβεντιάζει ο άνεμος. Όχι δε μιλά ο αέρας. Μιλεί όμως ο Δημιουργός του αέρα, ο Μεγάλος Θεός. Γιατί ο Θεός είναι όλος και ο ίδιος ένα Πνεύμα, ένας ΑΕΡΑΣ, ας πούμε ή μάλλον, για ν’ αντιστρέψουμε τους όρους, ο Αέρας που ακούμε και όμως δεν βλέπουμε, είναι ένα συστατικό στοιχείο του Μεγάλου Δημιουργού. Φυσάει λοιπόν ο αέρας, με το θέλημα και για τ’ όνομα του Θεού!
Ω, πόσο θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια, τώρα ιδίως στα τέλη του καλοκαιριού και στις αρχές του Φθινοπώρου, στη μέση της Άνοιξης και στην καρδιά του χειμώνα, στο χωριό μου, εκεί κάτω στην Κρήτη, που το αγαπούνε και το φυσαουρίζουν πραγματικά οι αέρηδες. Και να που πάλι και εδώ στην Κοζάνη ξαναφυσά ο αέρας! Ο άνεμος ξαναδυναμώνει. Εκείνος ο άνεμος, που δροσίζει τους ανθρώπους. Αυτός που ξεσηκώνει σύννεφα σκόνης, που παίρνει τα ψιλά άχυρα απ’ τ’ αλώνι και που αρπάζει του γέρου το σκούφο από το κεφάλι, που σηκώνει το φουστανάκι του κοριτσιού ξαφνικά στο δρόμο.
Ο αέρας, που κάνει το θαλασσάκι να κυματίζει και να βγάζει άσπρα περιστέρια, αυτός που κάνει τα καραβάκια ν’ αρμενίζουν, με τα πανιά, και τους ανεμόμυλους να γυρίζουν. Αυτός που κάνει τα πορτοπαραθυρόφυλλα να βροντοχτυπάνε, τα συρματόσχοινα να σφυρίζουν, τα κυπαρίσσια στα νεκροταφεία να τρεμογέρνουν σαν να κλαίνε τους πεθαμένους, τις καλαμιές στον κάμπο, τα στάχυα στα χωράφια και το μονοδέντρι στα κορφοβούνια να λυγίζουν, να τρίζουν, να γογγύζουν.
Ο αέρας, που κάνει το πέλαγο άγριο και θεριεμένο να ξεσηκώνει θεόρατα κύματα και ν’ ανοίγει απύθμενες καταβόθρες, που πλοία και ναυαγούς καταπίνουνε. Ο αέρας αυτός, που ξεσκίζει πανιά καραβιών και τα τσακίζει στους κάβους. Ο αέρας που κάνει τη φωθιά σε λόγγους και βουνά να θεριεύει…
Ο ΑΕΡΑΣ ΦΥΣΑΕΙ, ΣΑΣ ΛΕΩ!!
Εκείνος που φέρνει από μακριά του σκύλου το γάβγισμα, του αρνιού το βέλασμα, του πετεινού το περήφανο λάλημα, των θεριών το βρυχηθμό και το μούγκρισμα. Ο αέρας που διασκορπά μυρωδιές και οσμές σε ανθρώπους, ζουζούνια, αγρίμια και όρνεα.
Αυτός που ξεσηκώνει και μετακινεί βουνά άμμου στην έρημο και πασπαλίζει με χιόνια τα βόρεια μέρη! Εκείνος που ρίχνει καρπούς δέντρων και πουλιά κάτω στο χώμα, σαν θελήσει. Ο αέρας που εμποδίζει μικρά και μεγάλα καράβια να ταξιδέψουν και που, σαν ανεμοστρόβιλος, κυκλώνας και τυφώνας, εξαφανίζει, από προσώπου γης, χώρες και χωριά!! Ο αέρας που σαν φυσάει τις θεοσκότεινες νύχτες, θαρρούν οι τρελοί πως ακούνε λαλιά ανθρώπων, και οι ασκητές πως προτάζει η φωνή Κυρίου!
Ο αέρας που σπάζει δέντρα, τσακίζει βλαστούς και κλώνους, σκοτώνει μελίσσια κι ανυψώνει τους καπνούς προς τον ουρανό.
Ναι, ο αέρας, ο Νεφεληγερέτης Δίας, που σαν το θελήσει, συναθροίζει ή διασκορπά βίαια τα μαύρα σύννεφα στον ουρανό. Ο ΑΕΡΑΣ ΟΜΩΣ Ο ΖΩΟΓΟΝΟΣ, Ο ΖΩΟΠΟΙΟΣ, Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ…
Δοκίμασε κι ο άνθρωπος να κατασκευάσει αέρια. Κι έφτιαξε μάλλον αέρια δηλητηριώδη, καταστρεπτικά, καπνογόνα και ασφυξιογόνα. Και τούτο, διότι ο άνθρωπος έχει μέσα του το σπέρμα της φθοράς και της καταστροφής…
Ο αέρας όμως που, σαν Βοριάς, Νοτιάς, Λεβάντες, Πουνέντες, Όστρια, Γραίγος, Γαρμπής, Σιρόκος, Λίβας, Ζέφυρος και Τραμουντάνα ξετρέχει, ελευθερωμένος από τους ασκούς του Αιόλου, και διαπερνά στεριές και θάλασσες, ποταμούς και λίμνες, βουνά και κάμπους, κόλπους και κανάλια, στέπες κι έρημους, χιονισμένες κορφές κι εύφορες κοιλάδες, από τη Γη του πυρός μέχρι το Βόρειο Πόλο, αυτός ο ΑΕΡΑΣ είναι ΕΝΑΣ και ο ΙΔΙΟΣ. Είναι… ο Θεός με τα πολλά του ονόματα.
Και στο σημείο αυτό θυμούμαι την προσευχή του Ρώσου Πανθεϊστή ποιητή Ιωσήφ Νικολάγιεβιτς Ραντίτσεφ (17ος αιώνας μ.Χ) που προσευχόμενος έλεγε: «Ιεχωβά, Δία, Βράμα, Θεέ του Αβραάμ, Θεέ του Μωυσή, Θεέ του Κομφούκιου, Θεέ του Ζαρατούστρα, Θεέ του Σωκράτη, Θεέ του Μάρκου Αυρηλίου, Θεέ των Χριστιανών, Ω ΘΕΕ ΜΟΥ ΕΙΣΑΙ ΠΑΝΤΟΥ Ο ΕΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΙΔΙΟΣ!».
Αέρας φυσάει λοιπόν.
Ας φυσάει για πάντα.
Άλλωστε πόσο ωραίο είναι ν’ αναφωνεί κανείς «ΑΕΡΑ», μια ιαχή τόσο γνώριμη και φιλική σ’ εμάς τους ΕΛΛΗΝΕΣ!
ΣΗΜ. Το κείμενο αυτό γράφτηκε πριν αρκετά χρόνια στην Κοζάνη (1972), όπου πράγματι νοσηλεύθηκα στο εκεί Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
1. Δεκοχτούρες: Είδος περιστεριών
Πρωτότυπο
Πολλά χειροκροτήματα και από το ακροατήριο