» Ελίζα Παναγιωτάτου (εκδόσεις αντίποδες)
(Κάποιες από τις πλέον χαρακτηριστικές εικόνες στην εποχή της πανδημίας υπήρξαν εκείνες που αποτύπωναν την ερημιά των αεροδρομίων, καθώς οι πτήσεις ακυρώνονταν η μία μετά την άλλη. Η χωρίς χρέωση αλλαγή των εισιτηρίων για μια επόμενη πιθανή ημερομηνία αποδείχτηκε μια πράξη, μάλλον υπέρμετρης, αισιοδοξίας. Η ματαίωση των διακοπών αποδείχτηκε τελικά το μικρότερο απ’ όλα τα δεινά. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ονειρεύτηκα σε αεροδρόμιο.)
Η επιλογή της Ελίζας Παναγιωτάτου να φιλοξενήσει τα διηγήματα αυτής της συλλογής στον χώρο ενός αεροδρομίου παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον, παρά τις όποιες ενστάσεις είχα αρχικά, πιάνοντας το βιβλίο στα χέρια μου, φοβούμενος ένα βεβιασμένο θεματικά κόνσεπτ, που (μου) έμοιαζε επίκαιρο, και το επίκαιρο στη λογοτεχνία, όσο και αν θέλγει, προκαταβάλει. Το επίκαιρο διαφέρει από το σύγχρονο. Η συγχρονία αποτελεί αναγνωστικό ζητούμενο, ένας από τους κύριους λόγους που διαβάζω ελληνική λογοτεχνία γραμμένη σήμερα. Στην παρούσα συλλογή, δεν είναι μόνο ως προς το περιεχόμενο των ιστοριών, στις οποίες ο μεταβατικός χώρος του αεροδρομίου λειτουργεί μ’ έναν τρόπο καταλυτικό, έτσι όπως οι ήρωες στέκουν εγκλωβισμένοι, αφηγούμενοι τις ιστορίες τους, αναλογιζόμενοι από πού έφυγαν και πού πηγαίνουν, παρατηρώντας γύρω τους ταξιδιώτες και εργαζόμενους, αλλά και ως προς τη σύνδεση των ιστοριών μεταξύ τους, στον ενιαίο τρόπο που τελικά λειτουργούν ως σύνολο, με τρόπο αβίαστο και χαλαρό. Το αεροδρόμιο, με τα τόσο έντονα χαρακτηριστικά ενός μη τόπου, όπως ο ανθρωπολόγος Marc Augé τον ορίζει, προσφέρει έναν καμβά δυνατοτήτων τον οποίο η συγγραφέας εκμεταλλεύεται στο έπακρο για να διαρθρώσει τις ιστορίες της.
Η γραφή της Παναγιωτάτου, χαμηλόφωνη και διακριτική, χωρίς αχρείαστες συναισθηματικές εξάρσεις και κραυγές, ταιριάζει στους τεράστιους χώρους ενός τερματικού σταθμού, εκεί που επικρατεί ησυχία, μια ησυχία ανησυχαστική όμως, μια ησυχία ψυχρή, που διαρκώς υπενθυμίζει πως δεν είσαι παρά περαστικός από εκεί και οφείλεις να είσαι υπάκουος και σε διαρκή εγρήγορση, έτσι όπως τα μηνύματα ασφάλειας επαναλαμβάνονται διαδεχόμενα τα last call. Οι ήρωες της Παναγιωτάτου ταξιδεύουν μόνοι τους, βρίσκονται στο διάκενο μεταξύ του πριν και του μετά, σε έναν μη χρόνο, σε μια ιδιότυπη παύση, λες και η προηγούμενη πίστα τελείωσε και τώρα περιμένουν να φορτώσει η επόμενη. Ένα σημείο απολογισμού, αλλά και ένα σημείο παρατήρησης· ο τρόπος με τον οποίο οι υπόλοιποι διαχειρίζονται αυτή την ιδιαίτερη συνθήκη, η άνεση με την οποία κινούνται ή στέκονται, η ικανότητα ή η αδυναμία που τους επιτρέπει να κοιμούνται, η νευρικότητα που καταλαγιάζει με επαναλαμβανόμενες κυκλικές διαδρομές, τα φώτα που δεν σβήνουν ποτέ, ο ακίνητος δείκτης του ρολογιού, η σκέψη σε ποιον θα μπορούσες να εμπιστευθείς για λίγο τα πράγματά σου ή ποια υπάλληλος θα δείξει κατανόηση για την έξτρα αποσκευή, η επίσκεψη, ξανά και ξανά, στον πίνακα ανακοινώσεων, η βόλτα στα ίδια μαγαζιά, η τουαλέτα, το τέντωμα των ποδιών, η φόρτιση του κινητού, το αίσθημα όχλησης που κυριαρχεί.
Μια ιδιότυπη κοινότητα αναδύεται, χωρίς τοίχους και χωρίσματα για να κρυφτείς από τη ματιά του άλλου, τα πρόσωπα αποκτούν μια οικειότητα, έτσι όπως θυμίζουν πρόσωπα από το παρελθόν, τα κλισέ και οι στερεοτυπίες παραμονεύουν, η αφήγηση της ιστορίας σου μπλέκεται με την κατασκευή της ιστορίας του άλλου, μικρά θραύσματα, σκόρπιες κουβέντες στο τηλέφωνο, μια έκρηξη απογοήτευσης, ελάχιστες λεπτομέρειες αρκετές ώστε η οικοδόμηση να ξεκινήσει. Οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, παρότι όχι μεγάλες σε έκταση, πετυχαίνουν να συνδυάσουν το προσωπικό με την παρατήρηση, όσα τα πρόσωπα φέρουν και όσα συμβαίνουν σ’ αυτόν τον κόσμο μέσα στον κόσμο (ή μήπως έξω από τον κόσμο;). Η συγγραφέας επιμένει και προτάσσει τις ιστορίες καθενός από τους ήρωές της, τους φόβους, τις ελπίδες, τα βιώματα, όλα εκείνα τα οποία κουβαλούν, καθώς η αναμονή αναδεικνύει το τίμημα της μετακίνησης. Οι χαρακτήρες δίνονται ικανοποιητικά, ο αναγνώστης νιώθει πως ξέρει αρκετά γι’ αυτούς, κάποιους ίσως να τους έχει συναντήσει κιόλας. Στις ιστορίες τους η Παναγιωτάτου έρχεται να μπολιάσει την παρατήρηση, που η λειτουργία της ποικίλει για το καθένα από τα πρόσωπα της αναμονής, σ’ άλλους προσφέρει την ανακούφιση, μια διέξοδο αποπλάνησης, τη στιγμή που άλλους τους βυθίζει περισσότερο.
Το εύρημα του αεροδρομίου είναι λειτουργικό γιατί η Παναγιωτάτου δεν το βιάζει. Δεν εγκλωβίζεται σ’ αυτό, αναζητώντας συνδέσεις τραβηγμένες ανάμεσα στις ιστορίες· μια γάτα που το έσκασε, μια καθαρίστρια, το κλάμα ενός άντρα που δεν θα προλάβει την κηδεία της μητέρας του, αρκούν. Συγγραφική επιδίωξη μοιάζει να είναι η αποτύπωση της παρουσίας των προσώπων σ’ έναν μη τόπο, εκεί που ο άνθρωπος γίνεται, κατά τον Augé, μονοδιάστατος, σ’ έναν μη τόπο όπως η αίθουσα αναμονής ενός αεροδρομίου, σ’ ένα χωροχρονικό μεταίχμιο, αλλά και η εξοικείωση σ’ ένα περιβάλλον όπως αυτό, η παρατήρηση του γύρω κόσμου, η απόπειρα χαρτογράφησης των αρχών που διέπουν τη λειτουργία του, τις ατέλειες που το βιαστικό πέρασμα κρύβει, το να μην είσαι, εν ολίγοις, ούτε εδώ αλλά ούτε και εκεί. Η Παναγιωτάτου δεν εκβιάζει συναισθηματικά τον αναγνώστη. Αφήνει τις ιστορίες της να λειτουργήσουν σ’ ένα περιβάλλον γνώριμο για τους περισσότερους ανθρώπους, σε μια συνθήκη οικεία. Είναι το αεροδρόμιο εκείνο που δημιουργεί τη σύνδεση ανάμεσα στον αναγνώστη και τα πρόσωπα των διηγημάτων, που γεννά την ενσυναίσθηση, και επιτρέπει στα διηγήματα να λειτουργούν τόσο κατά μόνας όσο και εν συνόλω, και αυτό είναι ένα από τα παράσημα της συλλογής αυτής.