Τη δεύτερη φορά που πήρα το τρένο για το Πορ’ Μπόου ήμουν ένας άλλος άνθρωπος. Από τα ελάχιστα που με συγκρατούσαν χαλαρά δεμένη στη ζωή που είχα ζήσει ήταν το πώς σκεφτόμουν σ’ ένα κλειστό χώρο που κινείται.
Για παράδειγμα σε ένα τρένο. Oπως όλοι, σ’ ένα τρένο σκεφτόμουν αφηρημένα αλλά και αχαλίνωτα, με το βλέμμα στραμμένο στο παράθυρο. Το βλέμμα μου με τη σειρά του ήταν -όπως όλα τα βλέμματα σε παρόμοιες συνθήκες- αιχμάλωτο της οπτικής έλξης που καθόριζε τη σχέση μου με τον κόσμο. Κανείς δεν μπορεί ν’ αντισταθεί στο θέαμα του προσώπου του, δισδιάστατου, εξαϋλωμένου αλλά, κατά μυστηριώδη τρόπο, αναλλοίωτου από το τοπίο που διαλύεται πίσω του με ταχύτητα εκατόν πενήντα χιλιομέτρων την ώρα. Hθελα να διαλύεται το πρόσωπό μου αλλά αντί γι’ αυτό διαλυόταν το τοπίο: αυτή ήταν η κατάσταση πραγμάτων.
Η Αντιγόνη βρίσκεται στο τρένο για το Πορ’ Μπόου, ένα καταλανικό χωριό, διάσημο κυρίως για το γεγονός πως ο Βάλτερ Μπένγιαμιν αυτοκτόνησε εκεί, το 1940, τελευταίος σταθμός μιας πορείας φυγής του στοχαστή από μια Ευρώπη που ασφυκτιούσε. Μαζί της στο τρένο ο Ικέρ, η Μέλανι, ο Μαρτί και ο Κάι. Καθένας τους θα έχει την ευκαιρία να διηγηθεί την ιστορία του, ό,τι τέλος πάντων θεωρεί ιστορία του ο καθένας, σε πρώτο πρόσωπο, δίχως να είναι σίγουρος ούτε για το πώς βρέθηκε τελικά στο τρένο αυτό με προορισμό το Πορ’ Μπόου, ούτε και σε τι αποσκοπεί το ταξίδι αυτό. Οι αφηγήσεις τους αλληλοσυμπληρώνονται, καθώς η κοινή ιστορία των πέντε αποκτά την αναπόφευκτη υποκειμενικότητα του πολυφωνικού, κοινή ιστορία με συνδετικό κρίκο την Αντιγόνη, η παρουσία της οποίας αποτέλεσε παράγοντα καταλυτικό και συνεκτικό. Η Αντιγόνη, συγγραφέας κάποιων μυθιστορημάτων, εγκαταλείπει το Ελσίνκι, όπου μετακόμισε με τον σύντροφό της μετά το τέλος της ακαδημαϊκής περιόδου στην Αγγλία, αφήνει πίσω της τον μικρό της γιο, και παίρνει το αεροπλάνο για να επιστρέψει στην Αθήνα. Εκεί, και έχοντας στα σκαριά ένα νέο μυθιστόρημα, θα επιχειρήσει να επουλώσει τις πληγές της, υπό το βάρος της προηγούμενης ζωής της, σε μια νέα πραγματικότητα, όμως αναπόφευκτα θα αναζητήσει καταφύγιο εκ νέου στη φυγή, για τη Βαρκελώνη αυτή τη φορά.
Η κύρια αρετή των μυθιστορημάτων της Δημητρακάκη έγκειται στους ήρωές τους, ήρωες που, εκτός του ότι είναι εξαιρετικά δοσμένοι, είναι σύγχρονοι της εποχής τους, και όχι παρωχημένα στερεότυπα παρελθόντων καιρών· νόσος συχνή (και) της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Γιατί συχνά μπερδεύεται η ρεαλιστική απεικόνιση των ηρώων ενός μυθιστορήματος με τη σύγχρονη διάστασή τους, και η συγγραφική επιθυμία περιορίζεται σε αυτή την κατεύθυνση, που από μόνη της όμως δεν αρκεί για να εμπλέξει τον αναγνώστη. Οι ήρωες της Δημητρακάκη είναι άνθρωποι που γεννήθηκαν κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70, ταξίδεψαν και έζησαν στο εξωτερικό, σπούδασαν αποκτώντας μεταπτυχιακούς και διδακτορικούς τίτλους, επικοινωνούν σε γλώσσες πέραν της μητρικής τους, αποτυγχάνουν επανειλημμένως συναισθηματικά, και όμως δεν αργούν να μπουν ξανά στην αρένα, λυγίζουν κάτω από το βάρος του παρόντος αλλά και του παρελθόντος, (νομίζουν πως) έσπασαν ή επιχειρούν να σπάσουν τα οικογενειακά δεσμά, παλεύουν διαρκώς με τη σεξουαλικότητά τους, φλερτάρουν με το μεταφυσικό τώρα που οι θρησκείες αδυνατούν να δώσουν κουράγιο και ελπίδα, καταφεύγουν από ανάγκη ή επιλογή στην ψυχολογία και την ψυχιατρική, πιστεύουν σε ουτοπίες μακριά από την παραδοσιακή πολιτική και βρίσκουν τον εαυτό τους εγκλωβισμένο.
Τα τελευταία χρόνια… μου είναι δύσκολο, συχνά αδύνατο, να μιλάω με απλό και καθαρό τρόπο για τα όσα ζω. Oταν το κάνω, μου φαίνεται πάντα πως αφαιρώ κάτι από τις επιπτώσεις ενός γεγονότος. Ή, αντίθετα, πως υπερβάλλω. Δεν μπορώ να βρω μια ισορροπία έκφρασης. Είμαι αξιολύπητη. Πικραμένη. Με διακατέχει η αίσθηση της αδικίας, της αποτυχίας και της βλακείας.
Η Δημητρακάκη, όπως συνηθίζει άλλωστε, οδηγεί τους ήρωές της στην απομόνωση ενός μέρους μικρού, είτε πρόκειται για ένα νησί, είτε για ένα κοινόβιο, είτε για ένα καταλανικό χωριό. Το Αεροπλάστ αποτελεί το ταξίδι προς το μέρος αυτό, το έντονα φορτισμένο σημειολογικά, εκεί τους παρατηρεί να αλληλεπιδρούν, να έρχονται αντιμέτωποι, πρώτα και κύρια, με το βαθύτερο Εγώ τους και το φορτίο της έως τότε ζωής τους και εν συνεχεία με τους άλλους, εκεί που η θεωρία του καθενός έρχεται αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα, τη διαρκώς μεταβλητή μα αναλλοίωτη τελικά πραγματικότητα, εκεί που οι ουτοπίες καταρρέουν για να αναγεννηθούν, και μέσω των ηρώων η πορεία της ίδιας της Ευρώπης στα σημερινά Πορ’ Μπόου.
Το Αεροπλάστ χωρίζεται σε πέντε μέρη, καθένα εκ των οποίων διαθέτει τον δικό του αφηγητή, καθώς διαφορετικά είδη αφήγησης εναλλάσσονται για να συνθέσουν ένα μυθιστόρημα, με διακειμενικές αναφορές, έντονα πολιτικό, που υπηρετεί ένα συνολικό συγγραφικό όραμα, φιλόδοξο και τελικά απόλυτα επιτυχημένο, χρησιμοποιώντας με επίγνωση και ευστοχία τα εργαλεία του μεταμοντερνισμού, ένα μυθιστόρημα που υπερβαίνει τα ελληνικά σύνορα και καταφέρνει με άνεση να συνομιλήσει με την παγκόσμια λογοτεχνία, αποτυπώνοντας την ευρωπαϊκή (και όχι μόνο) μελαγχολία της εποχής, αδιαφορώντας επιδεικτικά για τον όποιο διδακτισμό.
Η Δημητρακάκη, στο πέμπτο της μυθιστόρημα, επιβεβαιώνει πως πρόκειται για μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες συγγραφικές φωνές στη σημερινή ελληνική λογοτεχνία, η οποία -κυρίως- αναλώνεται σε μια στείρα καταγραφή της κρίσης, τώρα που το ένδοξο και πονεμένο παρελθόν της χώρας δεν είναι πια της μόδας…