Ένα πανέμορφο αρπακτικό που ζει κυρίως στα Λευκά Όρη, στα Φαράγγια της Σαμαριάς και της Τρυπητής είναι ο αετός Βιτσίλα.
Έχει μήκος 1 μέτρο περίπου και άνοιγμα φτερών -όταν πετά- σχεδόν 2,5 μέτρων.
Το χρώμα του είναι καστανόμαυρο.
Στους ώμους έχει άσπρα φτερά σε σχήμα V.
Όταν πετά κρατά την ουρά του κλειστή και τις φτερούγες ανοικτές επίπεδες ώστε να παίρνει το σχήμα Σταυρού. Έχει ράμφος κυρτό και νύχια γαμψά και τα δύο είναι πολύ σκληρά και έχουν τεράστια δύναμη και σκοτώνει τα θηράματά του ακαριαία. Με το ράμφος σπάει και τα πιο σκληρά κόκαλα.
Το βάρος του αετού είναι από 7 έως 10 κιλά. Τροφή του είναι πουλιά και μικρά θηλαστικά.
Οταν πεινά επιτίθεται και σε μεγάλα ζώα. Είναι φόβος και τρόμος για τα κοπάδια, γιατί σκοτώνει και τρώει πολλά μικρά αρνιά ή κατσίκια.
Η λεία του πρέπει να είναι μικρότερη από 7 κιλά για να μπορεί να την σηκώσει και να την πάει στη φωλιά του να τη φάνε με τη σύντροφό του. Είναι μονογαμικός και ζευγαρώνει για φορά για όλη του τη ζωή Ο αετός βιτσίλα κατασκευάζει στην περιοχή του 2 έως 3 φωλιές ψηλά σε απάτητα βουνά τις οποίες χρησιμοποιεί εναλλάξ κάθε χρόνο.
Η φωλιά του έχει διάμετρο σχεδόν 2 μέτρα.
Στα τέλη Φλεβάρη γεννά 2 ή 3 αυγά, συνήθως 2, που έχουν βάρος μέχρι και 200 γραμμάρια.
Επωάζει τα αυγά ο θηλυκός αετός για περίπου 40-45 μέρες και τον ταΐζει ο αρσενικός.
Οι μικροί αετοί μένουν στη φωλιά για 11 περίπου εβδομάδες. Ο αετός ζει ως και 100 χρόνια και ψοφά συνήθως από πείνα γιατί όσο γερνάει, η μύτη του κυρτώνει τόσο πολύ που δεν μπορεί να πάρει τροφή. Ο αετός παγιδεύεται όταν τα τρομερά νύχια του αγκιστρωθούν σε ένα βαρύ ζώο που δεν μπορεί να σηκώσει.
Δεν μπορεί να απαγκιστρωθεί και ψοφά μαζί με την λεία του. Πρώτα ξαδέρφια του είναι ο χρυσαετός και ο γυπαετός.
Η αδερφή μου Δέσποινα (Ντιάνα Μπάδρα – λογοτέχνης, μέλος της Ένωσης Ελλήνων λογοτεχνών) είχε διαβάσει για τους Δροσουλίτες που εμφανιζόταν στο Φραγκοκάστελο κάθε Μάη.
Για να αποκτήσει κάποια εμπειρία κατέβηκε από την Αθήνα και πήγαμε στο Φραγκοκάστελο για 10 μέρες κάθε πρωί τα ξημερώματα με τη δροσιά βγαίναμε και παρατηρούσαμε να δούμε Δροσουλίτες.
Μάταια όμως γιατί δεν είδαμε τίποτα.
Έτσι αποφασίσαμε να πάμε μέχρι την Αράδαινα από το φαράγγι, τότε δεν υπήρχε η γέφυρα.
Πήγαμε στο σπίτι ενός γέρου βοσκού και ρωτήσαμε για τους αετούς των Λευκών Ορέων.
Έχω, μας είπε ένα κοπάδι καμιά εκατοστή αίγες. Οι αετοί, μου είχαν φάει τρία μικρά κατσικάκια.
Όμως και ένα μεγάλο κριό καμιά εικοσαριά οκάδες θάτανε. Τον είχα χάσει και τον έψαχνα.
Πλησίασα και είδα ότι ένας αετός είχε καρφώσει τα γαμψά νύχια του στον τράγο προσπαθώντας να τον σηκώσει. Άδικη προσπάθεια γιατί ήταν βαρύς.
Τα νύχια όμως είχαν μπει στο σώμα του τράγου και δεν μπορούσε να τα βγάλει, ψόφησε κι αυτός μαζί με τον κριό.
Τ’ άφησα εκεί για να τους φάνε οι καναβοί μόλις μυριζόταν ψοφίμι.