Οι ιστορικοί δεν αφιέρωσαν τόμους βιβλίων στο όνομα τους, ούτε βιογράφους είχαν ποτέ, όπως οι στρατηγοί, οι πρωθυπουργοί και οι πρόεδροι. Απλές γυναίκες, ανήλικα κορίτσια την εποχή της ναζιστικής κατοχής έκαναν το χρέος τους, όπως επίτασσε η συνείδησή τους. Πράξεις που σήμερα ακούγονται απλές, αλλά εκείνη την εποχή οδηγούσαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, πράξεις που στήριξαν την απελευθερωτική προσπάθεια. Καθημερινές γυναίκες, γυναίκες της αντίστασης μας μιλούν σήμερα για αυτά που βίωσαν τους χαλεπούς αυτούς καιρούς.
Οι “ άγγελοι” σωτηρίας των αιχμαλώτων
Για τους Βρετανούς αιχμαλώτους ήταν οι “φύλακες άγγελοι”. Τα μικρά κορίτσια που τους έφερναν φαγητό την ώρα που λιμοκτονούσαν στο στρατόπεδο συγκέντρωσης των Αγίων Αποστόλων και τους αναζωπύρωναν την ελπίδα της ελευθερίας. Οι Άννα και Βέρα Ταπεινάκη 12 και 11 χρονών αντίστοιχα το 1941 έζησαν τη βαρβαρότητα του πολέμου στην κορύφωση του.
Ζούσαν στον Γαλατά με την οικογένεια τους. Κατά τη διάρκεια των βομβαρδισμών του χωριού η μικρότερη αδελφή τους Δέσποινα τραυματίζεται σοβαρά στο πρόσωπο. Μεταφέρεται στο Νοσοκομείο Χανίων και κάθε πρωί τα δύο μικρά παιδιά με τον πατέρα τους πηγαίνουν με τα πόδια από τον Γαλατά για να την δουν. Στη διαδρομή τους περνούν έξω από το στρατόπεδο συγκέντρωσης των συμμάχων που έχουν στήσει οι ναζί στους Αγίους Αποστόλους. Εκεί μαζεύουν Αγγλους, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς που μετά τη Μάχη της Κρήτης δεν κατάφεραν να φύγουν στη Β. Αφρική για να γλυτώσουν.
«Βλέπαμε τα απελπισμένα πρόσωπα τους γιατί το φαγητό που τους έδιναν ήταν λιγοστό. Κουνούσαν τα χέρια τους ζητώντας βοήθεια. Ο πατέρας μας Μανώλης Ταπεινάκης ήταν αυτός που μας προέτρεψε να βοηθήσουμε γιατί ως παιδιά δεν κινούσαμε υποψίες. Ο πατέρας μας μάζευε παξιμάδια, γάλα, ψωμί, ελιές αλλά και σαπούνια και οδοντόκρεμες από τους εγκαταλελειμμένους καταυλισμούς των Αγγλων. Τα βάζαμε σε πανιά και τα δέναμε σε καλάμια με την βοήθεια των οποίων τα περνούσαμε πάνω από τα συρματοπλέγματα μέσα στο στρατόπεδο» λένε οι γυναίκες .
Αυτό γινόταν για μήνες προσφέροντας μια ανάσα σε πολλούς αιχμαλώτους. Μια μέρα που προσπαθούσαν πάλι με το καλάμι να περάσουν τρόφιμα στους αιχμαλώτους, ένας Γερμανός σκοπός της αντιλήφθηκε. Η Βέρα πρόλαβε να κρυφτεί όχι όμως και η Αννα! «Αρχισε να με κτυπάει με το κοντάκι του όπλου και να με γυρίζει γύρω-γύρω. Βλέποντας τον Γερμανό να με κτυπάει οι αιχμάλωτοι αντέδρασαν. Αρχισαν να να τον αποδοκιμάζουν να φωνάζουν “ου,ου,ου”. Τότε ο Γερμανός με αφήνει και πιάνει μια μεγάλη πέτρα και την πετάει προς το μέρος τους. Πρόλαβα να φύγω» είναι τα λόγια της Αννας Ταπεινάκη-Λουπασάκη, ενώ η Βέρα Ταπεινάκη-Μιχαηλάκη παρατήρησε «δεν πτοηθήκαμε συνεχίσαμε με προφυλάξεις να πηγαίνουμε τρόφιμα. Κινδυνεύσαμε αλλά άξιζε τον κόπο».
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ 6 ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΜΕΤΑ
«Τι απέγιναν τα δύο κορίτσια που μας έφερναν τα τρόφιμα;» αναρωτιόταν ο Αλφ Σμίθαρντ, Αγγλος βετεράνος της Μάχης της Κρήτης που για δύο δεκαετίες ερχόταν κάθε Μάιο στα Χανιά για τους εορτασμούς της Μάχης της Κρήτης. Για χρόνια αναζητούσε τα δύο κορίτσια. Τελικά κατάφερε να τις βρει και να τις συναντήσει τον Μάιο του 2004. Η συνάντησή τους έγινε στον Πλάτανο Κισάμου στο σπίτι της Αννας Ταπεινάκη-Λουπασάκη και τα “Χανιώτικα Νέα” την είχαν καλύψει δημοσιογραφικά. Μια συνάντηση για πρώτη φορά μετά από 63χρόνια!
«Είστε η οικογένεια μου» είπε ο Αλφ Σμίθαρντ στις δύο αδελφές. «Αυτό που έκαναν ήταν απίστευτο! Δοξάζω το θεό που κατάφερα να τις ξαναβρώ. Μετά τη μητέρα μου και τη γυναίκα μου, λατρεύω τις γυναίκες της Κρήτης. Τη μέρα που ο Γερμανός είχε κτυπήσει την Αννα όλοι είχαμε αναστατωθεί» είχε πει Αλφ στα “Χ.Ν.” που έκτοτε κάθε χρόνο τις συναντούσε.
Η δράση των κοριτσιών δεν σταμάτησε εκεί. Οταν οι αιχμάλωτοι αποδρούσαν σκάβοντας συνήθως κάτω από το συρματόπλεγμα από το στρατόπεδο των Αγ. Αποστόλων, πολλές φορές κατέληγαν σπίτι τους. Εκεί καθαρίζονταν γιατί ήταν άπλυτοι, σκελετωμένοι, πεινασμένοι, τους δίνονταν φαγητό και πολιτικά ρούχα και ο πατέρας των κοριτσιών τους οδηγούσε μέσω του Βαρύπετρου στα ορεινά. «Πόσο πατριώτες ήταν τότε οι γονείς μας, μέσα στον πόλεμο να μας στέλνουν να πηγαίνουμε τα τρόφιμα, τα ίδια τα παιδιά τους» αναφέρει η κα Βέρα
ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ
Η συνάντηση μετά από 63 χρόνια και το δημοσίευμα των “Χ.Ν.” με το ανάλογο φωτογραφικό υλικό προκάλεσε το ενδιαφέρον μέσων ενημέρωσης από όλο τον κόσμο. Η εφημερίδα “ΤΑ ΝΕΑ” αναδημοσίευσε το ρεπορτάζ των “Χ.Ν.”, στη συνέχεια η πρωινή εκπομπή του Αnt1 “Καλημέρα Ελλάδα” του Γ. Παπαδάκη φιλοξένησε ζωντανά τα δύο κορίτσια, ακολούθησαν δημοσιεύματα και φωτογραφίες από τον Βρετανικό “Guardian” και δεκάδες εφημερίδες της Βρετανίας. Σε όλες τις συνεντεύξεις του σε αυτές ο Alf Smithard μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για την Κρήτη, τους ανθρώπους της και ειδικά για τα δύο κορίτσια.
«Τα ξύσματα από το ψωμί που μου έδιναν τα δύο αυτά κορίτσια με κράτησαν στη ζωή» έλεγε ο βετεράνος σε συνέντευξη του στη “Guardian”, εκφράζοντας αιώνια ευγνωμοσύνη για το θάρρος τους.
Η βοσκοπούλα μαντατοφόρος
Δεν έβαλε βόμβες, ούτε συμμετείχε σε μάχες, ήταν όμως μια πολύτιμη “μαντατοφόρος”. Μια ανήλικη βοσκοπούλα, που μετέφερε γραπτά μηνύματα ανάμεσα σε ανθρώπους της αντίστασης και συμμάχους στην περιοχή του Αποκόρωνα τα δύσκολα χρόνια της ναζιστικής κατοχής.
Η κα Κωστούλα Παλιουδάκη – Σκορδύλη, δεν κέρδισε πολλά μετάλλια και εύφημες μνείες, δεν πήρε ποτέ αντιστασιακή σύνταξη αλλά δεν το επιδίωξε κιόλας. Μόνο ένας έπαινος της δόθηκε στα χέρια.
Η ίδια αγράμματη αφού «ποτέ δεν πήγα σχολείο, ακόμα υπογράφω με ένα σταυρό» αλλά με σπινθηροβόλο βλέμμα και θαυμαστή ζωντάνια παρότι πλησιάζει τα 90! Παιδί μιας οικογένειας με 4 αγόρια, 3 κορίτσια ενώ η μητέρα της είχε χάσει άλλα 7 παιδιά στη γέννα.
«Ποια ήταν η πρώτη εντύπωση από τους Γερμανούς; Περικύκλωσαν μια νύχτα το χωριό γιατί είχαν πληροφορίες ότι οι άντρες είχαν πολεμήσει στη Μάχη της Κρήτης. Μας “μονομέριασαν” όλους στον Αγ. Παντελεήμονα. Μπροστά γυναίκες και παιδιά, πίσω οι άντρες. Τους άντρες δεν τους άφηναν να κοιτάξουν, ούτε να μιλήσουν, αμέσως τους κτυπούσαν με το κοντάκι του όπλου τους. Η συγχωρεμένη η μάνα μου με είχε στην αγκαλιά της και τη ρώτησαν τι έχω. “Αρρωστη είναι!” λέει η μάνα μου, “δίπλα σου να την έχεις” της λένε, “να μην την αγκαλιάζεις” και μετά την έβρισαν και της έριξαν ένα χαστούκι. Μιλιά η μάνα μου, άντεξε, δεν αντέδρασε. «Το παιδί είναι άρρωστο πρέπει να του δώσω τα φάρμακα” τους είπε. “Δεν θα του δώσεις, θα του δώσουμε εμείς” είπαν δήθεν. Μας είχαν εκεί και εγώ δεν ξέρω πόσες ώρες. Μετά ήλθε ένας ανώτερος και διέταξε να φύγουν τα παιδιά και οι γυναίκες. Τους άντρες τους πήγαν στο καφενείο και το μαρτύριο που τράβηξαν! Ανω – κάτω τους είχαν κρεμασμένους και τους έδερναν και τους κτυπούσαν» θυμάται η κα Κωστούλα.
«ΔΕΝ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑ»
Με την κατοχή να προχωράει η συνομιλήτρια μας λέει πως πήγαινε καθημερινά τα ζώα της οικογένειας για να τα βοσκήσει. « Μια μέρα λοιπόν που έβοσκα με ζύγωσε ένα άνθρωπος, ήταν Εγγλέζος, που έψαχνε να κρυφτεί. Είχε ξεφύγει από τους Γερμανούς. Μιλούσε ελληνικά και μου ζήτησε βοήθεια. “Πίκουλο” μου είπε “πού να κρυφτώ, να σωθώ;”. Του έδειξα ένα πλάτανο που είχε μια κουφάλα που καλύπτονταν από μια φασκομηλιά. Του είπα να παραμερίσει τη φασκομηλιά χωρίς να την ξεριζώσει, να μπει από τη κουφάλα και να βγει πάνω. Και έτσι έκανε… Σε λίγο φτάνουν και οι Γερμανοί, οπλισμένοι. Αρχισαν να με ρωτούν αν είδα κάποιον, πού πήγε, πού τον έκρυψα. “Νιξ” τους έλεγα. Τίποτα δηλαδή και με νοήματα ότι δεν ξέρω. Αρχίζουν τα σκαμπίλια! Σφαλιάρες όχι ψευτιές! “Nιξ” έλεγα και δεν έλεγα άλλο πράμα! Μου ρίχνουν μια στο κεφάλι με το κοντάκι όπλου και πέφτω κάτω μπρούμυτα. Εκλαιγα, δεν έκλαιγα, το ίδιο που μου έκανε. Ξεκίνησαν να με κλωτσούν και εκεί μου βάζει το πιστόλι ο Γερμαναράς στο κεφάλι και μου λέει “δεν θα μαρτυρήσεις τώρα;”. Εκείνη την ώρα έφτασε μια χωριανή που ήταν συνεργάτις των Γερμανών και κάτι του είπε στα Γερμανικά, τραβάει ο πισσοκόκαλος το πιστόλι πίσω και μου ρίχνει μια κλωτσιά με όση δύναμη είχε στο χέρι! Μου το έσπασε σε τρία σημεία. Τρέχανε τα αίματα από παντού. Πάει να με αγγίξει η προδότρα της λέω “μην τολμήσεις, γιατί αν ζήσω θα σου βγάλω τα άντερα”. “Δεν φταις εσύ αλλά εγώ που σε έσωσα” μου απάντησε. “Τότε θα έφευγα δοξασμένη και όχι προδομένη!” της αντιγύρισα. Mε πάνε στο σπίτι, σάμπως υπήρχε Νοσοκομείο; Μέχρι να με δει η μάνα μου έσυρε τις φωνές. Φοβήθηκε ότι με είχαν σκοτώσει. Μετά μαζί με τη θεία μου προσπάθησαν να μου φτιάξουν το χέρι. Έφτιαξαν έμπλαστρα. Εσπαγαν αυγά, έξυναν πράσινο σαπούνι και έβαζαν και τσικουδιά. Τα κτυπούσαν μέχρι να γίνει αλοιφή και το άπλωναν στο χέρι μου. Ήταν κάτι σαν γύψος και για να δέσει έβαζαν και καλάμια για να μείνει σταθερό. Το άφηναν για 2 μέρες και μετά το άλλαζαν πάλι. Ευτυχώς “έγιανε” το χέρι μου.»
«ΕΛΥΣΙΑΞΑ»
Ο βασανισμός της, όχι μόνο δεν την αποθάρρυνε αλλά την έκανε να θέλει να εκδικηθεί τους ναζί. «Ελύσιαξα μετά το ξύλο που έφαγα! Οπως στο λέω, ελύσιαξα. Μου κάμανε ό,τι μου κάνανε δεν θα τους αφήσω σε χλωρό κλαρί! Αυτό αποφάσισα» αναφέρει. Και η ευκαιρία ήλθε γρήγορα. «Εβοσκα πάλι μετά από μέρες και νιώθω δύο χέρια να μου κλείνουν τα μάτια. Ξέφυγα και αναγνώρισα τον Αγγλο. “Σε έβλεπα από την κουφάλα του δέντρου! Πώς άντεξες” μου είπε και μου έδωσε ένα χαρτάκι να το πάω μετά την απελευθέρωση στους συμπατριώτες του να με ανταμείψουν. Μετά από μέρες ήμουν στη “βλυχάδα” στη Γεωργιούπολη. Πηγαίναμε εκεί και μαζεύαμε σέλινα για να κάνουμε καλτσούνια. Με πλησιάζει ένας χωριανός, μου άνοιξε συζήτηση και μου έδωσε ένα χαρτί για να το πάω σε ένα άλλο χωριανό. Μετά ένας άλλος χωριανός ο Μανούσος Μακριδάκης μου λέει “θα πας στη Βλυχάδα στη Γεωργιούπολη θα δώσεις το σημείωμα και θα πάρεις ένα άλλο. Μόλις δεις τον άνθρωπο μας θα του πεις “Δάφνη”, δεν θα σου μιλήσει! Θα του πεις “πορτοκάλι” και εκείνος θα σου πει “μανταρίνι”. Μετά θα σου πει “φασκομηλιά” και εσύ “φασκόμηλο”, και τότε θα σου δώσει το σημείωμα και εσύ θα πάρεις το δικό του και θα φύγεις κατευθείαν”. Τότε κατάλαβα ότι ήμουν στην “προπαγάνδα”, στην αντίσταση. Αυτό έκανα πολλές φορές μέσα στην κατοχή» αναφέρει.
Μια φορά μάλιστα η κα Παλιουδάκη χρειάσθηκε να “φάει” το μήνυμα. «Μου λέει ένας Εγγλέζος μια φορά “ξέρεις τι θα κάνεις με το χαρτάκι αν σε πλησιάσουν Γερμανοί;” “Θα το σκίσω απάντησα”. “Όχι γιατί θα το βρουν, θα κολλήσουν τα χαρτάκια και μετά θα σε γδάρουν εσένα και θα κάψουν το χωριό! Θα το φας”. Δεν πέρασε πολύ καιρός και εκεί που πήγαινα ένα χαρτί από το βουνό προς τη Γεωργιούπολη με πλησίασε ένας Γερμανός. Αμέσως το έβαλα στο στόμα και το κατάπια!»
Την ώρα που μιλάμε με την κα Κωστούλα μας εξηγεί με το “ν και το σ” πως λειτουργεί τα ιταλικά πολυβόλα αφού η ίδια τα έδεσε και τα έλυσε πολλές φορές όταν το 1943 μετά την συνθηκολόγηση της Ιταλίας οδήγησε Ιταλούς στα ορεινά. Αλλά και άλλα όπλα διαφόρων τύπων και κάθε είδους χειροβομβίδες.
Τι σας έκανε όμως να μην κρατήσετε και να μην μαρτυρήσετε τον Αγγλο όταν σας κτυπούσαν, τη ρωτάμε κλείνοντας τη συζήτηση; «Θεού θέλημα ήταν. Αν δεν έχεις κακία μέσα σου, δεν γίνεσαι προδότης» είναι τα λόγια της κας Κωστούλας.