Κυριακή, 18 Αυγούστου, 2024

Αφάνταστη λαχτάρα για τα Χανιά….

Ο αλησμόνητος Γιάννης Γυπάκης ήταν ένας δραστήριος πνευματικός Χανιώτης και είχε γράψει ωραία τραγούδια και ποιήματα και ένα από αυτά βρήκα στα “χαρτιά” μου, που εκφράζει την λαχτάρα του για τα αγαπημένα του παλιά Χανιά όταν την περίοδο περίπου της Χούντας, βρέθηκε να εργάζεται στη Σαουδική Αραβία σαν τεχνικός.
Αυτό έχει μελοποιηθεί και ηχογραφηθεί στο κατάστημα μουσικών οργάνων, του επίσης αλησμόνητου Νόλη Παπαδάκη και κατά όχι έντιμο τρόπο, έχει αντιγραφεί και διασκευαστεί από κάποιους…
Oταν επέστρεψε στα Χανιά, εργάστηκε σαν τεχνικός στην εταιρεία ΑΤΛΑΣ του Μανώλη Σπανουδάκη και απεβίωσε το 1998. Το παραθέτω και σίγουρα θα συγκινήσει τους παλιούς Χανιώτες που επιζούν.
«Η μπαλάντα του ξενιτεμένου Χανιώτη
Αυτή τη νύχτα που με πνίγει η ξενιτειά
κι η μοναξιά κοντά στο θάνατο με φτάνει
να ‘τανε Θεέ μου να βρισκόμουν ξαφνικά
μόνο γι’ απόψε στο Χανιώτικο λιμάνι.

Ο γέρο Φάρος να φωτίζει το γιαλό
και ένα ποστάλι να ‘χει φτάσει απ’ τον Περαία,
τη “μπούντρα” να πέρναν’ τ’ αλάνια στο ψιλό
κι ο Αλή – Γκογκός ο σαλπιγκτής κάποια μοιραία…

Σαν κομπολόι τα φωτάκια απ’ το γρι -γρί
που με τις μνήμες στο λιμάνι θα γυρνάνε
και να ‘ρθει η αγάπη μου, όπως τότε να με βρει
και γύρω μου όλοι αγαπημένοι φίλοι να ‘ναι.

«Κωστή, ένα ούζο με χταπόδι και σαλμί
κι ύστερα φέρε, απ’ το βαρέλι το μοσχάτο,
με το κρασί μπας και πνιγόταν μια στιγμή
τόσα φαρμάκια ξενιτειάς να πάνε κάτω.

Κι ακόμα φέρε μας γαλέο με σκορδαλιά
και βρουβοβλάσταρα απ’ το χέρσο το χωράφι
και τσακιστές απ’ την τσουνάτη την ελιά
κι αν περίσσεψε απ’ του γάμου το πιλάφι».

Να σύρω βόλτα ν’ ανταμώσω, στο στρατί
τον Κονταλέκο και τον Ντίνο τον μπαρμπέρη,
στην αγορά το τροχονόμο τον Τοτή
και σε μια βάρκα τον Σαλή το μαουνιέρη.

Τη Βικτωρίτσα να πειράξω στα στενά
και το Μανώλη και το Λούτσα το χαμάλη,
μες στα σοκάκια να χαθώ του Τοπανά
στα Μπιτσαχτίδικα και στο Κρύο Βρυσάλι.
Να πιω στη χούφτα το νερό του έτσι απλά
και χαρουμπία να πιω με χιόνι απ’ τις Μαδάρες,
φιλί στο Κάτολα να πάρω απ’ την Αμπλά
κι από τον Μάραθα βλαστήμιες και κατάρες.

Μες στην Τριμάρτυρη θα μπω μ’ ένα κερί
θ’ ανάψω – χρόνια τώρα το ‘κανα το τάμα,
να ερχόταν πίσω ξάφνου οι όμορφοι καιροί…
μα πώς να γίνει Θεέ μου τέτοιο θαύμα…

Κι ύστερα να ‘ρθω στ’ Ακρωτήρι τη βραδιά
π’ ανθίζει ο σχίνος κι η μυρτιά και το θυμάρι,
στου Μαστορίδη τη βεράντα τσικουδιά
με λίγα αμύγδαλα και μέλι και φεγγάρι.

Και μεθυσμένος όπως θα ‘μαι από χαρά
να ξεφαντώσω μέχρι ο ήλιος ν’ ανατείλει,
να εκδικηθώ κι εγώ τη φτώχεια μια φορά
στη ξενιτειά, σχεδόν παιδί, που μ’ είχε στείλει.

Θεέ μου ας γινόταν όλα απόψε ξαφνικά…
Σώνει ο καημός κι η άλλη μέρα πριν να φτάσει,
σύρε το εκεί στα κυπαρίσσια τ’ Άη Λουκά
το κουρασμένο μου κορμί να ξαποστάσει».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα