Πάντα Ντερές, Παπαδιανά µεγάλο είχαν νάµι
ογια την πλούσια βλάστηση και το τρανό ποτάµι.
Πλατάνια και νερόµυλος, Τριαδικό ξωκκλήσι
είχανε τα Παπαδιανά ξεχωριστά στολίσει.
Εκεί το κοιµητήριο µε τση δροσιάς τη χάρη
εις κάθε έδινε ψυχή ανασεµιά να πάρει.
Και του Ντερέ τα ρέµατα, οι κρουσταλλοπηγές του
αντάµα µε τον ποταµό λούζαν τσι γειτονιές του.
Στων πλάτανων τον ασκιανό κάθε χαράς γιορτάσι
ήθελε ξένους κι εδικούς µεµιάς να ορδινιάσει.
Λύρες, λαγούτα, παίζανε, βιολιά µα και κλαρίνα
και τα τραγούδια κι οι ευκές επαίρνανε και δίνα(ν)!
Ως το καράβι κυβερνά πάντα ο τιµονιέρης,
στο γλέντι εξεχώριζε σπουδαίος λαουτιέρης.
Γοµπάκης το επίθετο, Γιώργης το όνοµά του
τση Κρήτης την Παράδοση τίµησ’ η αφεδιά του.
Μεγάλος ήταν ∆άσκαλος και αυστηρός συνάµα
καλότυχοι ήτανε, µαθές, όσοι κοντά του εκάµα.
Είχε ορτάκηδες πολλούς και άξιους µαζί του
κι έφτιαξε, µε τη χάρη του, µία σχολή δική του.
Γνωστός παντού εγίνηκε, στση γης όλα τα πλάτη
πολλοί θα τον ονόµαζαν «τση Τέχνης στρατολάτη».
Γνώρισε λιγοστές χαρές και θεριεµένους πόνους,
τον άξιωσε ο καλός Θεός πολλούς να ζήσει χρόνους.
Μα τώρα έφυγε κι αυτός, ένας καλά µεγάλος
που οι κοντυλιές του δόξαζαν τση µουσικής το κάλλος
και µε τραγούδι αλάθητα σωστό στη µελωδία
σεβαστικά αντάµωνε ουράνια χορωδία.
Όσοι τον(ε) γνωρίσανε, θε να τον µνηµονεύουν.
Μαστόροι σαν ελόγου του όλο και λιγοστεύουν!