■ Η καταγραφή της προφορικής ιστορίας
■ Μνήμες Ανατολικοσελινιωτών από την έναρξη του Eπους του Σαράντα (28/10/1940) και από τα απαίσιας μνήμης στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας (1944-45).
Το απόγευμα της 28ης Οκτωβρίου 1964 ύστερα από την καθιερωμένη σχολική εορτή της εθνικής επετείου, επέστρεφα από το γειτονικό χωριό Ροδοβάνι (του Δήμου Ανατολικού Σελίνου) όπου υπηρετούσα σαν δάσκαλος, στο χωριό μου, τον Καμπανό Σελίνου. Κρατούσα το μαγνητόφωνό μου, που το είχα χρησιμοποιήσει πιο πριν κατά την σχολική εορτή και θεώρησα σκόπιμο, μια κι είχα λευκή (άγραφη) μαγνητοταινία και βρίσκονταν στο καφενείο οι πιο πολλοί συγχωριανοί, να συγκεντρώσω, επίκαιρα, τις αναμνήσεις των από τον πόλεμο του ‘40.
Αρχισα με το σκόπιμο ερώτημά μου, αλλά και ζωντανή απορία μου από τα παιδικά μου χρόνια:
«- Γιατί διαλέξατε, την αξέχαστη εκείνη μέρα και ώρα κι εννοούσα την Δευτέρα 28 Οκτ. 1940, γύρω στις 11.00 το πρωινό, κι ήμουν τότε οχτώ χρόνων συμπληρωμένων να πάρετε τον ανήφορο πεζοί για την Κάντανο, απ’ όπου θα σας μετάφερναν με αυτοκίνητα στα Χανιά, να ντυθήτε φαντάροι, με το τραγούδι της στράτας»:
«- Μηνάς μου κόρη κι έρχομαι κι ίντα θα βάλω να ‘ρθω…»
Να σημειώσουμε, πριν ακουστούν οι απαντήσεις των συγχωριανών μου, που είχαν επιστρατευτεί το ‘40, ότι εμείς στα χωριά του Ανατολικού Σελίνου, δεν είχαμε αυτοκινητόδρομο που να μας συνδέει με τα Χανιά ή την Κάντανο (πρωτεύουσα της επαρχίας). Ο δρόμος ανοίχτηκε πολύ αργότερα…
Κι οι συγχωριανοί μου, όσοι ήταν εδώ στο καφενείο, και που είχαν την τύχη να γυρίσουν από το Αλβανικό μέτωπο, με μια φωνή, αναθυμούμενοι την μεγάλη ώρα, απάντησαν: «-Μα για την Ελευθερία, Δάσκαλε, για την Πατρίδα, για τη Θυσία, αυτήν την “κόρη” εννοούσαμε!…» κι άλλο λόγο δεν μπόρεσαν, για ώρα πολλή, ν’ αρθρώσουν, γιατί γινόταν κόμπος στο λαιμό τους και στέγνωνε το στόμα τους, ενώ αρκετούς είχαν πάρει τα δάκρυα, καθώς κι εμένα… Πέρασε κάποια ώρα… Παράγγειλα στον καφετζή να μας κεράσει όλους. Ηπιαμε, συνήλθαμε, κάναμε ευχές κι αρχίσαμε… το έργο που προσωπικά εγώ είχα σχεδιάσει.
Την καταγραφή δηλ. των αναμνήσεων των συγχωριανών μας (επίκαιρα, σήμερα) που είχαν στρατευθεί και πολεμήσει στη Βόρ. Ηπειρο το ‘40 – ‘41 και στα Αλβανικά βουνά, και που είχαν την τύχη να γυρίσουν πίσω μετά την υποχώρηση, άλλοι τραυματίες, άλλοι με κρυοπαγήματα και φορτία κακουχιών, κι άλλοι χρόνια άρρωστοι, μα πάντως ζωντανοί.
Ανεκτίμητο και συγκλονιστικό θεωρούμε αυτό το υλικό. Πρώτα για τις ζεστές φωνές των συγχωριανών μας. που διασώθηκαν και γύρισαν, κι ύστερα για το ήθος και τον πολιτισμό που ακτινοβολούσαν οι ψυχές των, κι ας ήταν οι περισσότεροι ολιγογράμματοι άνθρωποι και προπάντων τέλος για την αμεσότητα και την πατριωτική θέρμη του λόγου των, κι ας ήταν σήμερα, είκοσι πέντε χρόνια μετά… Κι ας μην τους αντάμειψεν ακόμη η Πατρίδα… Εκείνοι τόνιζαν: «Εμείς για την Πατρίδα και για το “ίρτζι” μας εκάμαμε ό,τι κάμαμε, γιατί ‘χαμε δασκάλους μας τσι προαπερασμένους μας και τσι γονιούς μας. Τίποτις άλλο!..,» Κι άρχισαν να μου διηγούνται:
Πρώτος πήρε το λόγο ο Χατζοκωστής, που μίλησεν έτσι:
«-Την Κυριακή βράδυ της 27ης Οκτωβρίου 1940 ήμασταν στα Τσισκιανά (χ. του σημερινού δήμου Ανατολ. Σελίνου) στου Τζανοφτύχη του μοίραρχου της Χωρ/κής το γάμο. Με τ’ αποδιαφωτίσματα της Δευτέρας 28 Οκτωβρ. 1940 κάποιοι σκαλίζανε το ραδιόφωνο. Τότες στα χωριά μας κι όχι σε όλα, είχαν ραδιόφωνο μόνο “προύχοντες”. Κι ο γαμπρός που ήταν και μοίραρχος Χωρ/κής, είχε. Κάποια στιγμή, ακούμε να λέει:
«- Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών. Αγαπητοί ακροαταί Καλημέρα σας…
…Η άνανδρος Ιταλία εκήρυξεν τον πόλεμον κατά της Ελλάδας, από των πρώτων πρωινών ωρών της σήμερον. Μεταδίδομεν το πρώτον πολεμικόν ανακοινωθέν του Γ.Ε.Σ. έχον ως εξής: “Αι Ιταλικοί Στρατιωτικαί δυνάμεις, προσβάλλουν από της 5.30 πρωινής της σήμερον, τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεροι δυνάμεις αμύνονται επί του πατρίου εδάφους. Νύν υπέρ πάντων ο αγών”.
…Το τι έγινε μέσα σε λίγα λεπτά δεν περιγράφεται. Ο γάμος που κείνα τα χρόνια κρατούσε τρεις και τέσσερεις μέρες, μέσα σε λίγα λεπτά διαλύθηκε. Οι καλεσμένοι έτρεχαν για το Σταθμό Χωρ/κής Καμπανού για οδηγίες, πού πάνε; Πού παρουσιάζονται; Πώς φεύγουν για Κάντανο και Χανιά. Σ’ όλα τα σπίτια σκηνές που δεν περιγράφονται. Αποχαιρετίσματα. Δάκρυα. Ευχές. Και στις έντεκα το πρωί όλο “το αντρολάσι” του χωριού ήμασταν συγκεντρωμένοι στον άϊ Νούφρη, έτοιμοι για να οδοιπορήσουμε την ανηφόρα: Παρασκή, Νεροπήγαδα, Σταυρό Καντάνου, για να φτάξουμε στην ώρα μας στον αμαξωτό δρόμο και στην Υποδ/ση Χωρ/κής στην Κάντανο…».
Κάθομαι, χρόνια τώρα, και μελετώ τις μαρτυρίες αυτές των συγχωριανών μου, απλών ανθρώπων της περιοχής μας, και εκτιμώ το μεγαλείο των. Παράλληλα εκτιμώ τη σημασία της επιτόπιας έρευνας και της καταγραφής της προφορικής Ιστορίας.
Πράγματι: Εκείνο το απόγευμα της 28ης Οκτωβρίου 1964 στο καφενείο του χωριού μας, συναντήθηκεν “η συλλογική μνήμη” με την “άμεση μαρτυρία”, με τον αυτόπτη διηγούμενο μπρος στους συμπολεμιστές συγχωριανούς του, δεδομένα που είχαν ως αποτέλεσμα να φωτιστούν ιστορικά περιστατικά και συγκλονιστικά γεγονότα, άπλετα.
Με τέτοιου είδους καταγραφές, αφουγκραζόμαστε, χαιρόμαστε, νοιώθουμε βαθύτερα τη γλώσσα του λαού μας, διαπιστώνουμε το ήθος των απλών ανθρώπων της συγκεκριμένης περιοχής και μπαίνουμε στην ψυχή των. Οι καταγραφές αυτές, με δεδομένη μάλιστα την απουσία επέμβασης του συλλογέα, κατά τις διηγήσεις των συγχωριανών του. αναδεικνύονται πολύτιμα ντοκουμέντα για τη συγγραφή της τελικής ιστορικής ύλης. Για την Ιστορία της περιόδου στην οποία αναφέρονται.
Αργότερα, τον Οκτώβρη του 1980, ήρθεν η σειρά των συνεπαρχιωτών μου ομήρων των στρατοπέδων συγκέντρωσης της Γερμανίας.
Προγραμματισμένα, ανηφόρισα από τον Καμπανό ως το ιστορικό χωριό Λειβάδα (της τέως κοινότητας Ροδοβανίου) και κατέλυσα στο καφενείο του Προκόπη Χατζημιχελάκη, ενός δηλ. από τους επιζήσαντες ομήρους των στρατοπέδων της Γερμανίας. Ειδοποιήσαμε μάλιστα και τους συγχωριανούς του ομοιοπαθείς τον Γιάννη Παπαδομιχελάκη και τον Ευτύχη Τσισκάκη.
Ύστερα από την απαραίτητα προκαταρκτική κουβέντα μας, ξεκινήσαμε την ηχογράφηση των συγκλονιστικών αφηγήσεων των. Είχαν θαρρείς διάθεση λύτρωσης από τις αναμνήσεις των, της όντως φρικτής ομηρίας των και εξομολογούνταν κι οι τρεις, παρουσία μάλιστα και των οικείων και των συγχωριανών των. Αναφέρθηκαν με κάθε λεπτομέρεια σ’ όλα όσα τους συνέβησαν από το τραγικό βράδυ της σύλληψης των (10-2-1944) ως την ώρα της επιστροφής των, το φθινόπωρο του 1945.
Μίλησαν, με κάθε λεπτομέρεια, για τη σύλληψή των μεσάνυχτα μες από το σπίτι των, για την απάνθρωπη μεταφορά και τον στρατωνισμό των στις φυλακές της Αγιάς Χανίων, μέχρι να τους μεταφέρουν στην Ελευσίνα, στο Βελιγράδι, στη Γερμανία και να τους εξαποστείλουν στα απαίσια στρατόπεδα συγκέντρωσης ομήρων: Νταχάου, Αουσβιτς, Εμπενζέε, κ.λπ. Περιέγραψαν ημερήσια προγράμματα καταναγκαστικής εργασίας, συνθήκες διαβίωσης, βιώματα και πάθη των συγκλονιστικά, καθώς και πόσες αμέτρητες φορές τους άγγιξεν το χέρι του θανάτου…
Είχαν, ευτυχώς, την τύχη να επιζήσουν και να γυρίσουν πίσω στην Πατρίδα, στην Κρήτη, στη Λειβάδα, στους δικούς τους. Νοιώθουν πικρία και πόνο βαθύ για τους συνανθρώπους, τους δικούς, τους συγγενείς των που δε γύρισαν και κλαίνε γοερά, κλαίει κι ο Ευτύχης Τσισκάκης περιγράφοντάς μας το μαρτυρικό τέλος του πατέρα του αείμν. Γιώργη Τσισκάκη στο Νταχάου. Κι όλοι μας δεν έχομε χείλη να συνεχίσουμε…
Παρ’ όλ’ αυτά παίρνει κουράγιο ο Ευτύχης Τσισκάκης και μας λέει: «…ο αείμνηστος πατέρας μου Γεώργιος Εμμ. Τσισκάκης που ήμασταν μαζί, σηκώθηκε τη νύχτα, ήταν 20.8.1944 να πάει στο μέρος. Ο Γερμανός σκοπός τον κατασκότωσε στο ξύλο. Παραμορφωμένο τον μαζέψαμε. Το πρωί δεν είχε δυνάμεις να σηκωθεί, ούτε βέβαια και να πάει στη “δουλειά” που του επέμεναν. Τότε τον πήγαν “στο νοσοκομείο”, δηλ. στο κρεματόριο, όπου τον έκαψαν στις 26-8-1944…».
Κι ο Προκόπης Π. Χατζημιχελάκης, ο οποίος ζει τόσον έντονα σήμερα πάλι τα γεγονότα εκείνα, μας λέει: «…Το θάλαμο του Εμπενζέε όλο τόνε θυμούμαι, γιατί ήμουν εκεί μαζί με πάνω από χίλιους τριακόσιους άλλους ομήρους και σε τρεις μέρες ζούσε από κάθε πέντε, ο ένας μας… Σκεφτείτε τι σημαίνει αυτό και τι γινόταν στον… νεκροθάλαμό μας. Το συσσίτιο όσων φεύγανε για τον άλλο κόσμο, έμενε αζήτητο κι ο θάνατός μας ήταν αγκαλιαστός. Παγώνω, όσες φορές ξανάρχονται στη σκέψη μου εκείνες οι ώρες. Αναθυμούμαι πως η ζωή δεν είχε κανένα νόημα. Ας μας αποτελείωναν, ευχόμασταν κάθε στιγμή… Μα πάλι, μια αχτίδα κουράγιου κάπου φώλιαζε. Θα ζήσουμε, άραγε, να ξαναδούμε γυναίκα, παιδιά, γονείς και σπίτι: Κι εγώ, ιδιαίτερα, που είχα αφήσει και μωρό παιδί, που το τελευταίο βράδυ μου (10-2-1944) στη Λειβάδα, στο σπίτι μου ήταν ανήσυχο και έκλαιγε όλη νύχτα και δε μ’ άφησε να κλείσω μάτι, παρά τα κανάκια της μάνας του, θαρρείς και προμάντευε τα τραγικά επακόλουθα…»
Το συγκλονιστικό αυτό υλικό, το συνεπλήρωσα λίγο αργότερα και με τις μαρτυρίες του Μανόλη Γ. Δεκαβάλη, του Μιχάλη Στυλ. Κουλουρίδη και του Θοδωρή Κοκολάκη, όλων κατοίκων του Ανατολικού Σελίνου και το χρησιμοποίησα στις εργασίες μου: «Σελινιώτες, ήρωες της Μάχης της Κρήτης, στα στρατόπεδα συγκεντρώσεων της Γερμανίας» και στο μελέτημα “Ιστορική ρίμα της Κρήτης και Πόλεμος του Σαράντα”, ενώ ετοιμάζεται η πλήρης δημοσίευση της ύλης αυτής που συλλέξαμε προ 25ετίας…
Τα τελευταία χρόνια, σε εκπαιδευτήρια της πόλης των Χανίων (κυρίως γυμνάσια – λύκεια) και με την ευκαιρία εθνικών επετείων, παρακλήθηκα να παρουσιάσω τμήματα του μαγνητοφωνημένου αυτού υλικού με παράλληλους σχολιασμούς και επεξηγήσεις μου. Παρατηρήσαμε όλοι και διαπιστώσαμε πόσο άμεσα λειτούργησαν αυτά τα ηχητικά ντοκουμέντα και πόσο θετικά συνέβαλαν για την παραπέρα μελέτη της ιστορικής αυτής περιόδου. Πολύτιμα ήταν στην επικοινωνία μας αυτή, με τη σημερινή μαθητιώσα νεολαία, και τα ντοκουμέντα (φωτογρ. υλικό, βιβλία, διαφάνειες, κ.λπ. σχετικά) που προμηθευτήκαμε κατά την επίσκεψή μας στα στρατόπεδα συγκέντρωσης Αουσβιτς και Νταχάου πριν από λίγα χρόνια.
Ετσι συνοδέψαμε τις μαγνητοφωνημένες διηγήσεις – αναμνήσεις των τραγικών συνανθρώπων μας, με ανάλογο φωτογραφικό, εποπτικό υλικό, από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Γερμανίας των χρόνων εκείνοι, ώστε να μορφώνει πληρέστερη εικόνα και άποψη ο ακροατής ή ο μελετητής του υλικού αυτού.
Βεβαιότατα το έργο της συλλογής αυτού του είδους υλικού είναι και ψυχοφθόρο και καταπονεί τον συλλογέα του, αλλ’ εφ’ όσον πεποίθησή του είναι ότι: η προσφορά του πρωτογενούς αυτού ιστορικού υλικού, για τις μέλλουσες γενεές είναι συνεισφορά εις την οικοδομή του ιστορικού οπλισμού των, τότε μόχθος, κόπος και τ’ ανάλογα, δεν υπολογίζονται, γιατί το όφελος ασφαλέστατα υπερτερεί.