Όσο εγυρισιμώνανε τα ξεπνέματα του Γενάρη, άλλο τόσο εκείνος εγίνουντανε και πλια σκληρός τη φετινή χρονιά. Και τσ’ αλκυόνες άφηκε παραπονεμένος, και δε τσ’ ανακούφισε από τα κατακαίρια, και τσοι φουρτούνες. Και με την ελπίδα, τη βαφτισιμιά τση μετεωρολογίας, έκαμε τα τσαμουρλούκια ντου.
Kι εφόρτωσε μ’ αληθινή ελπίδα για το καλοκαίρι σε μας, με μπόλικο χιόνι στσοι ριζοβουνιές και τσοι κορφές τση μαδάρας. Και στα κατωμέρια, και τσοι σιάδες, έφερε σε τόπους τόπους ταλαιπωρίες, κακοστραθιές, κι απογοητέψεις. Κι ετσά δα φαίνεται πως θα δόκει τη σκυτάλη για τη συνέχεια στον απρόβλεπτο κουτσοφλέβαρο με τσοι πολλές εκπλήξεις και παραξενιές. Που φυσικά μετακινείται στσ’ ημερομηνίες του δυνατός, και πολύ επιθετικός κι ο μεγάλος εχθρός τσ’ αθρώπινης ζωής, ο κορωνοϊός.
Απού οπροχθές μου στέρησε κι μενα το πλια καλό μου φίλο, από κινεινα τη συντροφιά, απού πριν από πενήντα χρόνια εγλεντίζαμε τη ταπεινή μας ζωή στην ημιυπόγεια κουζίνα μου στο Μενίδι κατά καιρούς, και ξεχνούσαμε τση φτώχειας κι ούλες τσοι δυσκολίες τση ζωής. Κατευόδιο Αγαπημένε μου Κώστα, σ’ ήβρηκε ταλαιπωρημένο και κουρασμένο από τα βάσανα τση ζωής και σε θέρισε και σενα, με το φονικό ντου δραπάνι ο τρισκατάρατος ιός και σε πήρε και σενα κι απόμεινα μονάχος εδά μπλιο από τουτηνά τη συντροφιά, σε τουτηνέ τη ματαιότητα. Μα γω δα πάλι, Αγαπημένε μου φίλε Κώστα, θα σε κρατήσω ζωντανό, όπως κάνω και για ούλους τσ’ άλλους, γι’ αυτό και δε θα σε κλάψω, γιατί και όπως ετραγουδούσαμε τοτεσάς στον Ερωτόκριτο «οι πόνοι δάκρυα κλάϊματα άθρωπο δε γλιτώνουν». Παρά θα σας ανιστορούμαι εύθυμους, ζωηρούς και μερακλήδες, όπως και κείνουσας τσ’ όμορφους καιρούς. Ούλους μαζί κι ένα ένα χωριστά. Γιατί και τοτεσάς το κατέχαμε πως ο κόσμος τουτοσές είναι ψεύτικος, γι’ αυτό και «δεν έχει αξία η ζωή κι αν είναι άλλη τόση, αφού υπάρχει θάνατος, και το κορμί θα λιώσει».
Γι’ αυτό και θα συνεχίσω να σας εγροικώ. Το μπάρμπα- Κωστή, απού στα γεράματα ντου εκατοίκησε στο Περαία, όπως έλεγε. Απού έπαιζε λαγούτο με το στόμα, κι ετραγούδιε παθιάρικα τον Ερωτόκριτο. Τον επίσης μπάρμπα- Θανάση, Βέρο Αθηναίο, απού τραγούδιε τσοι καντάδες απού αναστορούντανε από τα νυχτοπερπατήματα ντου. Τον από την ανατολική Κρήτη Παπάμιτσάκη και μόνιμο κάτοικο Μενιδίου κείνονα το καιρό με τα ρομαντικά τραγούδια τσ’ εποχής του. Κι ούλοι μαζί τα ριζίτικα «τα αγρίμια κι αγριμάκια μου» το «πότε θα κάμει ξάστερια» και τον «Αντρειωμένο μη τον κλαις». Κι εσένα σα να σε γροικώ εδά με το λαϊκό τσ’ εποχής «Γιατί καλέ γειτόνισσα, αφού σου τηλεφώνησα». Και μαζί με το χωριανό και συγκάτοικο σου όσο είστε εργένηδες, τον αλησμόνητο Σπύρο, από το Ρουσσο Καρδίτσας κι εκείνος, με την ιδιαίτερα καλή φωνή ντου και την άριστη απόδοση των Ηπειρώτικω Τραγουδιώ, με το παιχνιδιάρικο ύφος του Μπέλου, στο τραγούδι «Αν κλάψω Μάνα μ’ δεν μ’ ακούς…» Που πάντα, άθελα ντου, επροδούνανε τη συγκίνηση ντου τα δάκρυα ντου. Γιατί κι οι δυο σας δεν είχατε γνωρίσει Μάνα.
Ετσά σας έχω στη θύμηση μου κι ετσά θα σας εβαστώ ώστε να ‘ρθει κείνηνα η γι ημέρα απού θα τα πούμε πάλι από κοντά κι εδά σε χαιρετώ με τσ’ ευκές μου, και με τσοι χρωματιστές παπαρούνες απού φυτρώνουνε έπαε στον εδικό μου τόπο, εδά στολίζω νοερά το φρέσκο σου τάφο κι από καρδιά σου εύκομαι την αιώνια ανάπαψη, και καλή αντάμωση. Στη καλή σου σύζυγο Αγαθή, και στα κατάκαλα παιδιά σου εύκομαι κουράγιο και καλή υγεία, για να θυμούνται τον άριστο σύζυγο και στοργικό πατέρα.
Κι ύστερα από τούτονα το χαιρετισμό για το φευγιό του φίλου μου του Κώστα ξαναβρίσκομαι στσοι στράτες τσ’ επικαιρότητας, και με το έμπα του Κουτσοφλέβαρου αναστορούμαι το πανηγύρι τσ’ Αρκουδίας στσοι πολυαγαπημένους μου τόπους, τον Γουβερνέτο, που από μικιό κοπελάκι με μαγεύανε με την ομορφιά τωνε. Γι αυτό και σαν αναλικώθηκα. Με αγωνία την επεριμέναμε την εορτή τσ’ Υπαπαντής για ν’ ανηφορίσουμε μαζ’ ούλα τα χωριανάκια, για να λουτρουιθούμε στο εκκλησάκι τση απού ‘ναι χωσμένο μέσα στον ευρύχωρο σπήλιο τσ’ αρκουδιάς στσοι κακοτράχαλους τόπους τση περιοχής. Απού εκειά εσμίγαμε οι χωριανοί, κι οι κοντοχωριανοί, κι ούλοι οι γι Ακρωτηριανοί κι ούλοι γι άλλοι προσκυνητές. Κι ετρώγαμε απολούτουργα τη παραδοσιακή σαρδέλα και πίναμε το ποτήρι μας το μαρουβά κρασί του Μοναστηριού στην υγειά ουλωνώ μας, κι ανανεώναμε το ραντεβού μας για του χρόνου.
Όσο δα επερνούσανε τα χρόνια, μας εγίνηκε αντέτι. Κι αγοράζαμε σαρδέλες, και πέρναμε κρασί και ψωμί, κι ύστερα από το πανηγυριώτικο κέρασμα στον τόπο του πανηγυριού και σαν αποφτάμε στην απλοχωράδα στη Καλύβα, όπως ελέγανε το σπιτάκι που ‘ναι κεια, ετρώγαμε και τσοι δικές μας σαρδέλες, και κερνούσαμε υπό τσοι ήχους των σερτών που εγροικούντανε από το κασετόφωνο τσοι προσκύνητες απού περνούνε. Ως και ο τωρινός εφησυχάζων Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, σαν Μητροπολίτης Κυδωνίας και ο Αποκορώνου μας είχε δόκει την ευκή ντου πίνοντας στην υγειά μαας. Κι ετσά επερνούσαμε, κι εχαίρουμεστανε, κι εκαμαρώναμε τη γύρω φύση, περίπου τσοι φορές απού σύφωνα με τη παράδοση, επρόβερνε ο Ήλιος, όπως ελέγανε το ‘λιαζε το Αρκουδάκι τση κι η φύση εγίνουντανε μπλια φωτεινή κι όμορφη.
Την ίδια ώρα οι μερακλήδες κι οι μερακλήνες επιάνουντανε στο χορό κι εζωγραφίζανε με τα ζάλα με ιδιαίτερη χορευτική δεξιοτεχνία. Κι ύστερα δα από λίγη ώρα, καθαρίζαμε το περιβάλλον και φεύγαμε, με την ευχή αναζήτηχτοι και του χρόνου. Κι ετσά ετέλειωνε το πανηγυριώτικο γλέντι μας κάθε χρονιά. Οι καινούργιοι όμως Αγιορείτες μοναχοί παρεξηγήσανε τη συμπεριφορά μας και βρήκανε τρόπο να με απομονώσουνε εμένα απού ήμουνε γέρος κι ανήμπορος από τσ’ όμορφες στιγμές. Απού απολάμβανα από μικιό κοπελάκι, απού ο χώρος δεν μου επιτρέπει για να γράψω περισσότερες λεπτομέρειες. Κι ετσά τα λίγα χρόνια που μ’ απομένανε να τσοι περπατώ τούτουσας τσοι τόπους τσοι στερήθηκα, με τσοι νυχτερινές πανηγυριώτικες λουτρουγιές, απού κάνανε. Γι’ αυτό και μου ‘μεινε ένα μεγάλο παράπονο. Σ’ ούλους εδά που συνοδοιπορούσαμε τοτεσάς και τσοι Μοναχούς, Ιερομόναχους κι Ιεροδιάκονους, κείνησας τσ’ εποχής, εύχομαι την αιώνια ανάπαψη.
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας.
Καλημέρα Αναγνώστριες κι Αναγνώστες μου κι αναζήτηχτοι.
Σημειώσεις
κατακαίρια = κακοκαιρίες
τσαμουρλούκια = αταξίες, ανυπακοές
οπροχθές = προχθές
κλάιματα = κλάματα
αναστορούμαι = θυμούμαι
το κατέχαμε = το ξέραμε
γροικώ = ακούω
αναλικώνομαι = γίνομαι ενήλικος
λουτρουγιά = λειτουργία
χωσμένος = κρυμμένος
αντέτι = συνήθεια
μπλιό = πλέον
έπαε = εδώ
μικιό = μικρό
μαρουβά = παλιό μυρωδάτο κράσι
Όμορφες θύμησες ΄΄γεροντάκι΄΄ , όμορφες και ξένοιαστα αγαλιάσματα ψυχής……
Νάσαι γερός να τα θυμασαι ούλα τούτανα τανιστορήματα…..
Κια μέσα στόνειρό σου εύχομαι να ξανασμοίξεις τσοί παλιούς αλησμόνητους φίλους τση παρέα σου , να συνεχίζεται τη ξενοιασιά σας……..