Με λόγια βγαρμένα με σεβασμό κι ευγνωμοσύνη, μέσα από τη καρδιά μου απού θα τα σκορπίσω στο φρέσκο σου τάφο, σαν τα καταπράσινα και μυρωδάτα πούλουδα τσ’ ολάνθιστης αυλής σου. Κι ετσά θα σε κατευοδώσω Μεγάλη αρχόντισσα Δέσποινα Βενετάκη – Καμπιρίδη στο ταξίδι σου για την αιωνιότητα.
Γι’ αυτό και παίρνω το ρολόι απού μετρά τσοι χρόνους τση παροδικής ζωή μας, σε τούτονε το ψευτόκοσμο. Και τ’ αντογαέρνω κάμποσες δεκαετίες, τα ίσια πίσω. Και φτάνω στην εποχή απού η πατρίδα μας, οπολέμα να γιατρέψει τσοι πληγές του πολέμου. Κι ο εμφύλιος άνοιγε καινούργιες. Μα η ζωή εσυνεχίζουντανε και τση τύχης τα γραμμένα αποφασίζανε να ταιριάξουνε «εις γάμου κοινωνία» μια κόρη από τση Παναγιάς τω Κεραμειώ, μ’ ένα χωραφακιανό νέο. Κι ετσά επέταξε η Δέσποινα σαν ορεινή πέρδικα και φώλεψε έπαε στα κατωμέρια. Κι εγίνηκε διαλεχτή χωριανή και περιζήτητη γειτόνισσα.
Κι οι καινούργιοι παντρεμένοι εξεπερνούσανε τα βάσανα, και τσοι δυσκολίες, απού έφερνε η καθημερινότητα. Και σηκώνοντας αλλήλων τα βάρη, επροχωρούσανε τη δύσκολη στράτα τση ζωής. Από χρόνο σε χρόνο, οι δυσκολίες, τα βάσανα κι οι υποχρεώσεις επλησιάνανε. Γιατί όξω από πίσω ακλουθούσανε τα κοπελάκια το ένα μετά το άλλο. Κι εκείνοι επροχωρούσανε όρθιοι κι ευχαριστημένοι. Γι’ αυτό και καθ’ αργά αποχαιρετούσανε τη μέρα απού επέρνα με το «Δόξα σοι ο Θεός». Κι οι δυσκολίες π’ απαντήχνανε δεν τσ’ αλικοντίζανε να ΄χουνε τσοι πόρτες τωνε ανοιχτές και τσοι τάβλες τωνε στρωμένες με το βρισκούμενο, για να υποδέχονται τσ’ αργαδινές τσοι μουσαφίρηδες. Γι’ αυτό και σπανίως εδειπνούσανε μοναχοί τωνε. Γιατί στο φτωχικό ντωνε εβρίσκανε φιλοξενία οι γυρολόοι τσ’ εποχής. Γιατί, ετσά το ΄χανε αντέτι, μα και πιστεύανε «πως των εννιά το φαϊτό, δικά τση και τσοι δέκα».
Η Δέσποινα δα, καλά δασκαλεμένη από τα μικιάτα τση, τη τέχνη και τα μυστικά τση νοικοκεροσύνης και ζυμωμένη με τα βάσανα και τσ’ απαιτήσεις τσ’ αγροτικής ζωής, αγωνίζουντανε ασταμάτητα.
Όφκαιρη δεν απόμενε μουδέ η γι ημέρα την έφτανε, για να προλάβει τσοι καθημερινές τση υποχρεώσεις. Γιατί, σαν τελείωνε από τσ’ αγροτικές δουλειές και τη λάτρα του σπιθιού τση, έμπαινε στο αργαστήρι. Γιατί ήτανε και θηλυκοφαμελίτισσα κι ήπρεπε να ετοιμάζει προυκιά για τσοι κόρες τση. Κι ετσά ελαλούσανε οι καιροί κι οι χρόνοι επερνούσανε. Αναπάντεχο ήτανε το χτύπημα απού αποθάνανε δύο γαμπροί τση. Μα κείνη έμενε πάντα όρθια και πρόθυμη, μ’ ανοιχτή τη φιλόξενη αγκαλιά τση, να προσφέρει φιλοξενία σε παιδιά κι εγγόνια, σε ώρα ανάγκης, γη για λόγους φιλοξενίας και μόνο.
Αεικίνητη και δραστήρια, η γι αυλή τση πάντα νοικοκυρεμένη και στολισμένη με πολλά λούλουδα. Πολλοί από τσοι περαστικούς και ξενομπάτες τηνέ φωτγραφίζανε. Κι ο κήπος τση πάντα περιποιημένος και παραγωγικός. Καποια στιγμή έφυγε ο σύζυγος τση για το μεγάλο ταξίδι παραφορτωμένος με χρόνια. Εκείνη εσυνέχιζε να κάνει το ίδιο και να περιποιείται την αυλή τση και το κήπο τση. Ετσά την ήβρηκε κι η «κακή ώρα» και με το φόβο και το τρόμο τω γερόντω, το «πέσιμο» τηνέ μισέρωσε. Μα και σα συνήλθε εσυνέχιζε να πχιαινόρχεται και να ποτίζει, καθισμένη στο αναπηρικό καρότσι. Παιδιά κι εγγόνια την εσυχνοκαλημερίζανε για να τηνε συντροφεύουνε γη στη γιορτή τση και τα γενέθλια τση κι εγέμιζε η γι αυλή τση παιδόγγονα. Κι εκείνη τα υποδέχοντανε ευχαριστημένη και μ’ εύθυμες αυτοσχέδιες μαντινάδες και φυσικά, πάντα με πλούσιο κέρασμα, γιατί οι κόρες που συμπαραστέκουντανε και με το πλούσιο χαμόγελο τση. Απού το ΄χε για να κρύβει τα παράπονα και τσοι πίκρες τση, γιατί ετσά ΄θελε να τα πάρει μαζί τση, στη σιωπή του τάφου.
Ετσά τηνέ εορτάσαμε και στα γενέθλια τση, για τα 100 χρόνια τση. Που ευχαριστημένη είπε και τη μαντινάδα: «Εγίνηκα εκατό χρονώ απού ΄ναι ένας αιώνας, τα νιάτα μου επένδυσα σε παιδιά κι εγγόνια. Δισέγγονα και τρισέγγονα που θα βαστούν αιώνια». Κι ετσά έκλεισε με χαρές και χειροκροτήματα η γι εορτή και τούτηνα τη φορά. Μ’ από τη ταχινή κιόλας, αρχινίξανε να ΄ρχονται οι γι ανημποριές, κι η Δέσποιμα να χάνει το κουράγιο τση. Κι οι γι αντοχές τση να λιγοστεύουνε. Άξαφνα εστάμηνε να πορίζει στην αυλή τση, να χρωματίζει τα σχέδια απού ΄χε και να αππολαβάνει το φως του Ήλιου απού του ΄χε αδυναμία. Έμενε μπλιο στο κρεβάτι συνέχεια, κι ήθελε όπως έδειχνε να ΄χει συντροφιά κοντά τση, εσταμάτησε ακόμη να καλημερίζει και να καλωσορίζει κι έμενε αδιάφορη για τα γύρω τση. Αλλά αργοανάσαινε κι αγάλι αγάλι εχάνουντανε σα το κέφι όντε σβήνει, ώσπου κάποια στιγμή άφησε και τη τελευταία τση πνοή και πήρε το δρόμο όθε την αιωνιότητα, κατευόδιο σεβαστή μου Κερά! Την πίστη τετήρηκες, το δρόμο τετέλεκες. Δεν είναι κρίμα απού έφυγε από τη ζωή μια εκατόχρονη. Κρίμα όμως είναι απού δεν ξαναγεννιούν άθρωποι σαν κι αυτή, με σεβασμό, φιλότιμο κι αθρωπιά. Γι’ αυτό κι οι κοινωνίες γίνονται φτωχότερες από αθρώπους, με αρετές κι αθρωπιά.
Ο Θεός να σε αναπαύσει.