Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024

Αφιέρωμα τιμής και μνήμης: Η Μάχη της Κρήτης, στο Ριζίτικο Τραγούδι

Η Κρήτη αξιώνεται να γιορτάζεται η Μάχη της κάθε χρόνο και λαμπρότερα, γιατί εδίδαξε στον κόσμο όλο μάθημα που δεν διδάσκεται εύκολα. Ότι δηλαδή, η περιφρόνηση για τον θάνατο και η τόση αγάπη για την Ελευθερία φτάνουν στο αποκορύφωμά τους, σε τούτη την αιματοπότιστη γης. Και γι’ αυτό της αξίζει!

Τραγουδήθηκε και ιστορήθηκε πολύ η Μάχη της Κρήτης του 1941, ιδιαίτερα με το Ριζίτικο Τραγούδι και δίκαια, γιατί το μεγαλείο της, είναι σαν τη βουνοκορφή, που δεν κρύβεται.
Από το ανεκτίμητο αυτό Ριζίτικο δημοτικό τραγούδι της Κρήτης, θα μεταφέρουμε εδώ λίγα διαμάντια του, αφιερωμένα στη “Μάχη της Κρήτης”, τη συγκλονιστική αυτή ώρα που τη φόρτωσε μεγαλείο και δόξα, η παλικαριά κι η λεβεντιά του Νησιού, πάνω στο Μεγαλείο και τη Δόξα που έχει απ’ τους αρχαίους τους καιρούς!

Ο λαϊκός τραγουδιστής, καθώς το ξέρομε, δεν μπορεί ν’ αφήσει μεγάλο θέμα, χωρίς να το κάμει τραγούδι, να το κάμει μάθημα και έπος, να τ’ αφήσει για δάσκαλο-διδάχο, στις επερχόμενες γενεές, για να μορφώσει έτσι επιδέξια και σωστά τη νεότητα. Κι εδώ, είναι επίκαιρο να θυμηθούμε τον λόγο του Αιλιανού που λέει: «Κρήτες, τους παίδας τους ελευθέρους μανθάνειν πρώτον τους Νόμους εκέλευον μετά τίνος μελωδίας… δεύτερον δε μάθημα έταξαν τους των θεών ύμνους μανθάνειν, τρίτον τα των αγαθών ανδρών εγκώμια…».

Γενικοί κανόνες για τη ζωή είναι τα Ριζίτικα τραγούδια της ιδιαίτερης πατρίδας μας Κρήτης, που συγκινούν και συγκλονίζουν με το δωρικό και μετρημένο λόγο τους, όπως στο θέμα μας!

Ο ποιητής του ριζίτικου τραγουδιού, χαρισματικός λαός της Κρήτης, παρακολουθεί από την αρχή της «παραδοξότερης Μάχης των Αιώνων», στιγμή προς στιγμή τα γεγονότα και τα καταγράφει στον στίχο του!
Κι ως ξετυλίγεται το μοναδικό κι ανεπανάληπτο χρονικό της Μάχης, αν έζησες ή ζεις κοντά με χθεσινό ή σημερινό άνθρωπο του Νησιού μας, θα πάρει τ’ αυτί σου τον πόνο και το Λόγο του, το τραγούδι και το μοιρολόι του, για κείνα τα δίσεκτα κι αξέχαστα χρόνια που μας βρήκαν, κι ας έχουν περάσει κιόλας πάνω από 80 χρόνια (1941 – 2022).

Έτσι, εδώ μιλάει για τον αναπάντεχο ερχομό του εισβολέα:

«-Παιδιά, κ’ είντα ’ναι οι μπαλλωτές, στον κάμπο οι καμπάνες,
άτζεμπα γάμο κάνουνε ή πανηγύρι έχουν;
– Ούτε και γάμο κάνουνε, ούτε και πανηγύρι,
μόνο επέσαν Γερμανοί από τ’ αεροπλάνα
κι αρχίσανε τον πόλεμο στον κάμπο οι καμπίτες…»
«- Εις τα Χανιά θωρώ φωθιές, στη Σούδα βλέπω κάπνες,
στο Μάλεμε θωρώ φτερά και στ’ Ακρωτήρι λάμψες.
Στου Γαλατά θωρώ ξανθιές, σγουρές και μαυρομάτες
και στην Αγυιά μελαχροινές, θάρρος, θεού, γεμάτες.
Στ’ Ανίμπαλι οι Κεραμιανοί, χτυπούν τους ξενομπάτες».
«- Παιδιά κ’ είντα ’ναι η καταχνιά και τούτ’ η κατσιφάρα;
και γιάντα φεύγουν τα πουλιά κι ανατριχιούν τα δάσα;
– Οι Γερμανοί πλακώσανε κι ουρανοκατεβαίνουν
με μηχανές και με φωθιά την Κρήτη πλημμυρίσαν.
– Κρήτη στα μαύρα θα ντυθείς, στα σίδερα θα πέσεις
Πάλι τση Κρήτης τον αϊτό κρούσταλλα θα σκεπάσουν
μα θάρθει μέρα λαμπερή να ξαναλυώσουν πάλι…».

Εκεί, ανασυντάσσει τις δυνάμεις του, “βριστεί” τα πανάρχαια άρματά του, κι ας του τα ’χαν παρμένα, κι αντιστέκεται:

«- Ξένος καρπός στο χώμα μου, εμένα δε ριζώνει,
γιατί η γη μου τον ξερνά, γιατί τον πνίγει το αίμα.
Κοράκια στ’ ακροβούνια μου, εμένα δε φωλιάζουν
γιατί τα διώχνουν οι αϊτοί, γιατί τα τρων οι γύπες…
Και ’δα τη σέρνω τη φωνή ν’ ακούσουν οι Μαδάρες,
να κατεβούνε οι γενιές να μαζωχτούν τα σόγια,
και να χυμήξουν στη φωτιά, παιδιά, γυναίκες, άντρες,
να δήτε σκύλοι Γερμανοί πως πολεμά η Κρήτη…».
«- Στον κάμπο διάνε οι φρόνιμοι, στα όρη οι γ’ αντρειωμένοι.
Φωνή αντρούς ακούστηκε ‘που τη ψηλή Μαδάρα
γ’ είς αντρειωμένος ήτανε, κι εφώνιαζε στη Ρίζα:
– Μ’ άντρες μου πιάστε τ’ άρματα, κι οι Γερμανοί πλακώσα
Χαλούν και καίνε τα χωριά…».

Ορμά ακάθεκτος να… υποδεχτεί, κατά πού του πρέπει, τούτο τον απρόσμενο κι απρόσκλητο επισκέπτη-εισβολέα:

«- Ειντά ’χει ο κάμπος και βροντά κι αστράφτει
μπάντα ως μπάντα,
και τα πουλιά που πέφτουνε, ‘πο πού τα φερν’ η μπόρα;
– Δεν είν’ πουλιά που έρχονται του Μάη τα χελιδόνια
αυτά τα φέρνει ο βοριάς απού τη Γερμανία
και κατ’ απού τα στήθια τους αστροπελέκια ρίχνουν.
Γέμισ’ ο ουρανός σταυρούς μουγκάται ο κάμπος ούλος
κ’ είντ’ αναμίγι γίνεται κάτω στα Καμποχώρια;
Τρέχουν οι μάνες στα παιδιά και στσ’ άντρες οι γυναίκες.
– Δεν είν’ σταυροί που έχουμε εμείς στα μοναστήρια,
μαύροι κοράκοι τσι φορούν και σκίζουν τον αέρα.
Σα δράκοντες μουγκρίζουνε, σαν όχεντρες σφυρίζουν…».
«- Παιδιά κ’ ειντά ‘ναι οι γι’ αστραπές κ’ είντα ‘ν’ τ’ αστροπελέκια
που τυραννούν την Κρήτη μας, εδά δυό τρεις ημέρες;
– Όι, δεν είναι αστραπές, δεν είν’ αστροπελέκια·
οι Γερμανοί μας πολεμούν με τα αεροπλάνα.
Ρίχνουνε μπόμπες σα βροχή, χαλούν τσι πολιτείες,
τσι πολιτείες, τα χωριά, σκοτώνουνε τσ’ ανθρώπους·
Την Κρήτη αιματοπότισαν και τη μαυροφορέσαν
μα τσι ψυχές δε σκότωσαν, και δεν την εκερδέσαν…».

Ενώ αδιαφορεί για τις ασυζήτητες εντολές και τις σκληρές παραγγελίες του υπερφίαλου Χίτλερ:

«Ο Χίτλερ τους εδιάταξε ούλους τσι στρατηγούς του,
– Θέλω να μου διαλέξετε τσι πιο καλούς μας άντρες,
γιατί θα κάμω πόλεμο εις το νησί τση Κρήτης,
στου Δία τη γενέτειρα, στου Μίνω την πατρίδα,
στου Βενιζέλου τα Χανιά, στ’ αθάνατο τ’ Αρκάδι…».
«- Παιδιά μ’ είντα ’ν’ η ταραχή και η μεγάλη αντάρα
και μπλειό τ’ αηδόνια δε λαλούν εις τα χωριά τση Κρήτης;
– Οι Γερμανοί περάσανε και τα μαυροφορέσαν
σκοτώσαν τα κι εκάψαν τα…».
– Τούτος ο βασανισμένος λαός της Κρήτης, συστρατεύεται σύμψυχος σ’ έναν αγώνα άνισο, σε μια θυσία οδηγημένη και προαποφασισμένη από την Ιστορία του Νησιού την ένδοξη και παλεύει με τη συμπαράσταση των Ψυχών ηρωικών προμάχων της Κρητικής Ελευθερίας, αφού οι άντρες της Κρήτης βρίσκονται στην Αλβανία, όπου τους είχε καλέσει το υπέρτατο καθήκον:
«- Σήκω Χαιρέτη χύμηξε γοργός με το σπαθί σου
και δείξε εις τους Γερμανούς ποια είναι η φυλή σου
και πέτα στα ποδάρια σου κεφάλια ’ποκομμένα
γιατί κι αυτοί εσφάξανε παιδιά σ’ αγαπημένα…».
«- Κάτω στο Φραγκοκάστελλο, στου Πατσιανού το δρόμο,
πέτα ‘νας Κρητικός αϊτός με το σπαθί στον ώμο,
και κράζει από ψηλή κορφή, ήρωα τ’ όνομά σου,
στον τόπο που τα δόξασες περίσσια τ’ άρματά σου.
Δεληγιαννάκη ξακουστέ, άτρομο παλικάρι
στην Κρήτη στέκεις διαλεχτός με δύναμη και χάρη.
Σηκώσου πάλι στ’ άρματα, πέταξ’ από τον Άδη
και βάλε κάθε Ιταλό και Γερμανό σημάδι…».
«- Άντρες, γυναίκες και παιδιά, τση Κρήτης αντρειωμένοι,
τση Λευτεριάς τη Ρήγισσα, ήρθανε να σκλαβώσουν,
Βροντά κι αστράφτ’ ο Ουρανός, κι η θάλασσα φουσκώνει,
τα όρη αναταράσσονται και τα βουνά βρουχούνται,
κι ο Διγενής σέρνει φωνή απού τον Ψηλορείτη:
“- Απού ’χει άρματ’ ας βαστά, κι απού δεν έχει, ας βρίστει!”.
Κρανίου τόποι γίνανε τα χλοερά λιβάδια κι οι πορτοκαλεώνες της Αγυιάς, του Φουρνέ και τ’ Αλικιανού! Απάνθρωπες εκτελέσεις “εν ψυχρώ” στα λιόφυτα του Κοντομαρί και των Περιβολιών, του Κυρτωμάδω και της Παλαιοχώρας, του Κερίτη και της Αγυιάς:
«- Εις την Αγυιά ’ναι ‘να δεντρί κι όποιος κι ανέν περάσει
τα μάθια θα βουρκώσουνε, θα βαριαναστενάξει
γιατί πατεί στα κόκκαλα τση γης των αντρειωμένω
τση Κρήτης των παλικαριώ…».
«Φωνή και κλάημα-ν-άκουσα στη γέφυρα Κερίτη·
Ποιές να ’ταν απού κλαίγανε και τα δεντρά μαραίναν;
Δεν ήταν μια, δεν ήταν δυο, δεν ήταν τρεις και δέκα
ήταν των εκατόν οχτώ χαροκαημένες μάνες,
μάνες, γυναίκες κι αδερφές κακοθανατισμένων.
Η μια ’κλαιγε τον άντρα της, η γι’ άλλη τον υγυιόν τση
οι γι’ αδερφές τους αδερφούς, τη λεβεντιά της Κρήτης».
Γι’ αυτήν τη “λεβεντιά” της Κρήτης “το θρηνητικό συναξάρι” της “Κεντρικής Επιτροπής διαπιστώσεως ωμοτήτων εν Κρήτη” σημειώνει:
«…Την 1ην Αυγούστου [1941] οι Γερμανοί συνέλαβαν εκ του Αλικιανού και των πέριξ χωρίων Ρούματα, Πρασές, Ορθούνι, Καρές, Φουρνές, Σκινές, Κουφός και Βατόλακκος, εκατόν οκτώ άνδρας, τους οποίους εξετέλεσαν αυθημερόν εις την παρά τον Αλικιανόν γέφυραν του ποταμού Κερίτη…».
Όμως, Κρήτη, κουράγιο! Η Αντίσταση έχει πια γενικευτεί σ’ όλο το Νησί. Οι ηρωισμοί των παιδιών σου, γίνονται ύμνος τρισάγιος στις ιερές της Ιστορίας μας σελίδες.
«- Εις τα Σφακιά γιορτάζουνε, στσί Λάκκους κάνουν γάμο,
και εις το Κουστογέρακο ντουφέκι’ αντιλαλούνε.
– Παιδιά κι είντα να γίνεται, παιδιά και είντα να ’ναι;
– Πόλεμο κάνει το χωριό και πολεμούν με πείσμα
τους Γερμανούς να διώξουνε…».
«Κρήτη που σε πατήσανε καταχτητές κουρσάροι,
ούλους εσύ τσι νίκησες, γιατί ’χεις αντρειωμένους.
Σαρακηνούς και Ενετούς και Τούρκους γιανιτσάρους
και Γερμανούς εσκότωσες πάρα πολλές χιλιάδες
και ήσουν και ξαρμάτωτη…».

Μάχες πάνω σε μάχες. Παλικαριές και ηρωισμοί απ’ άκρου σ’ άκρο του Νησιού. Από το Μάλεμε ως το Γαλατά, κι απ’ τον Κακόπετρο ως τα Μεσαύλια. Από το ξεθεμέλιωμα της Καντάνου ως τον Κυρτομάδω και τα Περιβόλια. Από τα Ρεθεμιώτικα ως το Καστέλλι Πεδιάδας. Απ’ τα Βορίζια ως την μαρτυρική Βιάννο. Από τον Κρεββατά ως τα Γδόχια και τη Μύρτο. Κι απ’ τα Λιβαδοκουστογέρακα ως τον Καλλικράτη και τα Σαχτούρια, Ηρώα και Μνημεία, πλάκες και μνήματα, σταυροί και μαυροφορεμένοι, είναι τα στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα της καταστροφής και της ερήμωσης, των αντιποίνων και των θηριωδιών.
«- Φωνή και κλάημαν άκουσα στου Γαλατά το λόφο·
μη Χάροντας επέρασε, θανατικό μην ήρθε;
– Μουδέ ο Χάρος πέρασε, θανατικό δεν ήρθε,
μόνο φονιάδες ήρθανε απού τη Γερμανία,
σφάζουνε, καίνε τα χωριά, τις εκκλησιές μολύνουν
τα δέντρα μαραθήκανε και τα πουλιά σιγήσα
κι οι ποταμοί στερέψανε απ’ τον πολύ τον πόνο».
«- Φωνή και κλάημαν άκουσα στση Κάντανος τον κάμπο·
σε ποιά μεριά τση Κάντανος, σε ποιά μεριά του κάμπου;
– Στ’ Ανισαράκι κλαίγανε τσι γυιούς των οι μανάδες
κλαίνε και στον Κουφαλωτό τσ’ άντρες των οι γυναίκες
που των αφήκαν ορφανά…».
«Στ’ Αγιού Πνεμάτου τσι κορφές, στου Κουρκουλού τσι βρύσες
δεν κελαϊδούνε πέρδικες και δε λαλούν κουδούνια
του Ροδακίνου οι κοπελιές στα μαύρα βουτηχτήκαν,
γιατ’ ένα τάγμα Γερμανοί, φωθιά και δυναμίτες
το ‘κάψαν το Ροδάκινο και το καταρημάξαν.
Μα οι γι’ άντρες μαζωχτήκανε εις τον Κρυονερίτη
και πολεμούν τσι Γερμανούς για να τσ’ εκδικηθούνε…».
«Μαλάθυρ’ όμορφο χωριό, άξιο και τιμημένο,
και που ’ν’ οι γι’ αντρειωμένοι σου τ’ όμορφα παλικάρια;
Μπαμπέσικα τα πιάσανε οι Γερμανοί οι σκύλλοι
κι εκαταλύσανέ μου τα…».
«-Θωρώ τση Κρήτης τα βουνά και στέκουν μαυρισμένα·
Παιδιά, βοριάς τα μαύρισε, γή νότος τα πλακώνει;
– Μουδέ βοριάς τα μαύρισε, νότος δεν τα πλακώνει,
μα πέρασεν ο Γερμανός κι εμαυροφόρεσέν τα».
Εμείς οι μεγαλύτεροι στα χρόνια, που ζήσαμε την «παραδοξότερη αυτή μάχη της Γης», κι αντιβουίζουνε ακόμη στ’ αυτιά μας οι τρομεροί βόμβοι των στούκας και οι παγωμένοι χαρακτηριστικοί ήχοι των μοτοσυγκλετών, πρωτόγνωρα τότε ατίθασα άλογα πάνω στη γη του Νησιού μας, πώς να ξεχάσουμε τις μάχες που έδινε η Κρήτη μας, η αδύνατη, με τον πανίσχυρο εχθρό;

Από το Ημερολόγιο του Γ. Σεφέρη διαβάζουμε:

«Η Κρήτη’· θα μας πάρουν και την Κρήτη.
Αγγλ. ειδήσεις: Οι Γερμανοί ρίχνουν αδιάκοπα στρατό με αεροπλάνα κι αλεξίπτωτα. Ο πόλεμος έχει φουντώσει στο Νησί. Για όνομα Θεού, πότε θα μπορέσουν οι Άγγλοι να κάνουν κάτι· αργούν, όλο και αργούν…».
Και σ’ άλλο σημείο του Ημερολογίου Γ. Σεφέρη, σημειώνεται:
«…Τ’ αλεξίπτωτα, με όλα τα χρώματα, πέφτοντας μέσα στο χαλάζι των γερμανικών πολυβόλων. Οι Κρητικοί, άλλοι χωρίς όπλα, άλλοι χωρίς φυσίγγια, πέφτοντας με τα χαντζάρια πάνω στον εχθρό· οι Νεοζηλανδοί με την ξιφολόγχη· κι αυτοί χωρίς πολεμοφόδια. Το Ηράκλειο ζωσμένο από παντού· το λιμάνι του γεμάτο βουλιαγμένα καράβια και οι Κρητικοί λέγοντας στους Εγγλέζους: «Φύγετε εσείς· εμείς έχουμε τα βουνά».
Οι καταστροφές χωριών και πόλεων, διαδέχονται η μια την άλλη. Σήμερα η Κάντανος, αύριο τα Ανώγεια, την άλλη η Βιάννος, την παράλλη το Μαγαρικάρι, το Γερακάρι, η Δαμάστα! Κρήτη κατακαημένη!… Έκαμες τραγούδι τον καταστρεμό και τον πόνο σου και τ’ άφηκες προικιό και διαθήκη στα παιδιά σου, να τα μελετούν και να ορκίζονται στο στίχο τους σαν τα αρχαία τους προγόνια:
«- Άμμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρρονες!…».
Διαβάζομε και ξαναδιαβάζομε τα κείμενα των τραγουδιών αυτών!
Αναριγά η ψυχή μας στο τραγούδισμα του αγέρωχου σκοπού των!
Στην καρδιά μας καταχτύπια, τρανταγμοί, βουητά και κραυγές πρωτόγνωρες. Απόηχος του πολέμου του Μάη του ’41.
Και στον Νου μας εικόνες με ερείπια και χαλάσματα. Με στρατιές ομήρων αδελφών μας που οδεύουν για τα στρατόπεδα συγκεντρώσεων της Γερμανίας, πορείες μελλοθανάτων που πληρώνουν… γιατί υπερασπίστηκαν τα πάτρια…
Κι οξ’ από πίσω, ένας λαός που δεν έμαθε να σκύφτει, που αντιστέκεται ηρωικά, που ορθώνεται γιγαντόψυχα και γράφει σελίδες δόξας στην Ιστορία του.
Οικτρά διαψεύστηκε ο κατακτητής που πίστευε και έγραφε και σε πλάκα πως «δεν θα ξανακτιστεί η Κάντανος ποτέ!». Πως δεν θα ξαναπορπατήξουν άντρες, γυναίκες, παιδιά κι εγγόνια στ’ Ανώγεια, στη Μαλάθυρο, στη Βιάννο, στην Αγ. Ειρήνη, στο Άνω Μέρος… Πως δεν θα ξαναγλεντίσουν οι Κρητικοί στον Αμιρά και στ’ Αλικιανοβατόλακκα, στη Μύρτο και στον Καλλικράτη, στα Κεραμιανά χωριά, στα Χανιά και στο Ρέθεμνος, στο Κάστρο και στη Γεράπετρο και τη Στία…

Έζησε, ζει και θα ζει αιώνια η Κρήτη και θα τραγουδεί στους αιώνες ριζίτικο τραγούδι ολιγόστροφο, όπου τα λέει όλα:

«- Χίτλερ να μην το καυχηθείς πώς πάτησες την Κρήτη,
ξαρμάτωτη την ηύβρικες κι ελλείπαν τα παιδιά της,
στα ξένα πολεμούσανε, πάνω στην Αλβανία
μα πάλι πολεμήσανε!…».
Και θα συμπληρώνει το τραγούδι του, κατά το “έθος” με μαντινάδες σαν και τις παρακάτω, που συμπληρώνουν την εθνική μυσταγωγία και τ’ αναβάπτισμα π’ αρχίζει με το Ριζίτικο, συνεχίζει με τη Μαντινάδα κι ολοκληρώνεται με τους αθάνατους σκοπούς της Κρητικής Λύρας, του Λαγούτου και του Βιολιού, που ποια καρδιά δε μαγνητίζουν!…

Ας σταματήσουμε σε κάποια μόνο δείγματα:

– Κρήτη να ‘σαι περήφανη για τ’ άξια τα παιδιά σου,
Θεριά σε πολεμήσανε, μα πέσανε μπροστά σου.

Κρήτη, σελίδες έγραψες χρυσές στην Ιστορία
μ’ ήρωες και ηρωισμούς απ’ τα Χανιά ως τη Στία!

Πέρδικες κακαρίζουνε ψηλά στον Ψηλορείτη:
«Η αντρειγιά κι η λεβεδιά βρίσκουνται εις την Κρήτη!»

Τέσσερα χρόνια πέρασες Κρήτη στην τυραννία,
και σ’ έκαψε και σ’ έντυσε στα μαύρα η Γερμανία.

Και πάλι για τσι Κρητικούς θα πω μια μαντινάδα,
πως με την αντρειωσύνη τους στολίζουν την Ελλάδα!

Χριστέ μου πώς μ’ αρέσουνε του Ψηλορείτη οι στράτες,
απού τσι πορπατούσανε στην Κατοχή οι γι’ αντάρτες!

Κρήτη μου όμορφο νησί, που ‘γραψες ιστορία,
δίχως στρατό πολέμησες, μιαν αυτοκρατορία!

Η ματωμένη Λευτεριά, πετά ψηλά και κρίνει
και στεφανώνει το Νησί, που πολεμά για ’κείνη!

Όμως γι’ αυτά τα άξια παιδιά της Κρήτης, κατά που λέει κι η μαντινάδα, ας δούμε τι έγραφαν οι ίδιοι οι τότε κατακτητές, με τη μακάβρια πέννα τού στρατηγού Αντρέ:
«…Οι Κρητικοί, όταν βρίσκονται μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, έχουν πάνω τους το μυθώδες. Φαντάζουν σαν τους μυθικούς ήρωες. Είναι τόσο περήφανοι την τραγική εκείνη ώρα του θανάτου, που όποιος τους δει, είναι αδύνατο να μην τους θαυμάσει. Πολλές φορές, όταν επρόκειτο να γίνουν εκτελέσεις, άφηκα το γραφείο μου και βγήκα στο μπαλκόνι, μόνο και μόνο για να τους θαυμάσω. Σε κανένα λαό δεν είδα τέτοια περιφρόνηση προς το θάνατο και τόση αγάπη προς την Ελευθερία!…».
Στη συγκλονιστική αυτή μαρτυρία, όλοι εμείς που θα συγκεντρωθούμε κι εφέτος «και του καιρού, κι αντίσκαιρου και πάντα», στα χώματα της Κρήτης μπορούμε να μετρήσουμε σωστά πόσο αξίζει εκείνος ο «σφαιροφαγωμένος στύλος της Αγυιάς» που φυλάσσεται στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης (στα Χανιά), τι μας διδάσκει και ποιο είναι το Χρέος που μας
δείχνει! Σήμερα, έχομε την ευτυχία να τραγουδούμε τραγούδι αθάνατο, ριζίτικο, ηρωικό και να χορεύομε το χορό της Λεβεντιάς και της Ανθρωπιάς της Κρήτης, γιατί οι Αντρειωμένοι του Νησιού εμπνεύσανε με το έργο τους τούτο το τραγούδι, τούτον τον πυρρίχιο!
Νόμος της Κρήτης και Κληρονομιά της, τούτο το αθάνατο τραγούδι της, χαρίζει και στης Μάχης της το μεγαλείο, ένα μερίδιο αντάξιο κι ανάλογο των συγκλονιστικών και μοναδικών σελίδων της πρόσφατης Ιστορίας του Νησιού, που συνταράξανε την Ανθρωπότητα όλη! Και πρέπει να τα βάλει παράλληλα, όποιος σκεφτεί να τα μελετήσει: Ριζίτικα τραγούδια για τη Μάχη της Κρήτης, κι ενθύμιά της, μαντινάδες και καθαγιασμένους χώρους της, για να βρει και ν’ αξιολογήσει τα γνωρίσματα που τα κάνουν αθάνατα: τη συνέπεια δηλαδή και το ύφος, τη χαρακτηριστική μορφολογία και τη λιτότητα, τη διαύγεια και τη συμμετρία, την πληρότητα και το ρυθμό, τα νοήματα και τα αισθήματα, το βάρος και τη δύναμη, τα στοιχεία μ’ έναν λόγο που τα τοποθετούν στους τετράψηλους ποιητικούς ορίζοντες, γιατί η μεγαλοψυχία, η αγωνιστική διάθεση και η τόλμη τους, τα φορτίζουν με δύναμη πρωτόγνωρη, μοναδική!

Η Κρητική λεβεντιά κι η χάρη τσ’ αντρειοσύνης είναι που βαραίνουν το λόγο και τον σμιλεύουν στη σκέψη του μελετητή των. Να γιατί είναι αθάνατα!…
«Έτσι στάθηκεν η Κρήτη. Έτσι μεγάλωσε και τράνεψε η Κρήτη! Έτσι βάσταξε κι απόμεινε η Κρήτη κ’ είναι σήμερα στα χέρια μας νοικοκυριό και σόχωρο, Πατρίδα κι Ανθρωπιά, Κληρονομιά και Δόξα…».
Σταμάτης Α. Αποστολάκης, δ/λος – λαογράφος
Έτσι νιώθουμε κι εμείς την Κρήτη, μέσ’ από το μεγαλείο του Ριζίτικου Τραγουδιού της, του εμπνευσμένου από την ιστορική Μάχη της, τη Μάχη της Κρήτης, του 1941…

Βιβλιογραφία

Αποστολάκης Α. Σταμ. Ριζίτικα τραγούδια, Χανιά, 2010
Αιλιανού: «Ποικίλη Στοά»
Ακαδημίας Αθηνών: «Ελληνικά Δημοτικά Τραγούδια»- Εκλογή – Αθήναι, 1962, τομ. Α΄.
Γαλανάκη Ειρηναίου, Μητροπολίτου Κισάμου – Σελίνου: «Ο Χριστός σημάδεψε την Κρήτη». Αθήνα, 1969.
«Ημερολόγιο Συλλόγου Παλ. Ρουματιανών», Αθήνα, 1980.
Καλιτσουνάκης Ι. – Καζαντζάκης Ν. – Κακριδής Ι. – Κουτουλάκης Κ.: “Έκθεσις της Κεντρικής Επιτροπής Διαπιστώσεως Ωμοτήτων εν Κρήτη”. – Ηράκλειο, 1983 – (Δήμος Ηρακλείου).
Παναγιωτούνη Π.: “Ανθολογία Λογοτεχνικών Κειμένων έπους 1940-41”, Αθήνα, χ.χ.
Παπαγρηγοράκη Ι.Ι.: “Κρητικά Ριζίτικα Τραγούδια”», τομ. Α΄, Χανιά 1957.
Περιοδικό Πατριωτ. Ενώσεως Κυδωνίας: “Αρχείον της Μάχης της Κρήτης”, Αλικιανός – Χανίων, 1983.
Σεφέρη Γιώργου: “Μέρες”, τομ. Δ΄, Αθήνα, 1986.
Σαβοπούλου Μαίρης: “Κρητικοί Παλμοί”, Αλεξάνδρεια, 1943, κ.α.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα