Τρίτη, 24 Δεκεμβρίου, 2024

Αφιέρωμα του Dnews στο Μουσείο Τυπογραφίας

Εκτενές αφιέρωμα στο Μουσείο Τυπογραφίας Γιάννη και Ελένης Γαρεδάκη κάνει η ιστοσελίδα Dnews, η πρώτη σε επισκεψιμότητα ενημερωτική ιστοσελίδα στην Ελλάδα.

Η ιστοσελίδα, φιλοξενεί συνέντευξη του ιδρυτή και προέδρου του Μουσείου Γιάννη Γαρεδάκη, στη γνωστή δημοσιογράφο Βασιλική Μιχοπούλου. με αναφορές στην προσωπική του διαδρομή στον χώρο της δημοσιογραφίας, στην ίδρυση των “Χανιώτικων νέων” και στο μεγάλο όραμα της δημιουργίας του Μουσείου Τυπογραφίας.

Αναλυτικά το αφιέρωμα έχει ως εξής: 

Ένα μουσείο που προκαλεί…ΤΥΠΟ-γραφικά συναισθήματα

Στον ψηφιακό κόσμο ξεχνάμε ότι η Τυπογραφία άλλαξε τη ροή της ιστορίας, αλλά ο κ. Γιάννης Γαρεδάκης, ιδρυτής της εφημερίδας «Χανιώτικα Νέα», φροντίζει να μας το θυμίζει μέσα στο Μουσείο Τυπογραφίας στα Χανιά, το οποίο αφηγείται συναρπαστικές ιστορίες από την κορυφαία πολιτιστική ‘επανάσταση’ των τελευταίων 5 αιώνων: την εκτύπωση.

«Δεν δίνω συνεντεύξεις. Το έχω ως αρχή!», μού δηλώνει κατηγορηματικά, αλλά και με τη σεμνότητα που τον διακρίνει, ο κ. Γιάννης Γαρεδάκης, καθισμένος στο γραφείο του στον 1ο όροφο του, μοναδικού στο είδος του στην Ελλάδα, Μουσείου Τυπογραφίας στο Βιοτεχνικό Πάρκο Σούδας, στα Χανιά. Και αυτό ισχύει. Και εγώ το σέβομαι.

Αλλά όταν τον έχεις απέναντι σου, δεν έχεις άλλη επιλογή παρά να προσπαθήσεις ευγενικά να κάμψεις τις αντιστάσεις του και να τον πείσεις να συζητήσετε για την τέχνη που άλλαξε τη ροή της ιστορίας, αλλά και για τα «Χανιώτικα Νέα». Την ιστορική και πιο πολυδιαβασμένη εφημερίδα των Χανίων που έστησε ο ίδιος πριν από 57 χρόνια και που κατάφερε να αλλάξει την καθημερινότητα της τοπικής κοινωνίας, αλλά και τον χαρακτήρα του περιφερειακού τύπου στην Ελλάδα, αφού λειτούργησε ως καταλύτης για την ίδρυση του Συνδέσμου Ημερήσιων Περιφερειακών Εφημερίδων Ελλάδος (ΣΗΠΕ).

«Όταν ξεκίνησε η εφημερίδα έβγαινε ολόκληρη με το χέρι και είχε μόνο τέσσερις σελίδες. Χρησιμοποιούσα μια λινοτυπική μηχανή την οποία είχα νοικιάσει από έναν τεχνικό που δούλευε τότε στην εφημερίδα ΕΘΝΟΣ στην Αθήνα και την οποία αργότερα κατάφερα να την αγοράσω», ξεκινά να αφηγείται ο κ. Γαρεδάκης και συνεχίζει:

«Πέρασα δύσκολες στιγμές. Έκανα τα πάντα, λινοτυπία, ρεπορτάζ, στοιχειοθέτηση, απομαγνητοφώνηση, διόρθωση κειμένων, μονοτυπία, κλπ. Βρέθηκα τυχαία στον χώρο του Τύπου και ομολογώ πως ήμουν τυχερός. Την αγάπησα αυτή την δουλειά και δεν θα μπορούσα να κάνω καμία άλλη σε κάποιον άλλο χώρο. Αν δεν γινόμουν δημοσιογράφος, το πολύ-πολύ να γινόμουν αξιωματικός της χωροφυλακής και να ήμουν δυστυχισμένος!», συμπληρώνει χαμογελώντας.

Όπως ο ίδιος περιγράφει, μεγάλωσε στις φτωχογειτονιές της Σπλάντζιας και των Αγίων Αναργύρων στα Χανιά, ως παιδί πολύτεκνης οικογένειας. Ο πατέρας του ήταν μάγειρας, ένας τίμιος άνθρωπος του μεροκάματου που μοχθούσε να θρέψει τα 4 παιδιά του. Η μητέρα του, παρότι ήξερε γράμματα και ήθελε να γίνει δασκάλα, δεν τα κατάφερε.

«Ξενόπλενε στη σκάφη και τα βράδια κεντούσε αριστουργήματα και τα πουλούσε για να συμπληρώσει το οικογενειακό εισόδημα», θυμάται ο κ. Γαρεδάκης.

Για να ξαλαφρώσει λίγο οικονομικά την οικογένειά του φοίτησε στο μοναδικό εσωτερικό σχολείο που υπήρχε τότε, στην Εκκλησιαστική Σχολή Κρήτης και στη συνέχεια στη Θεολογική Σχολή της Αθήνας με σκοπό να εγγραφεί μετά στη Νομική. Ωστόσο, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο για οικονομικούς λόγους και κατατάχτηκε στον στρατό ως έφεδρος ανθυπολοχαγός για να αποκτήσει μια οικονομική ανεξαρτησία.

Τελειώνοντας το στρατιωτικό και κάνοντας στάση στην Αθήνα, μπήκε ξαφνικά στη ζωή του, εξ’ ανάγκης η δημοσιογραφία και τότε εκείνος άρχισε να μαθαίνει τα μυστικά της…

Αν η Ελλάδα είχε πολιτικούς σαν τον Πολυχρονίδη…

Καταλύτης στη ζωή και στην επαγγελματική πορεία του Κρητικού εκδότη ήταν η γνωριμία του με τον Πολυχρόνη Ι. Πολυχρονίδη, ο οποίος από το 1932 εκλεγόταν βουλευτής Χανίων για 45 χρόνια (με εξαίρεση τις περιόδους που η Βουλή δεν λειτουργούσε, λόγω δικτατοριών ή Κατοχής). Ο ίδιος διετέλεσε γενικός διοικητής Κρήτης και έγινε πολλές φορές υπουργός.

«Αν υπήρχαν πολιτικοί όπως ο Πολυχρονίδης όχι μόνο η Ελλάδα θα ήταν καλύτερη, αλλά και ο κόσμος ολόκληρος!», σχολιάζει ο κ. Γαρεδάκης και το δικαιολογεί: «Ενδεικτικά, ως υπουργός Δικαιοσύνης συνέταξε τον νόμο για την “Προστασία της τιμής του πολιτικού κόσμου της Χώρας” (το πόθεν έσχες των πολιτικών) και τον νόμο “Περί καταργήσεως των εκτάκτων μέτρων” με βάση τον οποίο απελευθερώθηκαν τότε όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι. Αποφασισμένος επίσης να προχωρήσει η ανάκριση για την δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη αποφάσισε την διοικητική δίωξη του τότε Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και ευνοούμενου των Ανακτόρων, Κωνσταντίνου Κόλλια».

Ο κ. Γαρεδάκης δεν χάνει ευκαιρία να μνημονεύει τον Πολυχρονίδη. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να κάνει και αλλιώς, αφού ήταν εκείνος που στις αρχές της δεκαετίας του ’60 τον παρότρυνε να μπει στον χώρο της δημοσιογραφίας, στέλνοντάς τον ως μαθητευόμενο στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαµπράκη. Κατεβαίνοντας αργότερα στα Χανιά, και πάλι με παρότρυνση του Πολυχρονίδη, ο Γιάννης Γαρεδάκης προσπάθησε να αναβαθμίσει τον ρόλο της τοπικής 12σέλιδης εφημερίδας «Παρατηρητής», δίνοντας παράλληλα ρεπορτάζ στο αθηναϊκό «Βήμα» και συνδράμοντας για 20 χρόνια τη συντακτική ομάδα του Οργανισμού Λαμπράκη που κάλυπτε τις ειδήσεις στην Κρήτη.

Και τότε ήταν που του μπήκε μέσα του το ‘μικρόβιο’, να στήσει την δική του εφημερίδα με χρηματοδότηση του παππού του, τολμώντας μάλιστα να κάνει το μεγάλο βήμα μέσα στη δικτατορία: «Τον παρακάλεσα να πουλήσει ένα χωράφι και να μου δώσει τα χρήματα για να ξεκινήσω. Και εκείνος αντί για ένα, πούλησε πολλά χωράφια και σχεδόν τσάμπα για την εποχή, για να με βοηθήσει. Πήρα τα πρώτα χρήματα και ξεκίνησα νοικιάζοντας τη λινοτυπική μηχανή από το ΕΘΝΟΣ».

Η εφημερίδα στο ξεκίνημά της τύπωνε 12.000 φύλλα σε μια πόλη των 65.000 κατοίκων. Αργότερα έγινε η πρώτη στην Ελλάδα που χρησιμοποίησε φωτοσύνθεση (όταν δεν είχε ακόμη ούτε ο Οργανισμός Λαμπράκη) και η πρώτη περιφερειακή εφημερίδα που κυκλοφόρησε διαδικτυακά. Σήμερα συνεχίζει να κυκλοφορεί και σε 64σέλιδη έντυπη μορφή και διαβάζεται καθημερινά από 48.000 κατοίκους της Περιφερειακής Ενότητας Χανίων.

Ωστόσο, τα «Χανιώτικα νέα» κατά καιρούς ‘ενόχλησαν’ πολλούς: «Προσπάθησαν αρκετές φορές να μας κλείσουν και μας έσυραν άλλες τόσες στα δικαστήρια γιατί στεκόμασταν απέναντι από όλους στηλιτεύοντας τα κακώς κείμενα. Δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι ήμασταν και παραμείναμε ανεξάρτητοι!», σημειώνει ο κ. Γαρεδάκης.
Όταν η εφημερίδα άρχισε να αναγνωρίζεται από τον κόσμο και να αφήνει κέρδος, γύρω στο 1980, τότε άρχισε και εκείνος να οραματίζεται την ίδρυση ενός μουσείου τυπογραφίας…

Το είχα οραματιστεί από την πρώτη στιγμή…

«Το μουσείο το είχα οραματιστεί από την πρώτη στιγμή που μπήκα σε αυτόν τον χώρο. Όταν βρέθηκα σε ένα υπόγειο στην οδό Ν. Πλαστήρα 10 όπου οι τυπογράφοι εργάζονταν 15 ώρες το 24ωρο για να βγάλουν εφημερίδα, αναρωτιόμουν πώς είναι δυνατόν να χαθεί η ιστορία αυτής της τέχνης και να μη μείνει κάτι στις επόμενες γενιές; Μπροστά στους τυπογραφικούς πάγκους, στις «κάσες», όπως τις αποκαλούσαμε, με τα γράμματα, οι τυπογράφοι, σχεδόν ταχυδακτυλουργικά συνέθεταν τα κείμενα γράμμα-γράμμα, όρθιοι επί ώρες, σχεδόν αμίλητοι, σαν ιεροτελεστία. Και έτσι μου σφηνώθηκε η ιδέα να φτιάξω το μουσείο», περιγράφει ο ιδρυτής του.

Παράλληλα, όπως λέει ο ίδιος, διάβαζε για την είσοδο στη Βενετία των Kρητών λόγιων τυπογράφων και αργότερα εκδοτών, που συνέπεσε με την επιθυμία του αναγεννησιακού κόσμου να μελετήσει τα κλασικά έργα και να μάθει την ελληνική γλώσσα. Λόγιοι φοιτητές και ευγενείς αποτελούσαν ένα έτοιμο κοινό στο οποίο στόχευαν οι πρώτοι τυπογράφοι της Κρήτης, όπως οι Zαχαρίας Kαλλιέργης, Nικόλαος Bλαστός, Δημήτριος Δαμιλάς, Λαόνικος ο Kρης και Αλέξανδρος Xάνδακος.

«Με συγκινούσαν πολύ όλα αυτά και ένιωθα πως κάτι έπρεπε να κάνω. Γύρω στο 1990-1995 είδα μια αγγελία για την πώληση ενός μικρού μουσείου τυπογραφίας στο Λάιντεν της Ολλανδίας. Πήρα χωρίς δεύτερη σκέψη το αεροπλάνο, πήγα εκεί και αγόρασα ένα μεγάλο αριθμό μηχανών που σήμερα κοσμούν το μουσείο μας. Μάλιστα, τυπογράφοι από την Ολλανδία ήρθαν και μας βοήθησαν στο στήσιμό του».

Το Μουσείο Τυπογραφίας Γιάννη & Ελένης Γαρεδάκη (η σύζυγός του), που είναι χώρος πολιτισμού και γραμμάτων είναι ένα μουσείο “ζωντανό” που μιλάει και που ακούει, που αφηγείται ιστορίες και που διαρκώς εξελίσσεται, όπως ακριβώς η τέχνη της τυπογραφίας. Η δε ιστορία του, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την πορεία της εφημερίδας «Χανιώτικα νέα».

«Το μουσείο αφηγείται την αρχή της τυπογραφίας, όπως τουλάχιστον την είχε εφεύρει ο Γουτεμβέργιος, και την εξέλιξή της. Σιγά-σιγά μετά την λινοτυπία και την μονοτυπία ήρθε η φωτοσύνθεση, μια μέθοδος γραφής, σύνθεσης κειμένων και σελιδοποίησης, η οποία με τη σειρά της αντικαταστάθηκε από τους υπολογιστές. Σήμερα τα πάντα γίνονται αυτόματα. Όλα σελιδοποιούνται ηλεκτρονικά, στέλνονται αυτόματα στα πιεστήρια και τυπώνονται», προσθέτει ο κ. Γαρεδάκης.

Το μουσείο αναπτύσσεται σήμερα σε δύο μεγάλες πτέρυγες και σε τρεις επιμέρους αίθουσες έκτασης περίπου 1.200 τ.μ. Εγκαινιάστηκε το 2005 και το 2012 προστέθηκε σε αυτό μια νέα πτέρυγα. Στα 10 χρόνια λειτουργίας του άνοιξε μια ακόμα αίθουσα με σπάνιες εκδόσεις, γκραβούρες, ξυλογραφίες κ. ά. Το 2016 συμπεριλήφθηκε στους φιναλίστ για το σπουδαίο βραβείο “European Museum of the Year Award (EMYA)” που απονέμεται από το Φόρουμ των Ευρωπαϊκών Μουσείων (EMF) υπό την αιγίδα του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Το πιεστήριο του Γουτεμβέργιου…

Στην κυρίως αίθουσα του μουσείου δεσπόζουν δύο μαντεμένια πιεστήρια των αρχών του 19ου αιώνα, ενώ ένα πιστό αντίγραφο του πιεστηρίου του Γουτεμβέργιου δίνει το στίγμα του 15ου αιώνα όπου η τυπογραφία γεννήθηκε στην Ευρώπη. Ποδοκίνητα πιεστήρια τύπου Victoria από τη Γερμανία, την Ολλανδία, την Ελβετία αλλά και από την Ελλάδα σηματοδοτούν την πορεία της τυπογραφίας στο χρόνο, ενώ πολυάριθμα χειροκίνητα πιεστήρια, τύπου Boston, συμπληρώνουν τα εκθέματα. Πάγκοι στοιχειοθεσίας με ανάγλυφα τυπογραφικά στοιχεία από την εποχή του Γουτεμβέργιου μέχρι και τον 20ο αιώνα, συνυπάρχουν με τη μηχανική στοιχειοθεσία για λινοτυπία και μονοτυπία που κυριάρχησαν στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα.

Η δεύτερη αίθουσα έχει έντονη τη “μυρωδιά” της τυπογραφίας, αφού εκεί μέσα στεγάστηκαν μέχρι το 2008 τα παλιά πιεστήρια των «Χανιώτικων Νέων», τα οποία αργότερα μεταφέρθηκαν σε ένα κοντινό κτίριο.

Τεχνικές όπως η ξυλογραφία, η χαλκογραφία, η λιθογραφία, η offset, η τσιγκογραφία και η μεταξοτυπία παρουσιάζονται αναλυτικά σε ειδικά διαμορφωμένες προθήκες του μουσείου, ενώ ξεχωρίζει και η παρουσίαση της μεθόδου γραφής Μπράιγ, δωρεά του Φάρου Τυφλών Ελλάδας.

Δύο εξαιρετικές εκθέσεις που απεικονίζουν την ιστορία της γραφής και την εξέλιξη της τυπογραφίας με την εικαστική ματιά του γραφίστα – τυπογράφου Αντώνη Παπαντωνόπουλου, παρουσιάζονται στον ημιώροφο και στο ισόγειο της νέας πτέρυγας αντίστοιχα, ενώ σπάνιες εκδόσεις από τον 16ο αιώνα και έπειτα, κυρίως από την Βενετία, ελληνικές και ξένες εφημερίδες από τις αρχές του 19ου αιώνα, χάρτες, λιθογραφίες, ξυλογραφίες και χαλκογραφίες παρουσιάζονται στην τελευταία αίθουσα του μουσείου, συνδέοντας την τυπογραφία με την πολυτάραχη ιστορία της Κρήτης.

Ανάμεσα στα εκθέματα ξεχωρίζουν η χειρόγραφη ποιητική συλλογή σε γλώσσα Φαρσί του 18ου αιώνα, το Κοράνι ηλικίας τουλάχιστον 2,5 αιώνων, η έκδοση «Διατάγματα» του Γρηγορίου ΙΧ, τυπωμένη στη Λυών της Γαλλίας τον 16ο αιώνα, καθώς και μια έκδοση του 17ου αιώνα από τον Τζοβάννι Μπατίστα Τζιράλντι, που πιστεύεται ότι ενέπνευσε τον Σαίξπηρ να γράψει τον «Οθέλο» και το έργο «Με το ίδιο μέτρο».

Αξίζει να σημειωθεί πως το μουσείο από το 2014 διοργανώνει επιτυχώς σε ετήσια βάση τον Διεθνή Διαγωνισμό Αφίσας, συνδέοντας έτσι τις μουσειακές του συλλογές με τις σύγχρονες γραφικές τέχνες. Διακεκριμένοι graphic designers, καθηγητές πανεπιστημίων και καλλιτέχνες από την Ελλάδα και το εξωτερικό επιλέγουν 30 έργα για βράβευση, τα οποία εκτίθενται στο μουσείο μέχρι τον επόμενο διαγωνισμό. Ο φετινός διαγωνισμός είχε θέμα: «Ρατσισμός – Ξενοφοβία» και η τελετή απονομής πραγματοποιήθηκε στις 25 Μαΐου 2024 στο αμφιθέατρο, όπου συχνά φιλοξενούνται συνέδρια, παρουσιάσεις βιβλίων, θεατρικές παραστάσεις, μουσικές εκδηλώσεις κ.α.

Υπάρχει αλήθεια ακόμη Τύπος;

Λίγο πριν αποχωρήσω από το μουσείο ρωτάω τον κ. Γαρεδάκη να μου πει τη γνώμη του για τον Τύπο όπως διαμορφώνεται σήμερα: «Υπάρχει αλήθεια Τύπος;», με ρωτά αυθόρμητα.

«Πολλές φορές γυρίζω προς τα πίσω για να δω τι έχει αλλάξει και πάντα σκέφτομαι τον Πολυχρονίδη, συγκρίνοντας τον ρόλο των πολιτικών του τότε και του σήμερα. Θεωρώ πως ο Τύπος ‘χάλασε’ από τότε που τα ΜΜΕ έγιναν επιχειρήσεις για να εξυπηρετούν ποικίλα συμφέροντα».

Του ζητώ να κάνει μια πρόβλεψη για τα ΜΜΕ και μου απαντά: «Δεν μπορώ να κάνω προβλέψεις. Κανείς δεν μπορεί. Πιστεύω όμως πως πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι και δημοσιογράφοι φυσικά, που θα πιστέψουν σε κάτι και θα το προχωρήσουν».

Μέσα από τη συζήτησή μας αντιλαμβάνομαι πως ο κ. Γαρεδάκης δεν φοβήθηκε ποτέ την κριτική, αλλά κυρίως την αυτοκριτική: «Μπήκα σε μια πορεία έχοντας συγκεκριμένους στόχους και σήμερα κάνοντας έναν απολογισμό νομίζω πως τα πήγα καλά σε γενικές γραμμές. Έκανα αρκετά λάθη-ποιος δεν κάνει άλλωστε-και μπορεί να αδίκησα κάποιους, να μην τους στήριξα όπως τους άξιζε. Μια τέτοια περίπτωση ήταν του Γιάννη Κλωνιζάκη, του οποίου δεν στήριξα την υποψηφιότητα για τον Δήμο Χανίων. Ήταν λάθος! Και το έχω πάντα στο μυαλό μου».

Η επίσκεψη στο μουσείο Τυπογραφίας πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 12ου Θερινού Σχολείου στην Περιβαλλοντική Δημοσιογραφία, που λαμβάνει χώρα κάθε χρόνο στο Ινστιτούτο Επαρχιακού Τύπου στα Χανιά και μαζί με μένα έχουν έρθει και αρκετοί φοιτητές δημοσιογραφίας και όχι μόνο. Το Σχολείο αποτελεί συνεργασία του Τμήματος Δημοσιογραφίας & ΜΜΕ του ΑΠΘ με το Εργαστήριο Δημοσιογραφικών Σπουδών και Επικοινωνιακών Εφαρμογών του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ και με τοπικούς φορείς.

Έτσι, λίγο πριν αποχωρήσουμε ζητάω από τον κ. Γαρεδάκη να συνοψίσει την εμπειρία ζωής του σε μια συμβουλή προς τους εκκολαπτόμενους δημοσιογράφους: «Δεν μου αρέσει να δίνω συμβουλές!», μού λέει χαμογελώντας. «Δεν περνάνε σήμερα αυτά. Ας ψάξει η καθεμιά και ο καθένας μέσα του να δει τι είναι αυτό που θέλει και που μπορεί να κάνει και τότε σίγουρα θα βρει τον δρόμο του!».

Πληροφορίες: Το Μουσείο Τυπογραφίας είναι ανοικτό για τους επισκέπτες καθημερινά και τις Κυριακές 10:00-16:00 και μόνο την Παρασκευή 12:00-19:00. Το Σάββατο είναι κλειστό. Η πρόσβαση για ΑΜΕΑ στο μεγαλύτερο μέρος του μουσείου είναι εύκολη. Στον χώρο υλοποιούνται επίσης, εκπαιδευτικά προγράμματα για σχολεία όλων των βαθμίδων. Τηλέφωνο επικοινωνίας: 28210-80090.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα