» Από την ποιητική συλλογή του αείμνηστου Χαράλαμπου Χαβρέ, το έτος 1970
Κλάψετε κάμποι και βουνά, ποτάμια θολαθείτε
κι όλα της Κρήτης τα βουνά να μαυροφορεθείτε.
Όλη η Κρήτη σήμερο πρέπει να βάλει μαύρα
γιατί απόμεινε ορφανή κι ολόκληρη η Ελλάδα.
Ελλάδα, ο πατέρας σου απόθανε καημένη
κι εμείς εμείναμε ορφανοί και ‘συ πάεις χαημένη.
Απόθανε ο πατέρας σου απού τον είχες θάρρος
γιατί τον πήρε ξαφνικά ο άπονος ο χάρος.
Χάρε, παράνομο σκυλί και πώς ν’ αποφασίσεις
στου Βενιζέλου την καρδιά τ’ όπλο σου να κεντήσεις.
Χάρε, παράνομο σκυλί αν ήσουν παλικάρι
τον Βενιζέλο έτσι άναντρα, δεν έπρεπε να πάρεις.
Επαίρνα σου σαν ήθελες να τον ειδοποιήσεις
πως θα μονομαχήσετε, ο ένας να νικήσει.
Μα δεν σε βάστα στην καρδιά, δεν ήσουν παλικάρι
γιατί καλά τον ήξερες είντα καπνό φουμάρει.
Μόνο πήγες μπαμπεσίστηκα, ωσάν τον λωποδύτη
που πολεμά όπως μπορεί, να κλέψει απ’ άλλο σπίτι.
Έτσι κι εσύ αποφάσισες και πήγες την Τετάρτη
τη νύχτα, τα μεσάνυχτα, στις 18 του Μάρτη.
Και ήβρες το τζάμι ανοιχτό, μπήκε στην κάμαρά του
εκειδά που κοιμούντανε, μαζί με την κυρά του.
Και του ‘παιξες την κονταριά, εκειδά που εκοιμάτο
μέσα στα φύλλα της καρδιάς με έχθρντα και πάθος.
Κάνουνε τηλεγράφημα οι γιοι του Βενιζέλου
να πάνε δυο πολεμικά πλοία να τονε φέρου.
Κι αμέσως εξεκίνησε το πλοίο “Κουντουριώτης”
και δύο αντιτορπιλικά να πάνε στην Ευρώπη.
Να πάνε εις το Πρίντεζι που είναι αποθαμένος
να τονε παραλάβουνε έτσι ήταν σχεδιασμένο.
Και στην Αθήνα φώναζα και να κακολαλούνε
μην τονε φέρετε από δω γιατί θα σκοτωθούμε.
Θαρρείς κι άνθρωποι ήτανε εκείνοι που τα ‘κάνα
λούστροι, χασισοπότηδες μ’άλλοι τσ’ απανωβάνα.
Μαθαίνει το η Έλενα, πολύ στενοχωράται
και διατάζει στα Χανιά ντρέτα να τονε πάτε.
Κόσμος πολύς καθότανε εκεί στην προκυμαία
ώσπου να πάει στου Φιρκά που υψώνεται η σημαία.
Aιωνία του η μνήμη