Κορμάκι σαν το δροσερό λουλούδι, μιαν αυγούλα
το βρήκαν στην ακρογιαλιά με μάτια σφαλισμένα,
λες και κοιμότανε έμοιαζε πλάι στη γλυκιά μανούλα
με τα χεράκια του ανοιχτά στην άμμο ακουμπισμένα.
Ανάλαφρα το χάιδευε της θάλασσας το κύμα,
το φλίφλισμά του έμοιαζε νανούρισμα γλυκό
ενώ κι οι γλάροι έμοιαζαν να λένε «είναι κρίμα
αφήστε το να κοιμηθεί, είναι παιδί μικρό».
Έσκυβε η αύρα η δροσερή και το γλυκοφιλούσε
τα φύκια του κρατούσανε κι ο μπάτης συντροφιά
κι έν(α) αλμυρίκι πλάι του τα κλώνια του κουνούσε
κι ήτανε σαν να του ’λεγε «πονάει μου η καρδιά».
Ανοίξτε δυνατοί της γης τα μάτια της ψυχής σας
τ’ αγγελουδάκι* τ’ άψυχο να δουν στην αμμουδιά
και τις πληγές που ανοίγουνε το μίσος κι η οργή σας
έλεος μη σκοτώνετε, νισάφι άλλα παιδιά.
Τα φονικά σας σύνεργα που θάνατο σκορπάνε
σιγήστε τα, κι απόστασαν να κλαίν’ οι ακρογιαλιές
μυριάδες είναι τα ορφανά κι οι μάνες που βογκάνε,
γιόμισε η γη μ’ αγιάτρευτες που αιμορραγούν πληγές.
*το μικρό παιδί