Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Αφήγημα: Κάτω από το φως των αστεριών

Ήταν µια ήσυχη βραδιά του πεντάγνωµου Μάρτη. Ο αστροκέντητος ουρανός θολός απ’ άκρη σ’ άκρη, όσο έφτανε η µατιά µου, τηρώντας την απίστευτη οµορφιά του µου µάγευε την ψυχή, ενώ τ’ αστέρια, λες και κάποιο χέρι τα είχε καρφωµένα, τρεµόσβηναν µα ποτέ δεν έσβηναν και παραµένοντας ακίνητα στην θέση τους σχηµάτιζαν µια εικόνα απαράµιλλης οµορφιάς. Ήταν χαρά Θεού!

Η πριγκίπισσα τ’ ουρανού, ολόγιοµη, που αναδυότανε από το απέναντι βουνό παίρνοντας το γνωστό µονοπάτι της, άπλωνε στο διάβα της το χρυσαφένιο λαµπρό φως της στα βουνά και στους κάµπους της φιλενάδας της γης, ενώ στην αγαπηµένη κόρη του Ποσειδώνα σκορπούσε πάνω της το ατίµητο ασήµι της. Ήταν µια ήσυχη γλυκιά κι όµορφη βραδιά!

Εγώ, καθισµένος πάνω σε ένα αλµυροφαγωµένο βράχο στην άκρη µιας αλµυροσκεπασµένης ραχούλας απολάµβανα τις απαράµιλλες οµορφιές της µητέρας φύσης, ενώ πέρα µακριά διέκρινα πολύ καθαρά τα Θοδωρού αλλά και τις διάσπαρτες βαρκούλες που µάλλον οι ιδιοκτήτες τους θέλησαν εκείνη τη νύχτα να βγουν για ψάρεµα και να κλέψουν µε ύπουλο τρόπο τα καλούδια της ψωµοδότρα θάλασσας.
Το ανάλαφρο λίκνισµα των κλαδιών από τ’ αλµυρίκια που βρίσκονταν ολόγυρά µου, ωθώντας τα η σιγαλή αύρα, η ερωµένη του χιλιοτραγουδισµένου µπάτη, έµοιαζαν σαν νεράιδες, µάλλον µεθυσµένες από την απόκοσµη σιγαλιά κείνης της βραδιάς, που χόρευαν ασταµάτητα.

Εγώ δε άφησα λεύτερες τις φτερούγες της σκέψης µου και ανεβαίνοντας, κλείνοντας τα µάτια µου, νοερά, πάνω τους µε ταξίδεψαν πέρα µακριά πίσω από τον ορίζοντα και κάποια στιγµή µε αποθέσαν γύρω από τις θυµαροσκεπασµένες ραχούλες του αγαπηµένου µου χωριού.
Εκεί σταµάτησα για πολύ ώρα, φέρνοντας ολοζώντανες µπροστά µου εικόνες που έζησα όταν ήµουν µικρό παιδί περπατώντας ξυπόλητος σε κείνα τα αγαπηµένα µου µέρη. Πότε – πότε θόλωναν τα µάτια µου από τα δάκρυα της χαράς, πολύ περισσότερο όταν ανοίγοντας διάπλατα τα µάτια της ψυχής µου θωρώντας µπροστά µου στιγµές που έζησα στα µικρά σοκάκια του πανέµορφου χωριού µου.

Πόσες ώρες παρέµεινα, περπατώντας στα σοκάκια και στα κήπια του χωριού µου ψάχνοντας για φωλιές πουλιών δεν µπορώ να σας πω µε ακρίβεια. Είναι όµως κάτι τέτοιες στιγµές ξεγνοιασιάς, χαλάρωσης και περισυλλογής που κάποια άλλα απρόοπτα γεγονότα, απροσκάλεστα, τις αµαυρώνουν και τις σταµατάνε απότοµα.

Τώρα, εµένα από το σεργιάνι της σκέψης µου στ’ αγαπηµένα µου µέρη µ’ έφερε στην ωµή πραγµατικότητα ένα µικρό κλάµα που ‘µοιάζε µε νιαούρισµα µικρού γατιού, ή κάτι σαν κλάµα µικρού κουταβιού που δεν µπορούσα να το ξεχωρίσω. Έστησα αφτί εστιάζοντας την προσοχή µου προς τη µεριά που διακεκοµµένα ερχότανε εκείνο το κλάµα κι εφόσον εντόπισα από που περίπου ερχόταν, αµέσως, αυθόρµητα σηκώθηκα από την αλµυροφαγωµένη µου πολυθρόνα και κατευθύνθηκα προς εκείνη τη γωνιά της παραλίας. Κατάλαβα δε ότι κάποιο από τα πιο πάνω ζώα πρέπει να ήταν, µάλλον εγκαταλελειµµένο σκόπιµα σε κείνο το απόκρυφο µέρος από την ιδιοκτήτη του ή από κάποιον άλλο, που την παρουσία του στο σπίτι τους, για λόγους που µόνο εκείνοι ήξεραν δεν την ήθελαν.
Όταν το είδα, πάλι αυθόρµητα αλλά γιοµάτος πόνο και πριν το πάρω στα χέρια µου, είπα: ‘’∆εν είναι δυνατόν να πήγε µόνο του εκεί. Ανθρώπινα χέρια το αποθέσαν’’ και στην σκέψη αυτή την ψυχή µου την τύλιξαν λογής – λογής συναισθήµατα, αλλά αµέσως όλα τα συναισθήµατα τα αποµάκρυνε το συναίσθηµα της και της απογοήτευσης και ενδόµυχα ψέλλισα: ‘’Αυτός που εγκατέλειψε το µικρό ζώο δεν πρέπει να είναι άνθρωπος λογικός. Τερατάνθρωπος είναι’’.

Όταν το πήρα στα χέρια µου κι επειδή έτρεµε το σκέπασα µε το µπουφάν µου, φέρνοντας στην σκέψη µου διάφορες παρόµοιες εικόνες, δηλαδή εγκαταλελειµµένων ζώων να γυρίζουν στις όποιες παραλίες της πόλης µας, που σίγουρα προβληµατίζουν ένα νοήµον άνθρωπο. Για την απάνθρωπη συµπεριφορά αυτών των βάρβαρων ‘’ανθρώπων’’, γιατί βάρβαροι είναι, έχουν γραφτεί πολλά αλλά δεν εισακούστηκαν. Αυτοί οι ‘’άνθρωποι’’ χρίζουν ιατρικής φροντίδας.
Τέλος, πήρα αγκαλιά το µικρό ταλαιπωρηµένο κουτάβι κι έφυγα απογοητευµένος και θυµωµένος, αλλά και χαρούµενος γιατί τώρα πλέον το εγκαταλειµµένο εκείνο ζώο θα περνούσε την ζωή του κάτω από οµαλές συνθήκες διαβίωσης.
Κι ενώ η ρήγισσα τ’ ουρανού είχε ανεβεί αρκετά ψηλά στον ουράνιο θόλο λούζοντας µε το φως της τη γη, εγώ δεν χόρταινα να αγναντεύω την αρχόντισσα της Μεσογείου τα Χανιά έτσι στολισµένη που ήταν µε τα πολύχρωµα στολίδια της. Κι όταν επιτέλους έφθασα στο σπίτι µου και περιποιήθηκα πρώτα το µικρό µου φίλο, κάποια στιγµή πήρα στα χέρια µου την αγαπηµένη µου πένα.

*O ∆ηµήτρης Κ. Τυραϊδής
είναι συγγραφέας – ποιητής, µέλος της Παγκοσµίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, µέλος των Πνευµατικών ∆ηµιουργών νοµού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα