» Του Ιάκωβου Ανυφαντάκη, Εκδόσεις Πατάκη
«Το βράδυ η λάμπα του δρόμου έφεγγε ακριβώς μέσα στο σαλόνι σαν να με προετοίμαζε για ανάκριση. Αφηνα τις κουρτίνες ανοιχτές. Το πρωί έμπαινε ο ήλιος και με τύφλωνε. Ημουν ο πρώτος που ξυπνούσε σε όλη την πόλη. Ακαρπη θυσία. Τίποτα δεν μπορούσε να με σηκώσει από το κρεβάτι. Εμενα εκεί και ψηνόμουν μέχρι που τραβιόταν ο ήλιος. Το γραφείο ήταν στρατηγικά τοποθετημένο δίπλα στο κρεβάτι. Πολλές φορές δεν χρειαζόταν να σηκωθώ, αρκούσε να τεντώσω το χέρι για να φέρω τον υπολογιστή μπροστά μου».
Η αφήγηση του Χανς Σνιρ, στις “Απόψεις ενός κλόουν” του Χάινριχ Μπελ, είναι η πλέον θλιβερή ιστορία αγάπης που έχω διαβάσει -μαζί με το “Μαύρο Κουτί” του Άμος Οζ- αν και δεν είμαι σίγουρος πως πρόκειται για αγάπη και όχι για μίσος ή για εκείνο ακριβώς το, λεκτικώς μη περιγράψιμο, συναίσθημα, στο ελάχιστο εμβαδό τομής των δύο.
Μια ιστορία που ανήκει πια στο παρελθόν μα οι πληγές της δε σταμάτησαν ποτέ να αιμορραγούν, είτε από αδυναμία να κλείσουν, είτε επειδή ποτέ δεν περιποιηθήκαμε αρκούντως τα νύχια μας, γαμψά και τραχιά, ένα ταμείο με χρεώσεις και πιστώσεις από έναν χαρτογιακά θαρρείς και όχι από έναν πρώην εραστή, μια απόπειρα κατανόησης με μοναδικό σκοπό την ενίσχυση της εθελοτυφλίας, ένα διαρκές κατηγορώ που τείνει να αφήνει έξω το εγώ και να επικεντρώνεται στις υπόλοιπες αντωνυμίες, συμπεριλαμβανομένου και του εμείς, μια ακατάπαυστη σειρά από αν και γιατί, μια δικαιολογία για τη στασιμότητα του παρόντος τελικά.
Οι “Απόψεις ενός κλόουν” του Μπελ, συστατικό πρωτεύον της νουβέλας του Ανυφαντάκη, με γύρισε χρόνια πριν, στο σήμερα. Η διατριβή του αφηγητή που δεν τελειώνει, βάρος μόνιμο στους ώμους του, πείσμα περισσότερο παρά στόχος ρεαλιστικός, ό,τι τον συνδέει με ένα παρελθόν που διακρινόταν για τηνπροσήλωση και την αισιοδοξία του.
Ο καθένας ό,τι τον αφορά επιθυμεί να διηγηθεί. Και η ιστορία αυτή δείχνει να αφορά πραγματικά τον συγγραφέα και είναι αυτό που την κάνει σημαντική και άξια να ειπωθεί, παρότι δεν εκφράζει -μήτε και το επιθυμεί άλλωστε- ιδέες οικουμενικές και πανανθρώπινες, παρά πρόκειται για την ταπεινή ιστορία ενός λέκτορα που ένα καλοκαίρι, εγκλωβισμένος στην ανάγκη να προχωρήσει τη διατριβή του, θα συναντήσει, μετά από χρόνια, μια συμφοιτήτρια από τη σχολή, συνάντηση που θα ανασύρει τις σημαδούρες από τον βυθό του χρόνου.
Η αφηγηματική φωνή διαθέτει μια γοητεία, που έλκει τον αναγνώστη και υπηρετεί την ιστορία, με τρόπο παρόμοιο όπως στο Homo Faber του σπουδαίου Μαξ Φρις και που σε συνδυασμό με τις αναφορές στη γερμανόφωνη λογοτεχνία αποδίδουν ένα θετικό πρόσημο στη νουβέλα του Ιάκωβου Ανυφαντάκη.
Υ.Γ.
Κάποτε, ένα ζευγάρι, έδειχνε αρκετά ερωτευμένο, τράβηξε τις “Απόψεις ενός κλόουν” από το ράφι του βιβλιοπωλείου· δεν άντεξα να το δω να συμβαίνει.
*no14me.blogspot.gr/