Η καταστροφή
» Hans Erich Nossack (μτφρ. Αλέξανδρος Κυπριώτης, εκδόσεις Σκαρίφημα)
Έζησα την καταστροφή του Αμβούργου ως θεατής. Η μοίρα με προφύλαξε από το να παίξω κάποιον προσωπικό ρόλο τότε. Δεν ξέρω γιατί, δεν έχω καν καταλήξει ακόμη αν πρέπει να το πάρω ως εύνοια αυτό. Μίλησα σε πολλές εκατοντάδες από εκείνους που ήσαν εκεί, γυναίκες και άνδρες, αυτά που διηγούνται, όταν μιλούν τουλάχιστον γι’ αυτήν, είναι τόσο αδιανόητα φρικτά, που είναι ασύλληπτο πώς μπόρεσαν να τα περάσουν. Αλλά εκείνοι είχαν τον ρόλο τους και τις ατάκες τους και ήσαν αναγκασμένοι να δράσουν αναλόγως· και ό,τι θυμούνται και αναφέρουν, ακόμη κι αν ως κάτι προσωπικό είναι τόσο συγκλονιστικό, είναι πάντα το κομμάτι που συνδέεται με τον δικό τους ρόλο. Οι περισσότεροι, σαν έτρεχαν να βγουν στο ύπαιθρο από τα σπίτια τους που καίγονταν, δεν ήξεραν καν ότι καιγόταν ολόκληρη η πόλη. Πίστευαν ότι ήταν μόνο ο δρόμος τους ή το πολύ η συνοικία τους, και αυτό ίσως ήταν η σωτηρία τους.
Το καλοκαίρι του ’43 οι συμμαχικές δυνάμεις θα βομβαρδίσουν το Αμβούργο στο πλαίσιο της Επιχείρησης Γόμορρα. Ο Νόσσακ, λίγες μέρες πριν, θα βρεθεί σε ένα χωριό δεκαπέντε χιλιόμετρα από την πόλη του Αμβούργου, όπου η Μίζι είχε καταφέρει, μετά από επίμονες προσπάθειες, να νοικιάσει μια καλύβα, ώστε να περάσουν εκεί λίγες μέρες διακοπών. Λίγο πριν τον πρώτο βομβαρδισμό μια σειρήνα ήχησε. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι τέτοιο. Αρκετοί πια δεν έδιναν σημασία στο κάλεσμα για τα καταφύγια, γυρνούσαν πλευρό και συνέχιζαν να κοιμούνται. Ο ήχος των αεροπλάνων δεν άφησε αμφιβολία περί της σοβαρότητας της κατάστασης. Η Μίζι κρύφτηκε στο εν είδει καταφυγίου διαμορφωμένο υπόγειο, ενώ ο Νόσσακ βγήκε στον κήπο και έγινε εξ αποστάσεως μάρτυρας του σφοδρού αυτού βομβαρδισμού.
Ο Νόσσακ γράφει την Καταστροφή τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς. Ακόμα δεν ξέρει αν πρέπει να θεωρήσει ως εύνοια της μοίρας το γεγονός πως δεν ήταν στο Αμβούργο εκείνη τη βραδιά, παρότι επιστρέφοντας, λίγες μέρες αργότερα, είδε το σπίτι τους κατεστραμμένο ολοκληρωτικά, ανάμεσα σε τόσα συντρίμμια. Αξίζει να σταθεί κανείς σε αυτή την αποστροφή του λόγου και να εξετάσει την ψυχολογία του απόντα, τη δύναμη που αντλεί από αυτό το “θα ‘χα” που επιστρέφει διαρκώς στο κείμενο αυτό ως λάιτ μοτίβ, που εκφράζει το σύνολο του πληθυσμού. “Θα ‘χα” κάνει αυτό ή το άλλο την ώρα εκείνη, “θα ‘χα” σώσει αυτό ή το άλλο. Αλλά και την επόμενη μέρα, με τη συνειδητοποίηση του τετελεσμένου χαρακτήρα της καταστροφής, το “θα ‘χα” γίνεται ένα όχημα διάβασης μιας υποθετικής εναλλακτικής εξέλιξης των πραγμάτων, αν δεν είχε γίνει ο βομβαρδισμός “θα ‘χα” εκείνο ή το άλλο, τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Στο δεύτερο σημείο που αξίζει να σταθεί κανείς σε αυτή την εναρκτήρια παράγραφο είναι η διαιρεμένη σε μονάδες γενική αίσθηση του πληθυσμού πως το κακό έπληξε μόνο το προσβάσιμο μέσω των πέντε αισθήσεων κομμάτι της πόλης. Ο Νόσσακ οξυδερκώς -και σίγουρα μέσω του βιώματος- επισημαίνει πως αυτό το συναίσθημα, πως μόνο το συγκεκριμένο σπίτι ή ο δρόμος επλήγη, πως η πόλη λίγο πιο πέρα στέκει όρθια και γνώριμη, υπήρξε σωτήριο εκείνη τη στιγμή, καθώς ένα πανοπτικό της καταστροφής θα ήταν δυσβάσταχτο. Είναι η στιγμή εκείνη που το συλλογικό υπερβαίνει το ατομικό, που το ατομικό αναζητά καταφύγιο στο συλλογικό, στην κοινότητα, στην οποία περισσότερο από ποτέ έχει την ανάγκη να νιώσει πως ανήκει.
Παράλληλα με την καταγραφή της μαρτυρίας Η καταστροφή διερευνά την αναγκαιότητα της καταγραφής της:
Λίγο μετά το Βίλχελμσμπουργκ άρχισαν οι καταστροφές, στο Φέντελ είχες ήδη μπροστά σου την εικόνα της ολοκληρωτικής ισοπέδωσης. Αχ, ενώ θυμάμαι να πηγαίνω πάλι εκείνον τον δρόμο για το Αμβούργο, κάτι με ωθεί να σταματήσω και να δώσω ένα τέλος. Προς τι; Εννοώ: Προς τι να τα καταγράψω όλα αυτά; Δεν θα ήταν καλύτερο να τα αφήσω να περάσουν στη λήθη για πάντα; Διότι εκείνοι που ήσαν εκεί δεν χρειάζεται να τα διαβάσουν. Και οι άλλοι και οι μετέπειτα; Λες και, αν τα διάβαζαν τώρα, θα ψυχαγωγούνταν με τα τρομερά και θα εξύψωναν μ’ αυτά το αίσθημα της ζωής τους; Είναι απαραίτητος γι’ αυτό ένας κατακλυσμός; Ή μια κάθοδος στον κάτω κόσμο; Κι εμείς, που ήμαστε εκεί, δεν τολμούμε καν να ξεστομίσουμε μια προειδοποιητική προφητεία. Όχι ακόμη!
Και αυτή η διερεύνηση, που μένει -και πώς αλλιώς- αναπάντητη, μετατίθεται ακόλουθα και στον αναγνώστη. Προς τι; Εννοώ: Προς τι να τα διαβάζω όλα αυτά; Δεν θα ήταν καλύτερο να περάσουν στη λήθη για πάντα; Η μαρτυρία του Νόσσακ σχετικά με τον βομβαρδισμό του Αμβούργου από τις συμμαχικές δυνάμεις φέρει μία -τουλάχιστον- επιπλέον ιδιαιτερότητα καθώς αποτελεί την πρώτη, και για χρόνια μοναδική, μαρτυρία μιας πλευράς του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που για καιρό, αλλά ας μη γελιόμαστε, ακόμα και σήμερα, παραμένει σχεδόν άγνωστη, παραπεταμένη στην άκρη των σελίδων της ιστορίας, ως ένα αναγκαίο κακό για την ήττα του χιτλερικού καθεστώτος, ως μια παράπλευρη απώλεια. Οι βομβαρδισμοί αυτοί (το Αμβούργο ήταν η αρχή μιας σειράς πόλεων που ακολούθησαν) παραμένουν ένα θέμα ταμπού, καθώς ακόμα και η ελάχιστη αναφορά σε αυτούς προσδίδει ένα δύσκολο στη διαχείριση “ναι μεν αλλά” στον καθαγιασμένο και εξιδανικευμένο αγώνα του απόλυτα καλού εναντίον του απόλυτα κακού. Το 1997, ο σπουδαίος Ζέμπαλντ θα δώσει μια σειρά διαλέξεων στη Ζυρίχη σχετικά με αυτή την αποσιώπηση. Σε μία από αυτές θα σταθεί στον Νόσσακ επισημαίνοντας που υπήρξε ο μοναδικός Γερμανός συγγραφέας της εποχής που, επιδεικνύοντας βούληση και ψυχικό σθένος, κατέγραψε τις επιπτώσεις εκείνης της καταστροφικής εκστρατείας.
Ο Νόσσακ καταγράφει τον βομβαρδισμό του Αμβούργου προτάσσοντας τον άνθρωπο και αφήνοντας τελείως εκτός ακόμα και την ελάχιστη διαπραγμάτευση σχετικά με την αναγκαιότητά του ή μη στο πλαίσιο ενός πολέμου, ακόμα και με ένα τέτοιο διακύβευμα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως έστω και κατ’ ελάχιστο συντάσσεται με το χιτλερικό καθεστώς. Δεν εμπλέκεται σε ψευδή διλήμματα, δεν καταφεύγει στη μεμψιμοιρία, δεν διερευνά καν τις προθέσεις των Συμμάχων. Τίποτα από αυτά δεν τον ενδιαφέρει περπατώντας μέσα στα ερείπια αυτού που κάποτε ήταν το Αμβούργο. Η καταστροφή δεν περιορίζεται στην ιστορική της αξία ως η πρώτη καταγραφή των συμμαχικών βομβαρδισμών. Μαρτυρώντας τον βομβαρδισμό του Αμβούργου, ο Νόσσακ πετυχαίνει να εγκολπώσει το ανθρώπινο συναίσθημα απέναντι στην καταστροφή, η μαρτυρία του υπερβαίνει τον τόπο και τον χρόνο, καθίσταται διαχρονική και οικουμενική, και εξ αυτών λογοτεχνία, και μάλιστα υψηλής στάθμης.
Επιστρέφοντας στη διερώτηση του ίδιου του Νόσσακ σχετικά με την αναγκαιότητα της καταγραφής αυτής, ο αναγνώστης διακρίνει τον μονόδρομο που αποτελεί για τον συγγραφέα. Είναι ο τρόπος του να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις και τα συναισθήματά του, να διαχειριστεί το τραύμα. Εν συνεχεία μόνο αυτή η καταγραφή μετατρέπεται σε μαρτυρία. Στον βομβαρδισμό θα χαθούν τα ημερολόγια που κρατούσε ο Νόσσακ επί είκοσι πέντε χρόνια. Γράφοντας όμως αυτό το κείμενο δεν νιώθει πως αποτελεί μια ακόμα ημερολογιακή καταγραφή για προσωπική χρήση στη ματαιότητα της οποίας ήταν συνηθισμένος, εκεί που το εγώ κυριαρχεί ολοκληρωτικά. Αυτό είναι που προκαλεί τη διερώτηση για την αναγκαιότητα αλλά και τη χρησιμότητα της καταγραφής αυτής, και είναι κάτι το αναμενόμενο τη στιγμή εκείνη, με το τραύμα ακόμα ανοιχτό, να μη μπορεί να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα και απλώς να συνεχίσει. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς.
Είναι η πρώτη φορά, καθ’ όσων γνωρίζω, που μεταφράζεται στα ελληνικά κάποιο βιβλίο του Νόσσακ. Ελπίζω οι εκδόσεις Σκαρίφημα σε συνεργασία με τον μεταφραστή Αλέξανδρο Κυπριώτη να συνεχίσουν και με τα υπόλοιπα έργα του.