Ανάσες
» George Orwell
(μτφρ. Πάνος Τομαράς, εκδόσεις Αίολος)
Η συμπλήρωση εβδομήντα χρόνων από τον θάνατο του Τζορτζ Όργουελ και η συνεπακόλουθη απελευθέρωση των πνευματικών δικαιωμάτων τού έργου του προκάλεσε μια εκδοτική φρενίτιδα, αφού όλοι σχεδόν οι εγχώριοι οίκοι έσπευσαν να κυκλοφορήσουν ταυτόχρονα τα δύο γνωστότερα έργα του. Αναφέρομαι, όπως αντιλαμβάνεστε, στην παραβολική Φάρμα των ζώων και το ‒για πολλούς‒προφητικό 1984. Στον απόηχο όλου αυτού, οι εκδόσεις Αίολος αποφάσισαν να εκδώσουν τις Ανάσες (Coming up for air, 1939), σαφώς λιγότερο γνωστό πλην όμως σημαντικό μυθιστόρημα μιας εξέχουσας προσωπικότητας του εικοστού αιώνα που ακόμα εγείρει έντονη πολεμική.
Η ιδέα μου ήρθε τη μέρα που πήρα την καινούργια μου μασέλα. Θυμάμαι καλά εκείνο το πρωινό. Κατά τις οκτώ παρά τέταρτο πετάχτηκα απ’ το κρεβάτι κι έτρεξα στο μπάνιο για να προλάβω να μπω πριν μπουν τα παιδιά. Ήταν ένα φρικτό πρωί του Ιανουαρίου και ο ουρανός ήταν θολός και γκριζοκίτρινος. Από το τετράγωνο παραθυράκι έβλεπα κάτω, εκεί που λέμε ότι είναι η πίσω αυλή μας, μια χορταριασμένη έκταση δέκα επί πέντε με έναν φράχτη από θάμνους γύρω-γύρω κι ένα χέρσο σημείο στη μέση. Όλα τα σπίτια στην οδό Έλσμιρ έχουν παρόμοια πίσω αυλή, μερικές αγριομυρτιές και το ίδιο χορτάρι. Η μόνη διαφορά είναι ότι, όπου δεν υπάρχουν παιδιά, δεν υπάρχει και το χέρσο κομμάτι στη μέση.
Ο σαρανταπεντάχρονος Τζορτζ Μπόουλινγκ δουλεύει ως ασφαλιστής, ζει σ’ ένα ήσυχο προάστιο με πανομοιότυπα σπίτια και είναι παντρεμένος με δύο παιδιά. Νιώθει εγκλωβισμένος στην καθημερινότητα αυτή. Εκμεταλλευόμενος το ρεπό από τη δουλειά, κατεβαίνει στο Λονδίνο για να παραλάβει τη νέα του μασέλα. Οι μυρωδιές των αλόγων και η βουή του δρόμου τού ξυπνούν αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια και τη ζωή στο χωριό, τότε που του αρκούσε να ψαρεύει όλη μέρα. Χρόνια δύσκολα, που εν τέλει οδήγησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, χρόνια ταυτόχρονα αθώα, που τα διακατείχε μια αδικαιολόγητη βεβαιότητα ως προς την τάξη των πραγμάτων. Τώρα, στα τέλη της δεκαετίας του ’30, ένας ακόμα πόλεμος είναι προ των πυλών. Η εμπειρία του πολέμου άλλαξε αρκετά τον τρόπο με τον οποίο ο Τζορτζ Μπόουλινγκ αντιμετωπίζει τόσο τις πατριωτικές κορώνες όσο και τις ιδεολογικές παραινέσεις για την ανάγκη συγκρότησης ενός αντιναζιστικού μετώπου. Παρότι ωφελήθηκε από διάφορες συγκυρίες, αδυνατεί να ξεχάσει τη μυρωδιά των ορυγμάτων.
Ο Όργουελ γράφει τις Ανάσες στο Μαρακές, ανάμεσα στο 1938 και 1939, αναρρώνοντας από μια ασθένεια, ενώ έχει προηγηθεί η παρουσία του στον Ισπανικό Εμφύλιο. Είναι επίσης η εποχή που η επιρροή του Χένρυ Μίλλερ στον τριανταπεντάχρονο τότε Όργουελ είναι αρκετά έντονη. Αυτοί οι τρεις άξονες είναι αρκετά κομβικοί για την προσέγγιση του συγκεκριμένου μυθιστορήματος. Ο αφηγηματικός και συγγραφικός χρόνος στις Ανάσες σχεδόν ταυτίζονται. Ο Μπόουλινγκ είναι ένας απλός άνθρωπος, μια αδιάφορη μονάδα, που νοσταλγεί το παρελθόν εγκλωβισμένος καθώς είναι στο παρόν, σκαρώνοντας μικρές απόπειρες μελλοντικής απόδρασης στο περιθώριο της ιστορίας που με βήματα βαριά καταφτάνει. Μοιάζει με τον κατάλληλο ήρωα μιας εποχής που χαρακτηρίζεται από μια έντονη απομάγευση και η πορεία των πραγμάτων είναι μάλλον απόλυτα προδιαγεγραμμένη.
Παρότι ο κοινωνικοπολιτικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος είναι έντονος και αδιαπραγμάτευτος, οι Ανάσες διαθέτουν κάτι το διαχρονικά επίκαιρο και οικείο, ένα επαναλαμβανόμενο θεματικό μοτίβο στη λογοτεχνία· τον απολογισμό της μέσης ηλικίας, όταν το παρελθόν και το μέλλον απέχουν σχεδόν ισόποσα, όταν υπάρχει ακόμα η ψευδαίσθηση πως κάτι είναι πιθανό να αλλάξει. Μια τέτοια εμπειρία έχει ο Μπόουλινγκ εκείνη την ημέρα που κατεβαίνει στο Λονδίνο για να παραλάβει τη νέα του μασέλα, που ως εύρημα λειτουργεί εξόχως συμβολικά. Μεγάλο μέρος του μυθιστορήματος αποτελεί η ανάληψη των παιδικών χρόνων του ήρωα. Μέσα από αυτή σκιαγραφείται ικανοποιητικά τόσο η εποχή όσο και ο χαρακτήρας του Μπόουλινγκ.
Τι απέγιναν τα όνειρα και οι φιλοδοξίες; Αυτό μοιάζει να είναι το ερώτημα που διατρέχει τις σελίδες του μυθιστορήματος, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο, τη στιγμή που οι πολεμικές μηχανές ζεσταίνονται. Ο Μπόουλινγκ είναι μέλος της Αριστερής Λέσχης Βιβλίου και συχνά πυκνά παρίσταται σε διάφορες ομιλίες και παρουσιάσεις, πάντα κάθεται στις τελευταίες σειρές και μετανιώνει σχεδόν από την αρχή για την παρουσία του εκεί. Όσα ακούει του μοιάζουν κενά νοήματος και βαρετά. Επισκέπτεται, επίσης, συχνά έναν ηλικιωμένο φίλο του, πρώην καθηγητή, που ζει απομονωμένος στο μικρό του διαμέρισμα και δεν ενδιαφέρεται για τίποτα συγκαιρινό, θεωρώντας πως όλα έχουν προηγηθεί και υπάρξει στην αρχαιότητα. Ούτε αυτά συγκλονίζουν τον Μπόουλινγκ, ούτε εκεί βρίσκει κάποιο νόημα. Αδυνατεί πια να δει πέρα από τον ίδιο του τον εαυτό, τον εγκλωβισμό του, δεν μπορεί να συστρατευτεί με κάποια ιδεολογία για την επίτευξη ενός ανώτερου σκοπού, δεν βρίσκει καταφύγιο πια στη λογοτεχνία, παρότι μικρός διάβαζε ό,τι έπεφτε στα χέρια του, αλλά και μεγαλύτερος, όσο δεν δούλευε, υπήρξε σχετικά επαρκής αναγνώστης. Ο Μπόουλινγκ είναι ένας ήρωας που χαράσσεται στη μνήμη του αναγνώστη, κι εμένα, κατά αναλογία πάντοτε, μου έφερε αρκετές φορές στο νου τον σελινικό Μπαρνταμού.
Στις αναμνήσεις του Μπόουλινγκ κυριαρχεί το ψάρεμα, η ηδονή που αντλούσε από αυτή τη βαρετή και σπανίως επικερδή ασχολία. Το ψάρεμα στις Ανάσες, σύμφωνα με τον συγγραφέα Michael Levenson, διαθέτει την ίδια λειτουργία με το σεξ στον Τροπικό του Καρκίνου του Μίλερ, λειτουργώντας ως το αντίθετο του πολέμου. Το ψάρεμα όμως εδώ λειτουργεί και ως αναφορά στην καταπάτηση και τη λεηλασία της γης από τον άνθρωπο στο όνομα της ανάπτυξης, προσδίδοντας και μια οικολογική προέκταση στο μυθιστόρημα. Σημαντικό παρακλάδι της κεντρικής ιστορίας αποτελεί ο επαγγελματικός κατήφορος του πατέρα τού ήρωα, που κληρονόμησε από τον δικό του πατέρα ένα κατάστημα με ζωοτροφές, και είδε, χρόνο με τον χρόνο τον τζίρο του να συρρικνώνεται, ενώ εκείνος δούλευε ολοένα και πιο σκληρά, φροντίζοντας να διατηρεί την ποιότητα του εμπορεύματός του, και τις μεγάλες αλυσίδες να καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο της αγοράς. Και δεν ήταν μόνο ο πατέρας του που οδηγήθηκε στην οικονομική καταστροφή, αλλά και η μεγάλη πλειοψηφία των επαγγελματιών. Παρότι οι Ανάσες, με μια πρώτη ανάγνωση, δείχνουν να είναι ένα προσωποκεντρικό μυθιστόρημα, σύντομα ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως η ιστορία του μεσήλικα Τζορτζ Μπόουλινγκ είναι η αφορμή, το μέσο για να αποδώσει ο Όργουελ την προπολεμική πραγματικότητα στο Λονδίνο, φροντίζοντας να πιάσει το νήμα από πιο πριν ώστε να δείξει την εξέλιξη, εμφανώς δυσχερή, των πραγμάτων σε όλα τα επίπεδα της καθημερινότητας.
Στις Ανάσες, το τελευταίο μυθιστόρημα που έγραψε ο Όργουελ πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι η αποτύπωση του παρόντος εκείνη που κυριαρχεί, ο ρεαλισμός, η οξυδέρκεια του συγγραφέα, η ικανότητά του να αφουγκράζεται την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, αφού η ιστορία του Μπόουλινγκ δεν είναι ούτε παραβολική ούτε τοποθετημένη σ’ ένα απώτερο μέλλον. Οι Ανάσες, πέραν της δεδομένης αναγνωστικής απόλαυσης που προσφέρουν, διευρύνουν την άποψή μας για το λογοτεχνικό σύμπαν του Όργουελ, προσδίδοντάς περαιτέρω σημεία θέασης. Μια σημαντική έκδοση.