Ένα παπόρι έρχεται
Να το πω να μη το πω
Κι είναι κοντά να αράξει
Βρε αφούση βρε Αντρά
Παλλαρέ παλλάρα-Αντρά
Έτσι ξεκινάει το τραγούδι που μας έρχεται από την Κάσο και μας το έκανε γνωστό ο Κασιώτης τραγουδοποιός και ερμηνευτής Καίσαρας Κίκης.
Ο Καίσαρας Κίκης ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη. Εκεί έχτισε παρέες, γνώρισε τον Νίκο Παπάζογλου, που τον επηρέασε καθοριστικά. Ο Καίσαρας Κίκης έχει περιπλανηθεί αρκετά και μέσα από τα τραγούδια του ερμηνεύει υπέροχες ιστορίες. Καμία όμως δεν μοιάζει με αυτή που κουβάλησε από την Κάσο, τη διέδωσε και την έκανε να είναι περιζήτητη στις εμφανίσεις του. Η ιστορία του Αφούση…
Ο Αφούσης που έζησε πριν από πολλά χρόνια στην Κάσο. Η ζωή του που έγινε μουσικός σκοπός, και πλέον τραγουδιέται σε όλη την Ελλάδα με ποικίλους τρόπους και όργανα. Όμως, ποια ήταν η αληθινή ιστορία του;
Η ιστορία ενός κατατρεγμένου από την τύχη ανθρώπου, που έκλεινε τελείως τα μάτια μπρος στα μεγαλεία και τις δόξες των ομοίων του. Του Αντρά (Αντρέα), του “παλλαρού”, του εγγράμματου νέου που όταν βίωσε τη σφαγή του πατέρα του σταμάτησε να κάνει τον δάσκαλο διαισθανόμενος την ελάττωση της διανοήσεως και της μνήμης του.
Ενδιαφερόταν μόνο για τη λίγη εκείνη λιτή τροφή, που συνέλεγε από τη φύση ή που αγόραζε με τα, μικρά και με όριο, φιλοδωρήματα που δεχόταν, αρκετή για να κινείται ξέγνοιαστα στο τέλεια δικό του περιβάλλον. Συντροφιά του ο Λεονταρής, ο πιστός του σκύλος, και μοναδική του περιουσία τα όσα καπέλα του πρόσφερε η κάθε τόσο ειρωνεία των ανθρώπων. Σεμνότατος ο ίδιος, έζησε ήσυχα τις πιότερες μέρες του βίου του μέσα σε μια σπηλιά με μια κατάσκληρη πέτρα για προσκεφάλι.
Ξυπόλυτος, με τρύπιο παντελόνι που το βαστούσε στη μέση με μάλλινο ζωνάρι και ξέκουμπο πουκάμισο κυκλοφορούσε στους δρόμους του νησιού καυτηριάζοντας συστηματικά τις ελαττωματικές συνήθειες των συμπατριωτών του χρησιμοποιώντας συχνά κάποιες στερεότυπες φράσεις που ο ίδιος είχε πλάσει με τη χαρακτηριστική λεπτότητα που τον διέκρινε και πρόσχημα την τρέλα του.
Ο Αφούσης ήταν εύθυμος, ολιγόλογος και βαθύτατα φιλοσοφημένος. Ένας τρυφερός, μοναχικός και με καλή καρδιά άνθρωπος που ποτέ δεν έβλαψε και δεν έδωσε αφορμή να τον αποστραφεί κανείς.
Τα παιδιά δεν τον άφηναν σε ησυχία αν πρώτα δεν τους έλεγε ένα παραμύθι. Ξεκινούσε να λέει μια γεμάτη ασυναρτησίες από την αρχή μέχρι το τέλος ιστορία την οποία σε κάθε πρόταση απότομα διέκοπτε μέχρι τα παιδιά να του ζητήσουν να συνεχίσει.
Στα γλέντια όλοι τον ήθελαν στις παρέες, γιατί προκαλούσε την ευθυμία με σύντομες ιστορίες και στίχους που ο ίδιος περίτεχνα ταίριαζε επιτόπου. Ένα τέτοιο μαντιναδάκι σώθηκε με κάποια δικά του δίστιχα τα οποία έγραψε όταν ερωτεύτηκε το Κατερινάκι:
Σαράντα κάτεργα ΄ρχουται
από την Αγγλιτέρα
την ομορφιά σου κούσανε
και προξενιά σου φέρα
Όταν ένιωσε ότι ήρθε η ώρα του για τον άλλο κόσμο εγκατέλειψε τη σπηλιά του, χάθηκε από την πιάτσα και μπήκε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι. Πρώτα τα παιδιά αναζήτησαν και βρήκαν τον γέρο πια Αφούση και τον μετέφεραν στο καφενείο του χωριού. Εκεί, το τελευταίο βράδυ της ζωής του, εκτός από μερικούς άντρες που του συμπαραστάθηκαν, λέγεται ότι ήταν και πάνω από 20 γυναίκες. Ο γηραιότερος όλων αρχίνησε να σιγοτραγουδά κτυπώντας παλαμάκια.
Ο Αφούσης που είχε 40 πυρετό και στρωμένος καταμεσής της μεγάλης κάμαρας του καφενείου ζήτησε κι εκείνος να τραγουδήσει. Κι είπε με τον γλυκύτατο χαβά που τον ονόμαζαν “γιαέλι” την εξής μαντινάδα:
Σήμερον είμ’ ακόμ’ εδώ,
αύριον θα πεθάνω.
Και θα με πάρουν στο Χριστό
σαν ένα καπετάνο
Το πρωί ο Αφούσης πέθανε. Και πράγματι ποτέ στο παρελθόν ως και στις μέρες μας νεκρός δεν συγκέντρωσε τόσο κόσμο στον τελευταίο αποχαιρετισμό στη μικρή αυτή κοινότητα της Κάσου…
Καλές ακροάσεις μέχρι την επόμενη ιστορία
με ρεφρέν!
Πηγές: musicpaper.gr, karpathiakanea.gr
* Η Μαρία Σουρουκίδου είναι ραδιοφωνική παραγωγός