Νέα πνοή στην ομογένεια της Αυστραλίας δίνει η πρόσφατη άφιξη αρκετών χιλιάδων ανθρώπων από την Ελλάδα μετά το ξέσπασμα της μεγάλης κρίσης το 2010. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι νέοι και πτυχιούχοι, όπως προκύπτει από την παρουσίαση μελέτης που έκανε η Αυστραλο-ελληνική Πρόνοια της Μελβούρνης (AGWS).
Τη μελέτη, που τιτλοφορείται «Το Ταξίδι των Νέων Ελλήνων Μεταναστών στην Αυστραλία: Ευκαιρίες και Προκλήσεις» και την οποία ετοίμασε ο Δρ. Κωνσταντίνος Τσίγκας, παρουσίασε στο Μεταναστευτικό Μουσείο της Μελβούρνης ο Ομοσπονδιακός υπουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών, Κέβιν ‘Αντριους, ο οποίος αναφέρθηκε μεταξύ άλλων και στην ιστορία της μετανάστευσης Ελλήνων στην Αυστραλία, που ξεκίνησε, όπως είπε, πριν 160 χρόνια και συνεχίζεται έως τις μέρες μας.
Σύμφωνα με την έρευνα της Αυστραλιανής-Ελληνικής Πρόνοιας, περίπου 6.000 Έλληνες έχουν φτάσει μόνο στην πολιτεία της Βικτώριας από το 2010, έως το τέλος του οικονομικού έτους 2012-2013 αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον. Εκτιμάται ότι έκτοτε έφθασαν άλλες δυο χιλιάδες. Συνολικά, δηλαδή, μόνο στην Βικτώρια εγκαταστάθηκαν οκτώ χιλιάδες Έλληνες τα τελευταία πέντε χρόνια, όπως είπε ο Δρ. Τσίγκας.
Το 60% αυτών, είναι Ελληνοαυστραλοί που είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα με τις οικογένειές τους, αλλά η οικονομική κρίση τους ανάγκασε να φτιάξουν εκ νέου τις βαλίτσες τους και να γυρίσουν στην Αυστραλία. Σε αντίθεση με την προηγούμενη «φουρνιά» μεταναστών, οι άνθρωποι που φτάνουν στην Αυστραλία τα τελευταία χρόνια μορφωμένοι και έχουν οικογένειες με μικρά παιδιά.
Στην εκδήλωση, δύο νεοαφιχθέντες αναφέρθηκαν στην προσωπική τους μεταναστευτική “Οδύσσεια”, παρουσία και του Αυστραλού υπουργού. Η Αλκμήνη Μπαλντά και ο Οδυσσέας Τζιμπράκος, που συγκίνησαν τους παρευρισκόμενους εξιστορώντας τις εμπειρίες τους.
Η κ. Μπαλντά στάθηκε ιδιαίτερα στη δυσκολία να αναγνωριστούν και να εκτιμηθούν στην Αυστραλία τα προσόντα που έχει κάποιος από το εξωτερικό, ενώ ο κ. Τζιμπράκος αναφέρθηκε στις δυσκολίες που αντιμετώπισε όταν έφθασε μόνος του στην Αυστραλία χωρίς γνωστούς και χωρίς χρήματα αλλά του δόθηκε στέγη στη Μονή του ‘Αξιον Εστί και στη συνέχεια έφερε την οικογένειά του.Στην Ελλάδα, σπούδαζε και έκανε και διάφορες δουλειές και το 2004 είχε ανακηρυχτεί «ο καλύτερος ταξιτζής της Αθήνας το 2004». «Αν το ξέραμε αυτό θα σε φέρναμε νωρίτερα» αστειεύτηκε ο Αυστραλός υπουργός κ. ‘Αντριους.
Σύμφωνα με τη μελέτη, η έξοδος από την Ελλάδα όσο και αν είναι οδυνηρή είναι για τους ίδιους (αλλά και για την Ελλάδα) αναζωογονητική. Αποτελεί όμως και πρόκληση για την ομογένεια, σε μια περίοδο αναγέννησης και εναλλαγής των γενεών. Οι σημαντικότερες θετικές επιρροές εμφανίζονται στην εκπαίδευση και τη φροντίδα των ηλικιωμένων, καθώς αρκετοί από τους νεοφερμένους ενισχύουν τα ελληνόφωνα σχολεία και φροντίζουν τον γερασμένο ελληνικό πληθυσμό της Αυστραλίας.
Την ίδια ώρα, όμως, οι νέοι αφιχθέντες δημιουργούν και πρόβλημα στις ελληνικές υπηρεσίες πρόνοιας που πρέπει να προσαρμοστούν στην αυξημένη πλέον ζήτηση για να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους. Η Αυστραλο-Ελληνική Πρόνοια (AGWS) έκανε την ερευνητική μελέτη της σε αναγνώριση της σημαντικής αύξησης του αριθμού των ανθρώπων που καταφθάνουν από την Ελλάδα και σε μικρότερο βαθμό από την Κύπρο, από το 2010.
Σχολιάζοντας τη μελέτη, «Το Ταξίδι των Νέων Ελλήνων Μεταναστών στην Αυστραλία: Ευκαιρίες και Προκλήσεις» η εκτελεστική διευθύντρια της Πρόνοιας κ. Μεσημέρη ανέφερε: «με τις δουλειές στην Ελλάδα να είναι σπάνιες, πολλοί άνθρωποι μετακομίζουν σε άλλες χώρες συμπεριλαμβανομένης της Αυστραλίας, ψάχνοντας για ευκαιρίες απασχόλησης».
Ο πρόεδρος της Πρόνοιας Γ. Σπηλιώτης είπε: «Η μετανάστευση δεν είναι ποτέ εύκολη και πουθενά. Η μελέτη της Πρόνοιας καταδεικνύει ότι δυσκολίες προκύπτουν σε ένα εύρος πεδίων κατά τη διάρκεια του προ-μεταναστευτικού σχεδιασμού και στο στάδιο της προετοιμασίας. Δείχνει, επίσης, ότι οι προκλήσεις που οι καινούργιοι Έλληνες μετανάστες αντιμετωπίζου, όταν φθάνουν, ποικίλλουν ανάλογα με την ακρίβεια της προ-μεταναστευτικής προετοιμασίας, με τις διαθέσιμες οικονομικές πηγές, τις διαφορές στη βίζα, την παρουσία οικογένειας, συγγενών ή φίλων και τη διάρκεια και τη ποιότητα της υποστήριξης που αυτοί παρέχουν, την επίγνωση και πρόσβαση σε επίσημες υπηρεσίες υποστήριξης, και στην ικανότητα αυτών των υπηρεσιών να ανταποκριθούν αποτελεσματικά και με ευαισθησία».
Η κ. Μεσημέρη δήλωσε ότι σημαντική είναι «η σύνθεση του προφίλ των ανθρώπων που καταφθάνουν από την Ελλάδα, με 60% να είναι Αυστραλοί υπήκοοι ή μόνιμοι κάτοικοι ελληνικής προελεύσεως, που επιστρέφουν στην Αυστραλία, έπειτα από πολλά χρόνια παραμονής στην Ελλάδα και σε μικρότερο βαθμό από τη Κύπρο. Μόλις πάνω από 40% είναι Έλληνες υπήκοοι» είπε.
Πρόσθεσε πως «η μελέτη ενίσχυσε την άποψη ότι αυτή η ομάδα ανθρώπων είναι κυρίως πανεπιστημιακής μόρφωσης, πνευματικά έμπειροι, καλλιεργημένοι, σίγουροι για τον εαυτό τους, και ερευνούν ευκαιρίες για να απελευθερώσουν τα ταλέντα τους και τη θέληση να πετύχουν. Πρόκειται για μοναδικό ανθρώπινο κεφάλαιο για την Αυστραλο-ελληνική κοινότητα της Βικτώριας και τη γενικότερη Αυστραλιανή Κοινωνία, η οποία αν αξιοποιηθεί κατάλληλα θα φέρει σημαντικά οφέλη στην Αυστραλία».
Κλείνοντας, η κ. Μεσημέρη τόνισε: «Η Αυστραλο-Ελληνική Πρόνοια προσβλέπει να εργαστεί στενά με την Πολιτειακή και Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, όπως επίσης την Αυστραλο-ελληνική κοινότητα για να εξασφαλιστεί ότι, οι κύριες προτάσεις σε αυτή τη μελέτη θα εφαρμοστούν, με σκοπό να επιταχυνθεί η εγκατάσταση των ανθρώπων που μόλις φθάνουν από την Ελλάδα και τη Κύπρο, δίνοντάς τους έτσι τη δυνατότητα να εμπλακούν πλήρως ως μέλη της Αυστραλιανής κοινωνίας»