Πέμπτη, 19 Δεκεμβρίου, 2024

Αφθαρτες νοσταλγικές εικόνες του νου…

Ήταν πιο μεγάλη από εσένα! Καθόταν με την πλάτη ίσια, πάνω σε πλεχτή κουβέρτα, φορούσε εντυπωσιακό, περίτεχνο καπέλο κι ένα φουστάνι με πολλά, διάφανα βολάν, που απλωνόταν σα βεντάλια και σκέπαζε το μισό ντιβάνι. Ακίνητη, με μονίμως απλωμένα τα χέρια μπροστά σε… προκαλούσε να τη σηκώσεις. Πράγμα… δύσκολο, μια που δεν σου επιτρεπόταν να έχεις και πολλές οικειότητες μαζί της! Χρόνια στην ίδια θέση        -υπεροπτική κι απρόσιτη σαν την φιλάρεσκη γυναίκα- η κοκαλένια κούκλα της γιαγιάς, σε καθήλωνε στο μισό μέτρο μπρος της κι έμενες εκεί            -κάτω απ’ το άγρυπνο μάτι των μεγάλων-  να την κοιτάς και να ονειρεύεσαι…
Όπως και τις… φοντανιέρες! Που ’χαν ωραία χρώματα και σχέδια κι έκρυβαν μέσα τους… απίστευτες λιχουδιές, μα ήταν κι αυτές απαγορευμένος καρπός! Κι όχι γιατί το επέβαλαν οι μεγάλοι, μα επειδή, ούτως ή άλλως, έτσι ψηλά που σου έπεφταν, αδυνατούσες να τις φτάσεις! Μέχρι κάποια ηλικία τουλάχιστον, που το μόνο που μπορούσες να κάνεις, ήταν να κάθεσαι κάτω απ’ το βαρύ, μασίφ τραπέζι της καλής τραπεζαρίας, να περιεργάζεσαι τα λιονταρίσια πόδια του, ν’ ανεμίζεις από πάνω τα σοκολατάκια σε σχήμα μαργαρίτας κι ανεμώνας και να… βασανίζεσαι!
Αλλά υπήρχαν και χαρές που κανείς δεν μπορούσε να σου απαγορεύσει, όπως τα νοερά ταξίδια σε μια… πάνινη εικόνα! Ήταν επίπεδη, μα μπορούσε να πάρει τρομακτικές διαστάσεις η απέραντη, σταχτιά άμμος, που καταλάμβανε το φόντο της… Σε πρώτο πλάνο, δυο καμηλιέρηδες χωμένοι στις κελεμπίες τους -καθισμένοι κατάχαμα, με τις ανεμοθύελλες να καραδοκούν πίσω από αμμώδη βουναλάκια- έπιναν νωχελικά το τσάι τους. Πιο πίσω το καραβάνι! Οι καμήλες με τις καμπούρες τους να ξεχωρίζουν στο θολό ορίζοντα, σαν σειρές χαμηλών λοφίσκων, κάτω από ένα φωτεινό, ολοστρόγγυλο φεγγάρι που πόζαρε χαμογελώντας, στη μέση της φανταστικής εικόνας. Παραδίπλα, δυο σκηνές με τα παραπέτα τραβηγμένα, μόλις που άφηναν ν’ αχνοφαίνεται το μυστηριώδες εσωτερικό τους με τα σφυρήλατα μπακίρια, τα εξωτικά υφάσματα και τα πολύχρωμα κιλίμια… Από αυτό το σκηνικό ξεπηδούσαν ατέλειωτες εικόνες κι ήχοι για… Ζαΐρες, σεΐχηδες, εμίρηδες, καμήλες και καμηλιέρηδες! Δεν ήθελες και πολύ για να καβαλήσεις το… μαγικό χαλί της φαντασίας και να ταξιδέψεις -ό,τι ώρα και να ’ταν- στις παραμυθένιες «χίλιες και μια νύχτες»…
Αρκούσαν λοιπόν, μια… «πάντα» κρεβατιού, λίγη φαντασία και μερικά αγαπημένα παιχνίδια, σαν τον αγέραστο… «κύριο με το καπέλο», που ακόμα υπάρχει, κι ακόμα υποκλίνεται, κρατώντας με το γαντοφορεμένο χέρι του, την άκρη του μπλε, Αγγλικού καπέλου του! Φορά γιλέκο -ξεθωριασμένο πια- με μεγάλα κουμπιά, φαρδύ παντελόνι κι από κάτω εξέχουν τα μαύρα, πλατιά παπούτσια του. Εχει την όψη κλόουν, μα από πάντα, σου φαινόταν -απ’ τις μετρημένες κινήσεις και το γενικό του στήσιμο- ένας σοβαρός, ευγενής κύριος. Κάνεις να τον κουνήσεις λίγο, και κουνά ολόκληρος, σα ζωντανός άνθρωπος που ξαφνιάστηκε για κάτι. Τον κουρντίζεις μέχρι τέλους και τον αφήνεις στο τραπέζι. Και νάτος πάλι ο… αγέραστος κύριος, κάτω απ’ τα κουρασμένα μάτια σου, που αρχίζει να υποκλίνεται, ν’ ανεβοκατεβάζει το καπέλο, να στρέφεται δεξιά κι αριστερά κι οι μνήμες να γυρίζουν νωπές σ’ εκείνο το χαρούμενο πρωινό, που σε ξύπνησαν οι γονείς, γυρίζοντας απ’ το πανηγύρι, και σου τον έβαλαν στο χέρι…
«Δωράκι παρηγοριάς» ο κύριος με το καπέλο, μισό αιώνα μετά είναι ακόμα εδώ κι… ακόμα παρηγορεί, όπως κι οι γλυκές αναμνήσεις κάποιου άλλου, ανέμελου, Κυριακάτικου πρωινού… Ντυμένη ακόμα με τα καλά σου, την κολλαρισμένη, λευκή κορδέλα φιόγκο στα μαλλιά, το κοντό παλτουδάκι -ποιος νοιαζόταν τότε, μην κρυώσουν τα πόδια, που τα κοριτσάκια τα είχαμε συνηθίσει να παγώνουν κάτω απ’ τα μικροσκοπικά φουστάνια μας- και ύφος μεγάλη κυρίας, κατηφορίζεις τα στενά καλντερίμια. Επιδεικνύοντας ταυτόχρονα και τα καινούργια σου λουστρίνια, που μόλις την προηγουμένη, είχαν έλθει απ’ τον τσαγκάρη της γειτονιάς! Αποφεύγοντας συστηματικά την πλατεία, μην σε τσακώσει η… δασκάλα και σου αναθέσει να πας στη βρύση, να γεμίσεις το σταμνάκι της και το… σπάσεις ξανά! Προπαντός, προσπαθώντας να μην σε αντιληφθεί ο αυστηρός δάσκαλος, που πέρυσι τέτοια εποχή, σε πέτυχε ανέμελη στην πλατεία και σου φόρτωσε Κυριακάτικα, το δύσκολο ποίημα! Πορεύεσαι λοιπόν, προσεκτικά προς την κάτω γειτονιά, για ν’ αγοράσεις δυο μαρουλάκια και το απαραίτητο φρέσκο κρεμμύδι από εκείνο τον χωριανό με τον κήπο, στην άκρη του χωριού. Μαρουλάκια που τα ξερίζωνε μπρος στα μάτια σου κι αφού τα έδενε με καφετί σπάγκο, σου τα έδινε και σε συμβούλευε να προσέχεις μη λερωθείς. Φρέσκο, αγνό μαρουλάκι για σαλάτα, να το κρατάς στο χέρι προσεκτικά, ανηφορίζοντας με τη χάρη και την τσαχπινιά κομψευόμενου, οχτάχρονου κοριτσιού και στο σπίτι, στις σκάρες πάνω, στα χωνεμένα κάρβουνα του μαγκαλιού, το Κυριακάτικο γεύμα, οι νόστιμες  μπριζόλες, να περιμένουν…
Ήταν πιο όμορφα, τότε; Σίγουρα ήταν! Πώς να ξεχάσεις εκείνο το χριστουγεννιάτικο δένδρο με τη φάτνη στη βάση, που κάθε χρονιά στηνόταν τελετουργικά, στο χωλ του σπιτιού και στολιζόταν με χίλια δυο δυσεύρετα, φανταστικά αντικείμενα: Χιονισμένα σπιτάκια από πεπιεσμένο χαρτί, κοκκαλένια αγγελάκια με ασημένια φτερά, παλιού τύπου φαναράκια με χρωματιστά τζάμια! Κρεμασμένα σε χρυσοκλωστές, κουνούσαν ελαφρά στην κάθε κίνηση των κλαδιών κι έστελναν εδώ κι εκεί, ψιλές, λαμπερές ακτίνες. Ήταν ένα δένδρο εντυπωσιακό, μ’ ένα μεγάλο, γυάλινο αστέρι  στην κορυφή! Και το κυριότερο: Είχε φωτάκια… Ναι! Κάτι στρογγυλά, πολύχρωμα λαμπάκια που δούλευαν με μπαταρία και φώτιζαν τα κλαδιά, δίνοντας στον σκοτεινό χώρο του ψηλοτάβανου σπιτιού, μια μαγεία ανεπανάληπτη…
Μα οι γιορτές δυστυχώς, περνούν γοργά! Η ευτυχία δεν κρατά αιώνια, γιατί υπήρχαν κι όλα εκείνα τα… πλάσματα, τα φοβερά, της μέρας και της νύχτας, που οι γιαγιάδες ήξεραν… καλά! Και περιέγραφαν στις πεζούλες με τόση πειστικότητα, που ήσουν απολύτως σίγουρη, πως κάποια μέρα       -αργοπορημένη και σκανταλιάρα- θα τα έβρισκες μπρος σου, σε κάποιο σκοτεινό καλντερίμι! Ατέλειωτοι οι… «μπαμπούλες» των παιδικών μας χρόνων! Απ’ τον καλοκαιρινό «μεσημερά», ο οποίος τριγύριζε τα μεσημέρια κι έβαζε στο σακούλι του, όσα παιδάκια δεν… κοιμόταν, τους τρομερούς καλικάτζαρους που μόνο προορισμό είχαν να σου χαλάσουν τις χριστουγεννιάτικες διακοπές σου, μέχρι τους σκοτεινούς καταχανάδες, τις νεράιδες που σου ’παιρναν τη μιλιά, αν έβγαινες μόνος στην εξοχή κι ένα σωρό παρεμφερή, δαιμονικά όντα, τα οποία εξαφανιστήκαν -ως διά μαγείας- μόλις… μεγάλωσες λιγάκι!
Κι αν οι μπαμπούλες διαλύθηκαν με τα χρόνια, οι καλοκαιρινές αναμνήσεις ενός παιδιού, δεν φεύγουν απ’ το μυαλό του, με το τίποτα. Γιατί βλέπεις, μετά από μια δύσκολη σχολική χρονιά με μουτζαλωμένα τετράδια, με ακαταλαβίστικες ασκήσεις αριθμητικής κι ατέλειωτες ώρες παπαγαλίας καινούργιων γνώσεων, ερχόταν πάντα φωτεινό, ζεστό, κι ανέμελο… το καλοκαιράκι! Κι όλη η οικογένεια μετακόμιζε στο κοντινό ψαροχώρι… Αρχιζαν τότε, οι χαρές και τα παιχνίδια στην άμμο! Τ’ ατέλειωτα μπάνια, οι βόλτες σε ακρογιαλιές με τα όμορφα βότσαλα που γυάλιζαν σαν πολύτιμα πετράδια και τα πολλά καβούρια από κάτω, που μόλις σ’ έβλεπαν, έτρεχαν να κρυφτούν σε πιο ασφαλές μέρος. Οι βαρκάδες στ’ ασημένια νερά της αυγής, στα πορφυρά της δύσης, στις μαυριδερές  θάλασσες με το ολόγιομο φεγγάρι να συντροφεύει αυτές τις αξέχαστες, νυχτερινές περιπλανήσεις. Κι η περιπέτεια, του να σε βγάλουν πάνω στον αλμυρό, γλιστερό βράχο της θαλάσσιας σπηλιάς με τις πεταλίδες, να σου τραγουδά το κύμα, να σε προσκαλούν οι κρυμμένες νύμφες στα βάθη της και να παλαντζάρεις αβέβαια πάνω σε ένα βρεγμένο κομμάτι γης, με τους ανεξερεύνητους βυθούς να χάσκουν μυστηριώδεις, στο πλάι…
Αυτά κι άλλα πολλά! Οι… πρώτες, κι ίσως, και… τελευταίες μας εικόνες! Που έρχονται και ξανάρχονται στον νου, αναπλάθοντας τις όμορφες στιγμές μιας αθωότητας και μιας άλλης, αξέχαστης εποχής…


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα